Αμβρακικός – Εξερευνώντας τον Βιότοπο

Κατηφορίζοντας την εθνική οδό από το Αγρίνιο και διασχίζοντας την πόλη της Αμφιλοχίας από τα νότια (βλ. χάρτη, θέση 1 ), αντικρίζουμε για πρώτη φορά τον ομώνυμο όρμο. Η πόλη είναι χτισμένη στη θέση της αρχαίας πόλης Λιμναίας, τμήματα του κάστρου της οποίας σώζονται μέχρι σήμερα. Συνεχίζοντας προς τα βόρεια, στην ανατολική όχθη, συναντάμε τη λιμνοθάλασσα Μπούκα (2) όπου κυρίως την άνοιξη συγκεντρώνονται γλαρόνια και διάφορα παρυδάτια (χαραδριόμορφα, σκαλίδρες). H λιμνοθάλασσα Κατάφουρκου (3), που έχει σχηματιστεί από τις προσχώσεις του ποταμού Κρικελιώτη, περιβάλλεται από υδρόβια, ελοφυτική βλάστηση και θαμνώνες με αρμυρίκια. Εδώ, αναζητούν την τροφή τους μικροτσικνιάδες, ενώ κουρνιάζουν οι περισσότεροι ασημόγλαροι της ευρύτερης περιοχής του όρμου της Κόπραινας και των εκβολών του Αράχθου (8).
Αφήνοντας το Κατάφουρκο, η μαιανδρική διαδρομή στις πλαγιές του Μακρυνόρους, πλαισιωμένη με λυγερόκορμες Αριές, μας φέρνει στο Μενίδι (4). Μοναδική είναι η θέα από το ξύλινο παρατηρητήριο απέναντι (4), προς τη λιμνοθάλασσα ’γριλος (7), και το ακρωτήρι της Κόπραινας (6), ενώ στις εκβολές του Αράχθου (8), τα νερά του ποταμού βυθίζονται νωχελικά μέσα στις μενεξεδιές αποχρώσεις του δειλινού.
Περίπου 11 χλμ. πριν φθάσουμε στην Άρτα, εγκαταλείπουμε για λίγο την εθνική οδό και ακολουθούμε το δρόμο προς τις Συκιές (5). Συνεχίζοντας νότια φθάνουμε στο λιμάνι της Κόπραινας (6), (παλαιό επίνειο της ’ρτας), στα αναπαλαιωμένα κτίρια της οποίας στεγάζεται το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κόπραινας (6). ‘Ένα χιλιόμετρο μακρύτερα δεσπόζει επιβλητικά ο Φάρος, ενώ μια βόλτα μέχρι τη γειτονική λιμνοθάλασσα ’γριλος (7), μας χαρίζει μια πρώτη γεύση του ορνιθολογικού πλούτου της περιοχής, όλες τις εποχές του χρόνου : ερωδιοί και χαραδριόμορφα την άνοιξη πάνω και γύρω από τα νησάκια της λιμνοθάλασσας με τη χαρακτηριστική αλοφυτική βλάστηση, νανογλάρονα, ποταμογλάρονα και θαλασσοσφυριχτές το καλοκαίρι, ο μεγαλοπρεπής θαλασσαετός και αλκυόνες κατά τη μετανάστευση και εκατοντάδες αφρόπαπιες (σουβλόπαπιες, πρασινοκέφαλες) το χειμώνα.
