Η “αυλή των θαυμάτων” με νόρμες τηλεοπτικής ασυλίας

Της Αντιγόνης Κατσαδήμα
Ήταν 26η Απριλίου, ημέρα Πέμπτη. Και συνέβη να ενοχληθώ από κάτι ξεπιασίματα «α» και «ι» μερικών θεατών Της Αυλής των θαυμάτων, στο Εθνικό Θέατρο, σαν να έβλεπαν καμηλοπαρδάλεις να ποζάρουν και καγκουρό να πηδούν επί σκηνής. Συμβαίνει σπάνια, να νιώσω άβολα ανάμεσα σε θεατές, ενώ υποτίθεται ότι γινόμαστε συμμέτοχοι του θεατρικού συνόλου- ως το κοινό της παράστασης. Όταν όμως συμβεί, το γεγονός είναι καμπανάκι, όχι μόνο επειδή κάθε παράσταση είναι και μια άλλη παράσταση αλλά κυρίως για να αποτιμηθεί ο «θόρυβος». Και «θόρυβος» είναι το αποτέλεσμα, ειδικότερα στις λεπτομέρειες και, γενικότερα, όπως το νόημα του έργου έγινε αποδεκτό- ή τελικά έμεινε αυταπόδεικτο-, με όρους θεατρικής συνθήκης. Η Αυλή των θαυμάτων του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα, διάνυσε ταχύρρυθμα και θορυβωδώς το θεατρικό χρόνο της, σαν να επρόκειτο- κατά την κρίση μου- για μια μοντερνιστική εκδοχή του μεταπολεμικού που στόχευε να καταπλήξει και να θαμπώσει. Και όμως. Λίγο κάμψη και λίγο λάμψη, από την πλευρά των ηθοποιών, μόνο, δεν διασώζουν την αγωνία του συγγραφέα στο σήμερα. Αν και φάνηκε η σκηνοθετική αγωνία, το μελόδραμα να οριοθετηθεί σκηνικά και να υπακούσει στο θέατρο της αμεσότητας, ως ένα ρεαλιστικό είδος μοντέρνας συγχρονίας, -ζωής και θεάτρου-, απέναντι σε αυτήν την έντονη εφαρμογή του μοντέρνου, οι αποδόσεις του μεγαλύτερου μέρους των ηθοποιών κόλλησαν. Δεν ξεπεράστηκε η συνθήκη, ο ρόλος να μην είναι μόνο ρόλος, δηλαδή υποτονικός τύπος με έμφαση σε ένα σύμπτωμα. Καθώς, συμβαίνει να έχω δει τους ίδιους ηθοποιούς, που κατάγονται από διαφορετικά θεατρικά μετερίζια, σε άλλες παραστάσεις, στο παρελθόν. Τότε, αντίθετα, με είχαν μαγνητίσει. Φταίει, λοιπόν, ο Καμπανέλλης; Ο Πατριάρχης του ελληνικού ρεαλισμού; Προφανώς όχι. Φταίω εγώ, η μέρα της παράστασης ή οι απαιτήσεις μου; Μπορεί. Πάντως, αν μη τι άλλο φταίει η αγωνία της μονομέρειας, να είμαστε μοντέρνοι και ευφάνταστοι σκηνικά αντί και υποκριτικά. Το καβούκι του τύπου δεν απελευθερώνει έναν ηθοποιό, προκειμένου να προφέρει τα λόγια του: ή θα τα πει με πομπώδη έκφραση παίζοντας με τα μάτια ή θα τα παίξει στη ρουλέτα της πόζας. Κι ύστερα, άντε να πιάσεις το νόημα, πέρα από τον ήχο ενός κινητού, που χτύπησε, ή τα επιφωνήματα μερικών από εμάς που βλέπαμε την παράσταση. Τουλάχιστον στο θέατρο, η παρακολούθηση γίνεται αντιληπτή με άλλους όρους από τους επιφαινόμενους της τηλεοπτικής ασυλίας. Και ως σφραγίδα αυτής της γνησιότητας ήταν η καταληκτική εμφάνιση των ηθοποιών, ενώ έπεφταν τα χειροκροτήματα. Μες στη σιωπή τους, με το βλέμμα τους σε συνέχεια, έδειχναν σαν ένα tableau vivant της σιωπής: ενός στοιχήματος που δεν έβαλαν, από φόβο να το αντιμετωπίσουν. Όπως και να ‘χει, ήταν μια άλλη αυλή των θαυμάτων.

Σκηνοθεσία Γιάννης Κακλέας
Σκηνικά Μανόλης Παντελιδάκης
Κοστούμια Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική Σταύρος Γασπαράτος
Φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης
Σχεδιασμός βίντεο Γιώργος Ζώης
Βοηθός σκηνοθέτη Νουρμάλα Ήστυ
Βοηθός σκηνογράφου Μαρία Φιλίππου
Βοηθός ενδυματολόγου Τίνα Τζόκα
Δραματολόγος παράστασης Εύα Σαραγά

Διανομή:
Βούλα Θεοδώρα Τζήμου
Μαρία Αλεξάνδρα Αϊδίνη
Γιάννης Κωνσταντίνος Ασπιώτης
Αννετώ Μίνα Αδαμάκη
Ιορδάνης Θοδωρής Κατσαφάδος
Αστά Αγγελική Στελλάτου
Ντόρα Λένα Παπαληγούρα
Μπάμπης Προμηθέας Αλειφερόπουλος
Στράτος Νίκος Ψαρράς
Όλγα Εύη Σαουλίδου
Στέλιος Νίκος Κουρής
Μηχανικός Γιώργος Τζαβάρας
Ένας Άνδρας – Μηχανικός-Αστυνομικός Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος
Μηχανικός – Ταχυδρόμος – Αστυνομικός Θανάσης Κουρλαμπάς, Γρηγόρης Γαλάτης
Ένας Νέος – Εργάτης Μιχάλης Σαράντης