Η σημασία του Κυριακάτικου πρωινού

Γράφει η Αρετή
http://arty-dos.blogspot.gr/

Η αγωνία της να μην βραχεί η άκρη του άσπρου φουστανιού, απασχολούσε πια περισσότερο το μυαλό της. Περπατούσε αργά, βουλιάζοντας τις πατούσες της στην άμμο. Ενώ ήθελε πολύ η φιγούρα της να μοιάζει σε γυναίκα μελαγχολική και μοναχική, η όλη εμμονή με το φουστάνι, χαλούσε την όλη ατμόσφαιρα.

Η γροθιά της σφιχτή. Είχε μαζέψει μέσα της όσο πιο πολύ ύφασμα μπορούσε. Το φουστάνι. Το άσπρο φουστάνι.
Περπάτησε για περίπου μισή ώρα και μετά σκέφτηκε πως ήταν η στιγμή να φύγει. Κανείς δεν την έβλεπε και είχε ήδη σκοτεινιάσει αρκετά.
Ζήλεψε κάτι φωνές κοριτσιών που έρχονταν από μακριά. Μάλλον έκαναν νυχτερινό μπάνιο και ενώ αυτή φοβάται και τον ίσκιο της στο νερό. Σκεφτόταν πως ποτέ δεν θα μπορούσε να ευχαριστηθεί ένα νυχτερινό μπάνιο και ν’ αντέξει να κολυμπήσει τόσο βαθειά που να μην βλέπει τον πυθμένα της θάλασσας.
Η Μυρτώ, η κοπέλα με το άσπρο φουστάνι, αγαπούσε τα ποιήματα αλλά φοβόταν τους ποιητές. Αγαπούσε τα ταξίδια μα φοβόταν τ’ αεροπλάνα. Οι στίχοι της θύμιζαν τον λυρισμό ενός απελπισμένου εραστή που ερωτεύονταν απλά για ν’ απελπίζεται και να γράφει.
Στο δρόμο για το σπίτι ένιωσε το χέρι της να μουδιάζει μα δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή ν’ αφήσει το φουστάνι. Καθώς περπατούσε της φάνηκε πως μύρισε το άρωμά του. Αναστέναξε και είπε:
“Να γράψω κάτι γι’ αυτό, για την δύναμη της μνήμης, για την δύναμη της μνήμης να θυμάται κάτι άυλο που ξυπνά το σώμα μόνο με την σκέψη”.

Στο σπίτι, δεν ξάπλωσε μέχρι να τακτοποιήσει τα βιβλία στο κομοδίνο της, να πλύνει τα πιάτα και να στρώσει το κρεβάτι πριν να χωθεί στο πάπλωμά της. Όλα σε τάξη• τουλάχιστον εξωτερικά.
Το πρωί, χτενίζοντας τα μαλλιά της σκέφτηκε πως ο ζεστός καφές την Κυριακή το πρωί είναι η ευτυχία και η ελπίδα της απελπισίας των ανθρώπων που κοιμήθηκαν μόνοι το Σάββατο.
Σάββατο βράδυ, το προηγούμενο βράδυ, τα σεντόνια κρύα, η μια μεριά του κρεβατιού άδεια, στίχοι ελπιδοφόροι και απελπισμένοι. Σάββατο βράδυ, όπως και κάθε βράδυ η Μυρτώ κλείνει τα μάτια και εύχεται…
Ν’ αφήσει το άσπρο φουστάνι, να μεθύσει σ’ ένα αεροπλάνο, ν’ αγαπήσει και να δει πως πετάει μακριά της ενώ χαμογελά ένας ποιητής, να βουτήξει στα βαθειά.
Η Μυρτώ εύχεται μα δεν πιστεύει αρκετά. Κλείνει τα μάτια και ονειρεύεται την ώρα του πρωινού Κυριακάτικου καφέ. Ξυπνά και το φλιτζάνι καίει τα χείλη της. Δεν είναι αυτό το πρώτο νεύμα στην ελευθερία;