Από τις Συκιές (5), ο δρόμος οδηγεί στο χωριό Κομμένο (9), στις ανατολικές όχθες του Αράχθου απ’ όπου μπορούμε να επισκεφθούμε τον υγρότοπο του Πλαματερού (10). Εδώ, τους θαμνώνες με αρμυρίκια διαδέχονται εκτεταμένα αλίπεδα, αλμυρόβαλτοι, ρηχές ακτές και λασποτόπια που την άνοιξη φιλοξενούν δεκάδες χιλιάδες παρυδάτια, όπως δρεπανοσκαλίδρες, λασποσκαλίδρες, οχθοτούρλια, νανόγλαρους και νανογλάρονα, ενώ την ησυχία του μεσημεριού συχνά διακόπτει η χαρακτηριστική φωνή ενός κραυγαετού. Εδώ επίσης τρέφονται κύκνοι, πελεκάνοι, χιλιάδες παπιά και εκατοντάδες ερωδιόμορφα (σταχτοτσικνιάδες, λευκοτσικνιάδες, αργυροτσικνιάδες). Την ίδια διαδοχή βλάστησης και είδη πουλιών με σημαντικές όμως αποικίες ποταμογλάρονων και νανογλάρονων, θα συναντήσουμε στις παλιές εκβολές του Αράχθου (12), τις οποίες προσεγγίζουμε μέσω Νεοχωρίου (11), περνώντας απ’ τη γέφυρα. Χαρακτηριστικοί είναι οι κλειστοί ορμίσκοι, απομεινάρια της παλαιάς κοίτης. Από το Νεοχώρι (11) διασχίζοντας αρχικά πορτοκαλεώνες, και έπειτα εκτεταμένα αλίπεδα, φθάνουμε στις λιμνοθάλασσες Κόφτρα και Παλιομπούκα (13). Ένας μικρός καλαμιώνας πλαισιώνει τμήμα της παλαιάς κοίτης του ποταμού ενώ εδώ φωλιάζουν τα χειμωνογλάρονα. Στη μετανάστευση συχνή είναι η παρουσία κραυγαετών και ψαραετών, ενώ το χειμώνα κυρίαρχος των βάλτων είναι ο στικταετός. Οι λιμνοθάλασσες λειτουργούν σαν εκτατικά ιχθυοτροφεία με διβάρια, δηλαδή ανοίγματα προς τον κόλπο με ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις, τις οποίες διαχειρίζεται τοπικός αλιευτικός συνεταιρισμός. Στην αμμονησίδα Καλόγερος, που απλώνεται ανάμεσα στις δύο λιμνοθάλασσες, έρχονται και ξεκουράζονται τις πρωινές και μεσημεριανές ώρες αρκετοί αργυροπελεκάνοι.

Από τo Νεoχώρι (11 ) αφού επισκεφτούμε το παραποτάμιο παρκάκι δίπλα στη γέφυρα προς την ’ρτα (15) ακολουθούμε το δρόμο κατά μήκος της δυτικής όχθης του Αράχθου, που στην Ακροποταμιά (14) πλαισιώνεται από πλούσιο παραποτάμιο δάσος με ιτιές, πλατάνια και ασημόλευκες. Στην ’ρτα (15), εκτός από το θρυλικό Γιοφύρι (15), υπάρχουν πολλά αρχαία μνημεία (αρχαίο θέατρο, τμήμα vαού του Απόλλωνα, τμήματα του αρχαίου τείχους) καθώς και πλήθος βυζαντινών και μεταβυζαντινών εκκλησιών (Παρηγορήτισσα, Αγία Θεοδώρα, ’γ. Βασίλειος).
Ο δρόμος προς τους Κωστακιούς (16), διασχίζει την καρδιά της Αρτινής πεδιάδας που στις αρχές Μαίου πλημμυρίζει από το μεθυστικό άρωμα των ανθισμένων πορτοκαλεώνων. Οι καλλιέργειες, εναλλάσσονται με θαμνοφράχτες και διάσπαρτα δασύλλια από αιωνόβιες βελανιδιές, φράξους και φτελιές, σχηματίζοντας μαζί με τη βλάστηση των καναλιών, ένα πολύτιμο δίκτυο φυσικών φραχτών όπου καταφεύγει η άγρια ζωή.

