Η Καλυδώνα

Καλυδώνα, άποψη του θεάτρου από ψηλά

Καλυδώνα: Η αρχαία πόλη και το θέατρο
Η αρχαία Καλυδώνα υπήρξε μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Αιτωλίας. Η οχύρωση της πόλης απλώνεται σε δυο γειτονικούς λόφους με την ονομασία «Κούρταγα», κοντά στη δεξιά όχθη του Εύηνου ποταμού πλάι στο σημερινό Ευηνοχώρι. Πρόκειται για στρατηγική θέση με δυνατότητα ελέγχου της εισόδου προς τον Κορινθιακό κόλπο και της θαλάσσιας αρτηρίας προς την Αδρι­ατική. Η θέση αυτή καθώς και το γεγονός ότι διέθετε λιμάνι, κοντά στο σημερινό Κρυονέρι, συνέβαλε στη γρήγορη πολιτιστική εξέλιξη της πόλης που δέχτηκε επιδράσεις και από άλλα μεγάλα ελληνικά κέντρα πολιτισμού (Κόρινθος). Την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου η πόλη είναι ανεξάρτητη. Γύρω στο 390 π.Χ. είναι μέλος του Αχαϊκού Κοινού. Ωστόσο, το 367 π.Χ. περιέρχεται οριστικά στους Αιτωλούς και τον 3° αι. π.Χ. αναδεικνύεται σε ένα από τα σημαντικότερα μέλη της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Το απώτερο παρελθόν της αντικατοπτρίζεται στον μύθο του κυνηγιού του Καλυδώνιου Κάπρου που μας περιγράφει ο Όμη­ρος στην Ιλιάδα (Ι, 527-599). Ακόμη συμφωνά με τον «Νηών Κατάλογο» η Καλυδώνα λαμβάνει μέρος στον Τρωικό Πόλεμο μαζί με τέσσερις πόλεις (Χαλ­κίδα, Πλευρώνα, Ώλενος και Πυλήνη) και 40 πλοία υπό τον βασιλιά Θόα (Ιλιά­δα, Β, 638-644).

Ας μην ξεχνάμε ότι ένας από τους πιο σημαντικούς ήρωες της Ιλιάδας, ο Διομήδης, υπήρξε εγγονός του βασιλιά της Καλυδώνας Οινέα, γιος του βασιλιά του Άργους Τυδέα και ανιψιός του Μελεάγρου που εξόντωσε τον Καλυδώνιο κάπρο.

Ωστόσο, αυτό το πλούσιο μυθικό παρελθόν της πόλης δεν έρχεται σε πλή­ρη αντιστοιχία με τα αρχαιολογι­κά δεδομένα, αφού μέχρι σήμερα ελάχιστα μυκηναϊκά ευρήματα (όστρακα) έχουν εντοπιστεί στην Ακρόπολη και στην ευρύτερη περιοχή. Στην επόμενη περίοδο, την ονομαζόμενη Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου ή Πρωτογεωμετρική (10ος – 9ος αι. π.Χ.), ανήκουν τάφοι που περιέχουν βορειοδυτική αμαυρόχρωμη χειροποίητη κεραμική που συναντάται και στον Θέρμο, καθώς επίσης τροχήλατη κεραμική με τοπικά χαρακτηριστικά αλλά και στοιχεία κοινά με άλλες περιοχές του βορειοδυτικού χώρου. Στη Γεωμετρική εποχή (8ος – 7ος αι. π.Χ.) φαίνεται ότι λειτουργεί ήδη ως λατρευτικό κτίριο ένα αψιδωτό κτίσμα στο ιερό της Καλυδώνας, το ονομαζόμενο Λάφριο.

