Γιάννης Γιαννακόπουλος : «Ποτέ με σταυρωμένα τα χέρια»

Σήμερα συνταξιούχος και παππούς, αλλά μέχρι πρότινος ένας από τους σημαντικότερους τροφοδότες καναλιών εθνικής εμβέλειας σε επαρχιακά θέματα, καθώς, πάνω απ’ όλα, ήταν αλλά και εξακολουθεί να είναι ένας αθεράπευτος εραστής της φωτογραφικής μηχανής και της κάμερας

Συνέντευξη στη ΓΕΩΡΓΙΑ ΛΙΝΑΡΔΟΥ πηγή enet.gr

Ο Γιάννης Γιαννακόπουλος είναι συνταξιούχος υπάλληλος του ΟΤΕ, παππούς και μέχρι πρότινος ένας από τους σημαντικότερους τροφοδότες καναλιών εθνικής εμβέλειας σε επαρχιακά θέματα.

Με βάση το Αγρίνιο, αυτός ο άνθρωπος που είδε θάλασσα στα 18, περιέσωσε την αθωότητά του σε έναν σκληρό, σχεδόν ανελέητο κόσμο -αυτόν της τηλεόρασης- για τρεις λόγους: είναι ειλικρινής, αγαπά τον τόπο του και παραμένει… ερασιτέχνης.Κάθε που τελείωνε τη δουλειά του στο σταθμό των Ακαρνανικών Ορέων, το μεγαλύτερο σε τηλεοπτικές μεταδόσεις προς και από την Ευρώπη, έπαιρνε φωτογραφική μηχανή και κάμερα κι έτρεχε όπου πίστευε πως υπήρχε «θέμα». Και τα θέματα του κυρίου Γιάννη είχαν μία κοινή συνισταμένη: σέβονταν και αναδείκνυαν τον άνθρωπο. «Επισκέφτηκα πολλά μέρη της Ελλάδας και κατέγραψα στοιχεία άγνωστα ή λησμονημένα».Ακόμη και σήμερα νιώθει όπως τότε που ήταν μαθητής στην Γ’ Δημοτικού -σε μια εποχή σκληρής ανέχειας- και ο νονός του τού έδωσε «70 ολόκληρες δραχμές!»

Με μια κάμερα στο χέρι
Ηταν σίγουρος πως θα τα πάρει η μάνα του για να του αγοράσει καινούργιο παντελόνι. Την πρόλαβε κι αγόρασε μια φωτογραφική μηχανή που είχε «χαλβαδιάσει στο περίπτερο». Εφαγε το «ξύλο της χρονιάς», θυμάται ο πιτσιρικάς του μεταπολεμικού Αγρινίου που τότε θύμωσε πολύ: «Αϊ στο διάολο, θα σηκωθώ να φύγω από το σπίτι!».

Δεν έφυγε. Εμεινε και από τα εννέα του χρόνια (1958) έως τα 16 του (1965) φωτογράφιζε την καθημερινότητα της πόλης με μία φορμά 120, ασπρόμαυρη.Οταν επέστρεψε από φαντάρος, τις αναζήτησε. Πουθενά οι φωτογραφίες. «Ως διά μαγείας εξαφανίστηκαν!» θυμάται με παράπονο. Ακόμη και σήμερα, η απώλεια του πολύτιμου ιστορικού θησαυρού παραμένει μυστήριο. Ανάμεσα στις φωτογραφίες, υπήρχαν μερικές από ένα θίασο που έπαιξε τον «Ερωτόκριτο» στην περιοχή με σκοπό να συγκεντρωθούν χρήματα για την ανέγερση της εκκλησίας του Αγίου Χριστοφόρου, πολιούχου της πόλης. Στους ηθοποιούς -επιτρέπονταν μόνον άντρες- ήταν και ο παππούς του.

Θυμάται την πόλη του με χωμάτινους δρόμους, με γυναίκες που κουβαλούσαν νερό από τις δημόσιες βρύσες και τους πολύ λίγους που είχαν στο σπιτικό τους «ρεύμα των 125», ίσα για το φωτισμό. Τα περισσότερα σπίτια φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου…

«Η κοινωνική ζωή πρωτίστως εκφραζόταν μέσα από τον Παναιτωλικό», θυμάται. Η ποδοσφαιρική ομάδα του Αγρινίου λειτουργούσε μέχρι και νυχτερινό Δημοτικό σχολείο για μαθητές που δεν είχαν άλλη δυνατότητα, γιατί δούλευαν στα καπνά. Στην περιοχή λειτουργούσαν πέντε με έξι μεγάλες καπναποθήκες.

«Μέχρι τα 18 δεν ήξερα τι χρώμα έχει η θάλασσα», θυμάται. Δούλευε σκληρά.