Από το Ψαθοτόπι (17) υπάρχουν δύο διαδρομές. Ακολουθώντας την πρώτη φθάνουμε στη γέφυρα της αποστραγγιστικής τάφρου Φιδοκάστρου (18) και χωρίς να την περάσουμε, ακολουθούμε το χωματόδρομο προς τα νότια. Προορισμός μας είναι τα ερείπια της ακρόπολης Φειδοκάστρου (19), που ήταν παλιά ένα από τα μεγαλιθικά κτίσματα που φρουρούσαν την αρχαία Αμβρακία. Δυστυχώς, η διαδρομή αυτή πλαισιώνεται από αρκετές μονάδες εντατικής ιχθυοκαλλιέργειας, πολλές από τις οποίες κατασκευάστηκαν μέσα στον υγρότοπο τη δεκαετία του 1980, καταστρέφοντας πολύτιμο τμήμα του. Αυτό άλλωστε φαίνεται και άπο τις διαφορετικές μορφές βλάστησης γύρω από τα ιχθυοτροφεία όπου τα εκτεταμένα αλίπεδα εναλλάσσονται με θαμνώνες αρμυρικιών ανατολικά της τάφρου (προς Νεοχώρι), και με καλαμιώνες δυτικά (προς Λογαρού). Η ποικιλία βιοτόπων συνοδεύεται από εφάμιλλη ποικιλία πουλιών. Την άνοιξη κυριαρχούν χουλιαρομύτες, χαλκόκοτες, τσικνιάδες, νεροχελίδονα και καλαμοκανάδες, ενώ το χειμώνα, οι χαμηλές πτήσεις καλαμόκιρκων και βαλτόκιρκων σηκώνουν στον αέρα πανικόβλητα σμήνη από φαλαρίδες και κιρκίρια. Εδώ, βρίσκουν προσωρινό καταφύγιο στη μετανάστευση χιλιάδες παρυδάτια καθώς και φιδαετοί, στικταετοί και κραυγαετοί. Αξιοσημείωτη είναι και η ποικιλία των αμφίβιων (τρίτωνες, πρασινόφρυνοι, βάτραχοι), των φιδιών και των χελωνών. Σε ολόκληρη την περιοχή, του υγροτόπου και περιμετρικά κυκλοφορούν – κυρίως τις νυχτερινές ώρες νυφίτσες, κουνάβια και ασβοί, ενώ όλο και κάποια αλεπού θα πετύχουν οι προβολείς του αυτοκινήτου μας πάνω στον επαρχιακό δρόμο, λίγο πριν χαθεί μέσα στα χωράφια.
Η δεύτερη εναλλακτική διαδρομή από το Ψαθοτόπι (17), οδηγεί στο Μύτικα (20) και από εκεί στις βόρειες όχθες της λιμνοθάλασσας Λογαρού. Στους αλμυρόβαλτους, στις νησίδες αλοφύτων μέσα στη λιμνοθάλασσα και στις ρηχές ακτές της, συγκεντρώνονται οι μεγαλύτεροι – μαζί με το Πλαματερό, πληθυσμοί παρυδάτιων πουλιών, κυρίως χαραδριόμοφα, μαυρογλάρονα και φοινικόπτερα (φλαμίγκος) ενώ εδώ βρίσκεται και ο σπουδαιότερος τόπος διατροφής των αργυροπελεκάνων. Στα νησάκια της λιμνοθάλασσας αλλά και στους αλμυρόβαλτους ανατολικά φωλιάζουν βαρβάρες, νανογλάρονα, ποταμογλάρονα, και καλαμοκανάδες, ενώ τρέφονται αβοκέτες και φοινικόπτερα, κυρίως το καλοκαίρι. Το χειμώνα, η Λογαρού μπορεί να χαρακτηριστεί παράδεισος των υδροβίων, αφού συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό παπιών και φαλαρίδων σε σχέση με τις υπόλοιπες λιμνοθάλασσες του κόλπου. Στη Λογαρού εξάλλου αναζητούν την τροφή τους τις δύσκολες μέρες του χειμώνα, αργυροπελεκάνοι αλλά και εκατοντάδες κορμοράνοι.

Η επάνοδος στον κεντρικό οδικό άξονα ΄Αρτας- Σαλαώρας (23) περνά μέσα από την Ανέζα (21 ). Κάθε άνοιξη οι πελαργοί με το χαρακτηριστικό ρυθμικό χτύπημα του ράμφους τους, που μοιάζει με καστανιέτες, μας υπενθυμίζουν το ξεκίνημα μιας νέας φωλιάς στις ίδιες πάντα θέσεις, είτε στο καμπαναριό της εκκλησίας, είτε σε κολόνες της ΔΕΗ δίπλα στην πλατεία, είτε στις σκέπες παλιών σπιτιών.