Το Λάφριο, αφιερωμένο στην Άρτεμη και τον Απόλλωνα, ήταν το δεύτερο σε φήμη και σπουδαιότητα ιερό μετά από αυτό του Θέρμου. Συνδεόταν μέσω της λεγόμενης ιεράς οδού με τη δυτική πύλη της οχύρωσης της πόλης. Τα κυριότερα μνημεία του είναι ο μεγάλος και ο μικρότερος ναός, αφιερωμένοι στην Άρτεμη και τον Απόλλωνα αντίστοιχα, η στοά και οι θησαυροί. Οι πρώτοι ναοί κτίστηκαν στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., ήταν ξύλινοι, είχαν πολύ­χρωμα γραπτά κεραμοπλαστικά στοιχεία και έως τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. δέχτη­καν πολλές συμπληρώσεις. Γύρω στο 400 π.Χ. ο μεγάλος ναός είναι ολόκληρος λίθινος, δωρικός περίπτερος εξάστυλος (13×6 κίονες) με διαστάσεις 32,26 μ. χ 14,90 μ. Εδράζεται σε μεγάλο εντυπωσιακό ανάλημμα που κτίστηκε το 500 π.Χ. Η λατρεία των θεών περιλάμβανε μεγαλοπρεπή γιορτή με πομπή και ολόκαυτες θυσίες, τα Λάφρια. Περίφημο ήταν το χρυσελεφάντινο λατρευτικό άγαλμα της Άρτεμης, έργο Ναυπάκτιων γλυπτών, του Μέναιχμου και του Σοΐδα, το οποίο μετά τη ναυμαχία του Ακτίου μεταφέρθηκε στην Πάτρα. Σημαντικό μνημείο είναι επίσης το Ηρώο. Πρόκειται για τετρά­πλευρο κτίριο με αυλή στο κέντρο του, προστώο και είσοδο στη βόρεια πλευ­ρά, και μικρά δωμάτια τόσο στη βόρεια όσο και στην ανατολική. Στο υπόγειο του πιο σημαντικού χώρου, ίου λατρευτικού δωματίου, υπήρχε τάφος – κρύπτη. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη το μνημείο αυτό δεν αποτελεί ταφικό ηρώο ενός τοπικού ήρωα, του Λέοντα, αλλά πρόκειται για παλαίστρα, η οποία κτίστηκε στο σύνολο της στην αρχή της αυτοκρατορικής εποχής πάνω από τάφο του 2ου αι. π.Χ. που χρησιμοποιήθηκε εκ νέου. Τα έτη 2001-2006 οι νεώτερες έρευνες 1 επικεντρώνονται στην Ακρόπολη, στην Ανατολική πύλη, στο θέατρο και σε τμή­ματα του πολεοδομικού ιστού της πόλης εντός των τειχών. Στο τμήμα της πόλης πλησίον της Δυτικής πύλης ερευνάται μεγάλο κτιριακό συγκρότημα με κεντρική περίστυλη αυλή. Σε έναν από τους χώρους του που είχε λατρευτικό χαρακτήρα ήλθαν στο φως σημαντικά ευρήματα.

Το θέατρο
Κατά τη διάρκεια εργασιών κατασκευής της σημερινής εθνικής οδού Αντιρ­ρίου – Ιωαννίνων τη δεκαετία του ’60, αποκαλύφθηκε μέρος μνημειακής κατα­σκευής από ορθογώνιες λιθοπλίνθους στη νότια πλαγιά του λόφου του ιερού της Άρτεμης. Σύντομη δοκιμαστική τομή που πραγματοποιήθηκε από τον τότε Έφορο Αρχαιοτήτων της ΣΤ’ Ε.Π.Κ.Α. Πατρών, Ευθύμιο Μαστροκώστα, έφε­ρε στο φως «σειρές εδωλίων θεατροειδώς διατεταγμένες σε σχήμα πι». Λαμ­βάνοντας υπόψη τη μορφή του κτιρίου ο ανασκαφέας διατύπωσε την άποψη ότι πρόκειται για «κοίλο βουλευτήριου». Έκτοτε, μόλις το 2001, στο πλαίσιο έναρξης υλοποίησης του προγράμματος των νέων ερευνών στην αρχαία πόλη, άρχισε η ανασκαφή του μνημείου η οποία συνεχίστηκε τα έτη 2002 και 2003 και βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη.
Τα νεώτερα δεδομένα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το μνημείο ταυτίζεται με θέατρο, η ταύτιση όμως αυτή θα επιβεβαιωθεί μόνο όταν ολοκληρωθεί η έρευνα και η μελέτη του. Σε χαμηλό σημείο της νότιας πλαγιάς του λόφου του Λαφρίου είναι κατασκευασμένο το «κοίλο θεάτρου» αποτελούμενο από 26 σειρές εδωλίων, οι οποίες ακολουθούν το περίγραμμα της ορθογώνιας ορχήστρας με διαστάσεις 16 μ. χ 14 μ. περίπου. Στο δυτικό όριο της κατώτερης σειράς των εδωλίων εντοπίζεται η είσοδος μιας παρόδου. Οι σειρές των εδωλίων είναι κατασκευασμέ­νες από μεγάλους ορθογωνισμένους ψαμμιτικούς λίθους και σώζονται κατά κύριο λόγο στο δυτικό τμήμα του κοίλου, ενώ στο υπόλοιπο, στα ανατολικά, σώζονται ελάχιστοι, στοιχείο που οδηγεί τους νεώτερους ερευνητές στην υπόθεση ότι ίσως το μνημείο παρέμεινε ημιτελές στην πλευρά αυτή. Όμως ακόμη και αν δεχτούμε το γεγονός ότι οι λίθοι αυτής της πλευράς, εφόσον υπήρχαν, αφαιρέθηκαν για να επαναχρησιμοποιηθούν στα νεότερα χρόνια, διερευνητικές τομές που έφτασαν ως τον φυσικό βράχο, δεν απέδωσαν μέχρι σήμερα στοιχεία προετοιμασίας της ως κοίλου. Οι κατώτερες εννέα σειρές των εδωλίων σχηματίζουν κάτοψη σχήματος πι με τις κεραίες του να συγκλίνουν σε ορθή γωνία. Στις υπόλοιπες ανώτερες σειρές η μορφή των εδωλίων διαφοροποιείται και οι κεραίες του πι στα σημεία σύγκλισης είναι στρογγυλεμένες. Το γεγονός αυτό οδηγεί στην υπόθεση ότι το κατώτερο τμήμα του κοίλου ανήκει σε παλαιότερη οικοδομική φάση και το ανώτερο αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη.