– Οταν την πρωταντικρίσατε;
«Δεν μπήκα, νόμιζα ότι θα πνιγώ!». Ακόμη και σήμερα τον ακολουθεί η νεανική του φοβία.
Τελειώνει το Οικονομικό Γυμνάσιο. «Ηθελα να γίνω αεροπόρος», λέει.

1968, η χούντα είναι στο φόρτε της! Μόλις που άντεξε ένα οκτάμηνο. «Δεν θέλω να μου δίνει εντολές κανένας! Πώς θα το κάνουμε τώρα;», ξεσπαθώνει ξαναζώντας τη ζωή του στα προηγούμενα κινηματογραφικά της καρέ…

Εκείνη η περίοδος του χάρισε έναν πολύτιμο φίλο, τον Γιάννη Πουντουράκη, φοιτητή στο τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Πατρών, μετέπειτα καθηγητή στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και έναν από τους υποκινητές των γεγονότων του Πολυτεχνείου στην Πάτρα. Ο φίλος του έφυγε πρόσφατα από τη ζωή και η απουσία του κοστίζει.

Επόμενη στάση: βοηθός τοπογράφου στην πρώτη χάραξη της Εγνατίας στο τμήμα Καβάλας-Γρεβενών. Ούτε αυτό του άρεσε. Ακολουθεί κι άλλη δουλειά, υπάλληλος στην Εφορία. «Εκεί ήταν που δεν έκανα με τίποτα»!
Καταλήγει σπουδαστής στην Ανωτέρα Σχολή Ηλεκτρονικών της Σιβιτανιδείου και πιάνει δουλειά στον ΟΤΕ.

«Από τότε ξεκινά η καλύτερη περίοδος της ζωής μου».
Τη φωτογραφία δεν την εγκαταλείπει. Καταγράφει τα πάντα ως μέλος του δ.σ. του Πνευματικού Κέντρου της πόλης. Το 1985 ως συνδικαλιστής της ΠΕΤΕΜ ΟΤΕ, πηγαίνει στην εκπομπή «Ρεπόρτερς» που προβάλλεται από την ΕΡΤ και συναντά τον Γ. Δημαρά με αίτημα να γίνει ρεπορτάζ για τους υπαλλήλους του ΟΤΕ που εργάζονται σε διάφορους σταθμούς στις βουνοκορφές της χώρας σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.

Γνωριμία με την τηλεόραση
Ηταν η πρώτη του γνωριμία με την τηλεόραση. Η δεύτερη, όμως, ήταν καθοριστική. Από μία τυχαία συνάντηση, γνωρίζεται με τον οπερατέρ Αγγελο Ιατρού, ο οποίος τον μυεί στην κάμερα. «Με μία ερασιτεχνική κάμερα έκανα διάφορες λήψεις με στόχο την προβολή της περιοχής μου». Ξεκινά συνεργασία με την ΕΡΤ, έρχεται το Mega και η εκπομπή «Πρωινό Παράθυρο». Ακολουθούν κι άλλα κανάλια εθνικής εμβέλειας. Ομως μένει πιστός στο τοπικό κανάλι του Αχελώου. Τελευταίος σταθμός, η εκπομπή «Κοινωνία ώρα Mega».

Για όλους έχει έναν καλό λόγο. Και για την τηλεόραση; «Θέλει επαναπροσδιορισμό».

Το 1993 ήταν ο πρώτος που κατέγραψε το τραγικό δυστύχημα με το θάνατο τεσσάρων μαθητών από το Μπραχάμι στη γέφυρα του Αχελώου. Του πρόσφεραν χρήματα για τις εικόνες, αλλά… «εγώ χρήματα από αίμα δεν παίρνω».
«Από τη μικρή φωτογραφική μηχανή, έφτασα να γίνω οπερατέρ. Ούτε κατάλαβα πώς. Ισως να υπήρχε εσωτερική προδιάθεση και όταν δόθηκε η ευκαιρία, δεν την άφησα να πάει χαμένη», λέει. «Ολα αυτά τα χρόνια σε ό,τι αφορά τη δημοσιογραφία, υπήρξα ερασιτέχνης με πολλούς αυτοσχεδιασμούς πέρα από τους κανόνες. Τώρα όλο αυτό μου φαίνεται σαν όνειρο».

Στα 64 πια τι όνειρα έχει;
«Βρίσκομαι σε φάση “καταστολής”, που νομίζω πως θα ξεπεραστεί σύντομα. Δεν μπορώ να σπαταλώ το χρόνο μου άσκοπα και δεν θεωρώ το καφενείο λύση».

Αν του ζητούσα να βάλει έναν τίτλο στη ζωή του, θεωρώ πως μόνον έναν θα επέλεγε… «Ποτέ με σταυρωμένα χέρια»!