Βγαίνοντας στον κεντρικό οδικό άξονα και με κατεύθυνση προς τη Σαλαώρα (23), αγναντεύουμε τη λιμνοθάλασσα Λογαρού από τη δυτική πλευρά της. Στο βορειοδυτικό τμήμα, στη θέση Φραξόλακκα (22) υπάρχει μία εκτεταμένη νησίδα, όπου από τον Ιούνιο και μετά, ειδικά τις μεταμεσημβρινές ώρες, διακρίνονται διάσπαρτες μικρές και μεγάλες άσπρες κουκκίδες. Πρόκειται για αργυροπελεκάνους και καστανοκέφαλους γλάρους που μαζεύονται εδώ μετά το μεσημεριανό γεύμα για να κουρνιάσουν. Μπορούμε να τους δούμε και από τον κεντρικό οδικό άξονα με κιάλια ή τηλεσκόπιο. Κατά μήκος αυτού του δρόμου, τις καλλιέργειες διαδέχονται τα διάσπαρτα αρμυρίκια, τα αλίπεδα, οι αλμυρόβαλτοι και τα βαλτοτόπια, ενώ δυτικά του δρόμου αρχίζει να διακρίνεται ανάμεσα απ’ τα πυκνά καλάμια της αποστραγγιστικής τάφρου Σαλαώρας, η λιμνοθάλασσα Αυλερή (24).
Ανεβαίνοντας από το μονοπάτι στη κορυφή του λόφου της Σαλαώρας (23) που κυριολεκτικά ξεφυτρώνει ανάμεσα στις λιμνοθάλασσες, η ματιά απλώνεται παντού. Πέρα απ’ την πόλη της ’ρτας, τα Τζουμέρκα δεσπόζουν με τις χιονισμένες ακόμη και το καλοκαίρι- βουνοκορφές τους, ενώ τα φώτα της Βόνιτσας (50) αρχίζουν να φεγγοβολούν καθώς πέφτει το δειλινό. Από εδώ το χειμώνα μπορεί κανείς να απολαύσει δεκάδες χιλιάδες παπιά και φαλαρίδες που καταφεύγουν στη Λογαρού, ενώ την άνοιξη, πελεκάνοι και βαρβακίνες παίρνουν εδώ ύψος σαν αιωρόπτερα, εκμεταλλευόμενα τα θερμά ανοδικά ρεύματα αέρα που δημιουργούνται πάνω από τις πλαγιές του λόφου.
Στην Αυλερή (24), (το νότιο τμήμα της λιμνοθάλασσας Τσουκαλιό), φωλιάζουν εδώ και πολλά χρόνια, σε μεγάλο βαθμό χάρη στη θετική στάση και την υποστήριξη των ψαράδων του αλιευτικού συνεταιρισμού, οι αργυροπελεκάνοι. Είναι ένα είδος που απειλείται με εξαφάνιση σε παγκόσμια κλίμακα και τα απρόσιτα νησάκια των λιμνοθαλασσών του Αμβρακικού είναι n μόνη περιοχή της Ελλάδας (εκτός από τη Μικρή Πρέσπα) όπου βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο για να μεγαλώσουν τα μικρά τους. Επειδή φοβούνται τον άνθρωπο και με την παραμικρή ενόχληση εγκαταλείπουν τις φωλιές τους, η ομαλή ολοκλήρωση της αναπαραγωγής τους και η επιτυχημένη ανατροφή των νεοσσών τους, προϋποθέτει την απόλυτη απουσία ανθρώπων από τα νησάκια. Γι’ αυτό η παρατήρηση των πελεκάνων γίνεται από τη γέφυρα της Σαλαώρας ή από τη λουρονησίδα της Αυλερής, λίγα μέτρα πριν από το πρώτο Διβάρι των ψαράδων (24).
Εκτός από τους αργυροπελεκάνους, στα νησάκια της λιμνοθάλασσας φωλιάζουν πρασινοκέφαλες πάπιες, νανογλάρονα και ποταμογλάρονα, ενώ στα λασποτόπια και τους αλμυρόβαλτους της δυτικής πλευράς έχει παρατηρηθεί να σταθμεύει κατά τη μετανάστευση το πιο σπάνιο πουλί της Ευρώπης, η λεπτομύτα. Εδώ το χειμώνα τρέφονται κορμοράνοι, παπιά και φαλαρίδες, ενώ στις αρχές της άνοιξης, από τη μεριά του Κόλπου, το μελαγχολικό κάλεσμα από ένα λαμπροβούτι έρχεται να διακόψει ένα κοπάδι από παιχνιδιάρικα ρινοδέλφινα.