Η ανασκαφή έχει επίσης αποκαλύψει στα ανατολικά της ορθογώνιας ορχή­στρας σκηνικό οικοδόμημα, το οποίο έχει ελάχιστα ανασκαφεί. Μπροστά από τη σκηνή βρέθηκε τοίχος που προφανώς ανήκει στο προσκήνιο και διατηρεί στοι­χεία θυραίων ανοιγμάτων και κιονοστοιχίας. Προς το παρόν έχουν εντοπιστεί οι θέσεις έξι ιωνικών κιόνων, ενώ ο συνολικός τους αριθμός υπολογίζεται σε δώδεκα. Τμήματα των πώρινων ιωνικών κιονόκρανων της κιονοστοιχίας ήλθαν στο φως κατά τη διάρκεια της ανασκαφής. Μπροστά από τον τοίχο του προσκη­νίου βρέθηκε αγωγός απορροής των ομβρίων υδάτων που καταλήγει σε λίθινο φρεάτιο. Από την μέχρι στιγμής έρευνα του θεάτρου αναγνωρίζονται δύο οικοδομικές φάσεις. Στην παλαιότερη φάση (κλασική εποχή) ανήκουν οι κατώτερες σειρές των εδωλίων και ο τοίχος της δυτικής παρόδου. Στη νεώτερη οικοδομική φάση, που ανήκει στην Ελληνιστική εποχή, ανήκουν η σκηνή, το προσκήνιο και οι ανώτερες σειρές εδωλίων, οπότε την εποχή αυτή το οικοδόμημα οπωσδήποτε λειτουργεί ως θέατρο έχοντας ορθογώνια ορχήστρα. Παλαιότερη και ενδεχομέ­νως διαφορετική χρήση του μνημείου παραμένει υπό διερεύνηση.

………………………………
Από την έκδοση
Τα αρχαία θέατρα της Αιτωλοακαρνανίας
Εκδόσεις «Διάζωμα» Σειρά: Αρχαία Θέατρα
Λ. Κολώνας, Μ. Σταυροπούλου – Γάτση, Γ. Σταμάτης
Τα αρχαία θέατρα στην Αιτωλοακαρνανία
Σελιδοποίηση: Κ. Τσιρίκος
Παραγωγή arte creative team
Επιμέλεια Έκδοσης Χ.Γ. Λάζος
Αθήνα, Σεπτέμβριος 2009-12-10
Copyright © 2009
Διάζωμα
Νομαρχία Αιτωλοακαρνανίας
ΛΣΤ’ Ε.Π.Κ.Α.

1 Οι νέες έρευνες πραγματοποιούνται από το Ινστιτούτο της Δανίας, αρχικά σε συνεργασία με την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία (2001) και στη συνέχεια με τις αρμόδιες ΣΤ΄ Ε.Π.Κ.Α. (2002 – 2003) και ΛΣΤ’ Ε.Π.Κ.Α. (2004 – 2006). Συνδιευθυντές των ανασκαφών είναι ο Dr Soren Dietz από πλευράς Ινστιτούτου της Δανίας και Μαρία Σταυροπούλου – Γάτση από πλευράς Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Οι πρώτες έρευνες στην Καλυδώνα (Λάφριο και Ηρώο) διεξήχθησαν από τους E. Dyggve, Fr.Poulsen και Κ.Α. Ρωμαίο.