Στη Βάση του λόφου της Σαλαώρας και δίπλα στο ομώνυμο λιμανάκι, που επί τουρκοκρατίας ήταν σημαντικός εμπορικός κόμβος, δεσπόζει επιβλητικό το πρόσφατα ανακαινισμένο Κέντρο Έρευνας και Πληροφόρησης Σαλαώρας (23).
Ο δρόμος προς την Κορωνησία (25) κατασκευασμένος πάνω στη νοτιοδυτική λουρονησίδα της λιμνοθάλασσας Λογαρού πλαισιώνεται αριστερά και δεξιά από νερό. Από τη μεριά της λιμνοθάλασσας, αραιά και πού, ένας μοναχικός αργυροπελεκάνος βουτά επανειλημμένα το ράμφος του στο νερό ελπίζοντας να πιάσει κανένα χέλι. Πιο δίπλα, ένας ψαράς μέσα στη γάιτα του, εφαρμόζει κατά γράμμα την ίδια τεχνική καρφώνοντας με δεξιοτεχνία στο βυθό το καμάκι του. Από τη μεριά της θάλασσας με τα 33 είδη ψαριών, σμήνη γλάρων γυροπετούν πάνω από κάποια ψαρόβαρκα που ξεψαρίζει, ενώ στην ηρεμία του πρωινού μπορεί κανείς vα αφουγκραστεί τις αναπνοές μιας θαλάσσιας χελώνας που ρυθμικά αναδύεται στην επιφάνεια του νερού. Η Κορωνησία (25) με τον ομώνυμο γραφικό οικισμό, το μεταβυζαντινό ναό του παλιού μοναστηριού της Γεννήσεως της Θεοτόκοι (7ος αιώνας), το ναό του Αγ.Ονούφριου και τα ερείπια του Κάστρου Κούλιας πάνω στο λόφο με τους ελαιώνες, βρίσκεται στο γεωμετρικό κέντρο του Κόλπου. Ιδιαίτερης αξίας είναι οι παραλίες της, που όπως και οι λουρονησίδες, καλύπτονται από όστρακα, ενώ ένας περίπατος μέσα από τον, ελαιώνα θα μας οδηγήσει στη μικρή λιμνοθάλασσα Σακουλέτσι (25).
Από τον κεντρικό οδικό άξονα, περνώντας μέσα απ’ τον οικισμό της Βίγλας (26) και με κατεύθυνση προς το Μαυροβούνι (28), προσπερνάμε τον Κοψιά (27) με τη μεγάλη ποικιλία βλάστησης αποτελούμενη από καλαμιώνες, υγρολίβαδα, αλμυρόβαλτους και λασποτόπια, όπου παλιότερα τρέφονταν ο θαλασσαετός. Εδώ φωλιάζουν οι περισσότεροι καλαμοκανάδες του Αμβρακικού καθώς και νερόκοτες, ενώ την άνοιξη σταθμεύουν χαλκόκοτες και χουλιαρομύτες. Βρισκόμαστε ήδη στις νότιες πλαγιές του Μαυροβουνίου (28), του μεγαλύτερου ορεινού όγκου στη περιοχή των λιμνοθαλασσών του βόρειου Αμβρακικού, με τις αιωνόβιες βελανιδιές, τις φτελιές και τους σκληρόφυλλους θαμνώνες. Το συχνό πέταγμα του φιδαετού εδώ, όπως και στους λόφους της ευρύτερης περιοχής του υγροτόπου, μαρτυρεί την πλούσια ερπετοπανίδα (γύρω στα 20 είδη), ενώ στους φρυγανότοπους και στη μακρά βλάστηση έχουν καταγραφεί 25 και 35 είδη φυτών αντίστοιχα.
Στο τέλος του δρόμου, το μεταβυζαντινό μοναστήρι της Παναγίας της Ροδιάς (28) δεσπόζει πάνω από την ομώνυμη λιμνοθάλασσα, η οποία είναι η βαθύτερη από όλες του κόλπου (3 μ.). Εδώ το χειμώνα τρέφονται δεκάδες χιλιάδες παπιά (σουβλόπαπιες, χουλιαρόπαπιες, κιρκίρια, κυνηγόπαπιες) και φαλαρίδες, ενώ από τους γειτονικούς βάλτους περνούν την άνοιξη πολλά χαραδριόμορφα. Τα άλλοτε πολυάριθμα τσακάλια του Μαυροβουνίου φαίνεται ότι έχουν μειωθεί, ωστόσο την άνοιξη, οι βουνοπλαγιές ακόμη αντηχούν από τα ερωτικά τους καλέσματα.
Από τη Βίγλα (26) και περνώντας πάλι στον κεντρικό οδικό άξονα διανύουμε μέσω Πολυδρόσου (29) τις βορειοανατολικές πλαγιές του Μαυροβουνίου, όπου άλλοτε φώλιαζε ο θαλασσαετός. Έξω από τη Νέα Κερασούντα (30), ακολουθώντας ένα στενό πέρασμα φθάνουμε σ’ ένα παραμυθένιο σκηνικό: το Κάστρο των Ρωγών (30), ένα (από τα τρία μεγαλιθικά κάστρα που φρουρούσαν την αρχαία Αμβρακία, μαζί με το μεταβυζαντινό ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου (30) στη κορυφή, δεσπόζει αγέρωχα πάνω από τον ποταμό Λούρο που στο σημείο αυτό ακολουθεί μαιανδρική διαδρομή. Πριν από τις αποξηράνσεις του 1950, οι γύρω βάλτοι και ο ποταμός αποτελούσαν φυσικό οχύρωμα. Τα υπολείμματα παρόχθιας βλάστησης με φτελιές, ιτιές και φράξους μας δίνουν μια ιδέα του άλλοτε απέραντου παραποτάμιου δάσους εκατοντάδων στρεμμάτων που κάλυπτε την περιοχή.
Από την κορυφή του Κάστρου, φαίνεται πανοραμικά ο Λόφος του Προφήτη Ηλία (31) με την ομώνυμη μονή, τις αραιές βελανιδιές, τις ασφάκες, τις κουτσουπιές, και τα απόκρημνα βράχια, όπου τις πρωινές κυρίως ώρες, οι διαπεραστικές κραυγές των αρπακτικών που γυροπετούν (όρνια, σπιζαετοί και βαρβακίνες), τραβούν το βλέμμα μας προς τον ουρανό. Εδώ έχει παρατηρηθεί και ο χρυσαετός, ενώ φωλιάζουν βουνοσταχτάρες, και βραχοτσοπανάκοι.
Από τον κεντρικό οδικό άξονα και μέσα από την κοινότητα Πέτρας (32) υπάρχει μονοπάτι που οδηγεί στο ανατολικό ανάχωμα του ποταμού Λούρου. Διασχίζοντας έναν παράδεισο για την υδρόβια ζωή, με υγρολίβαδα και τέλματα στα νούφαρα στολισμένα, φτάνουμε στις πλούσιες δενδροσυστάδες του παραποτάμιου δάσους του Αγ. Βαρνάβα (33) (έναντι της κοινότητας Λούρου). Στα αιωνόβια πλατάνια, στους τεράστιους φράξους, στις φτελιές και στις ασημόλευκες φωλιάζουν ή τρέφονται εκατοντάδες λευκοτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες, κρυπτοτσικνιάδες και πελαργοί, ενώ την άνοιξη συχνή είναι η παρουσία της χαλκόκοτας. Η πρόσβαση γίνεται και από τον κεντρικό οδικό άξονα, δίνοντας τη δυνατότητα για μια επίσκεψη στο μεταβυζαντινό ναό του Αγ. Βαρνάβα (33). Ανατολικά, εκτείνεται απέραντος ο Βάλτος της Ροδιάς (34) με το μεγαλύτερο σε έκταση καλαμιώνα στην Ελλάδα. Εδώ φωλιάζουν νυχτοκόρακες, λευκοτσικνιάδες μικροτσικνιάδες, χουλιαρομύτες, καλαμόρκιρκοι και η παγκόσμια απειλούμενη με εξαφάνιση βαλτόπαπια, ενώ περιστασιακή είναι η παρουσία της επίσης παγκόσμια απειλούμενης λαγγόνας. Στους βάλτους κυκλοφορούν το βράδυ κουνάβια, νυφίτσες, και τσακάλια, ενώ μέχρι το 1970 υπήρχαν και αγριογούρουνα!
Ανηφορίζοντας το Λόφο της Αγ. Αικατερίνης (36), έξω από τη κοινότητα Στρογγυλής (35), το μονοπάτι περνά από ασβεστολιθικό σχηματισμό με κοφτερές πέτρες που εξέχουν σαν μαχαίρια προς τον ουρανό. Στο τέλος του μονοπατιού, από το λιθόκτιστο Παρατηρητήριο (36) αποκαλύπτονται η μικρή λιμνοθάλασσα Τσουκαλού (37), με μεγάλη παραγωγή χελιών και χιλιάδες πάπιες και φαλαρίδες στο ξεχειμώνιασμα, και η λιμνοθάλασσα Ροδιάς (34).
Νοτιοδυτικά των εκβολών του ποταμού Λούρου, κάτω από την Ιερά Μονή Προφήτη Ηλία στα Φλάμπουρα (38), απλώνεται η λιμνοθάλασσα Τσιοπέλι (39). Εδώ τρέφονται το χειμώνα κυρίως πάπιες, κορμοράνοι και χουλιαρομύτες, ενώ τακτικά ψαρεύουν την άνοιξη αρκετοί αργυροπελεκάνοι. Από την πλευρά της εθνικής οδού παρατηρούμε αεικίνητους τους καλαμοκανάδες, τα νανογλάρονα και τις πρασινοκέφαλες πάνω στα διάσπαρτα νησάκια της λιμνοθάλασσας καθώς φτιάχνουν τις φωλιές τους τις αρχές της άνοιξης, ενώ ένας περίπατος από το μονοπάτι βόρεια της λιμνοθάλασσας μας φέρνει στις εκβολές του ποταμού με την εντυπωσιακή παρόχθια βλάστηση και στο διβάρι του εκτατικού αυτού ιχθυοτροφείου.
Πιο νότια, η λιμνοθάλασσα Μάζωμα (40) επίσης εκτατικό ιχθυοτροφείο, φιλοξενεί το χειμώνα μεταναστευτικά πουλιά (μαυροβουτηχτάρια, φαλαρίδες, κορμοράνοι), ενώ την άνοιξη περιστασιακά έρχονται να γευματίσουν αρκετοί ερωδιοί και συχνά φοινικόπτερα. Η λιμνοθάλασσα περιστοιχίζεται από δάσος με φράξους και φτελιές στα βόρεια (41) και από ανοιχτά χορτολίβαδα στα δυτικά, όπου το χειμώνα συχνάζουν κελάδες και καλημάνες. Από την άλλη πλευρά της εθνικής οδού, τα ερείπια της αρχαίας Νικόπολης (42) με το μοναδικό για τα δεδομένα της εποχής υδραγωγείο, δεσπόζουν της λιμνοθάλασσας, ενώ παράκαμψη της εθνικής οδηγεί στις αμμώδεις παραλίες του Ιονίου πελάγους (43).
Στο Νεοχώρι Πρεβέζης (44) υπάρχει το Μουσείο Μικροπανίδας ενώ τη χαρά μιας περιήγησης στις εκβολές του Λούρου, ή στη Λασκάρα (46) όπου η μπάφα (αυγωμένος κέφαλος) ψαρεύεται ακόμα με το παραδοσιακό “νταλιάνι”, προσφέρουν τα ψαροκάικα στο λιμάνι της Πρέβεζας (45). Στην απέναντι ακτή υπάρχει το λιμάνι του αρχαίου Ανακτορίου, το ’κτιο (47) με λείψανα ιερού του Ακτίου Απόλλωνα. Προσπερνώντας τον αεροδιάδρομο φθάνουμε στη λιμνοθάλασσα Σάλτινη (48) με αμμοθίνες και αμμόφιλη βλάστηση προς τα δυτικά, σχηματισμός μοναδικός για την περιοχή του Αμβρακικού. Εδώ έρχονται φοινικόπτερα, πελεκάνοι, κύκνοι και διάφορα είδη τσικνιάδων για να τραφούν, ενώ την άνοιξη περνούν πολλά χαραδριόμορφα. Στη λιμνοθάλασσα Μυρτάρι (49) έξω από τη Βόνιτσα (50), σταθμεύουν το χειμώνα κυρίως φαλαρίδες και βουτηχτάρια, ενώ λίγο πιο νότια στους εκτεταμένους καλαμιώνες της λίμνης Βουλακριάς την ηρεμία των τσικνιάδων έρχεται πού και πού να διακόψει το πέταγμα ενός καλαμόρκιρκου.

πηγή : eurovillages.info