Ξέσπασε «πόλεμος» για τα κεφάλαια των τραπεζών

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι εκτιμήσεις των τραπεζικών διοικήσεων για το άμεσο μέλλον του κλάδου και οι αντίστοιχες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι οποίες δημιουργούν κλίμα σύγχυσης, την ώρα που η απόφαση του Eurogroup «ξεκλειδώνει» σημαντικές εξελίξεις που περιμένει καιρό η αγορά.

Πρόκειται για μία άτυπη κόντρα που έχει παρελθόν και απ’ ότι φαίνεται θα έχει και μέλλον, αφού είναι γνωστή η επιμονή του ΔΝΤ την άνοιξη του 2014 να ανεβάσει τον «λογαριασμό» της BlackRock κατά 3 δισ. ευρώ και η αντίδραση του διοικητή της ΤτΕ Γιώργου Προβόπουλου. Όπως και τότε, έτσι και τώρα η διαφορά στις εκτιμήσεις σχετίζεται με τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.Από τη μία πλευρά, οι ελληνικές τράπεζες υποστηρίζουν ότι είναι έτοιμες να αξιοποιήσουν στο έπακρο την αλληλουχία θετικών εξελίξεων που φέρνει η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, κάνοντας το πρώτο μεγάλο βήμα για την ανάκαμψη της οικονομίας και την σταδιακή έξοδο από την κρίση.

Εμφανίζονται, μάλιστα, έτοιμες να επιταχύνουν τόσο τις προσπάθειες διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων όσο και τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων. Θεωρούν ότι η επαναφορά του waiver (της εξαίρεσης για τα ελληνικά ενέχυρα που επιτρέπει φθηνότερο δανεισμό από την ΕΚΤ) και η συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα οδηγήσουν σε βελτίωση των συνθηκών και ταχύτερη άρση των capital controls. Σε συνδυασμό, δε, με την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και την αποπληρωμή χρεών του δημοσίου, εκτιμάται ότι η οικονομία θα μπει σε σταθερή τροχιά πολύ πιο γρήγορα από τις εκτιμήσεις.

Απαντούν, παράλληλα, στο ΔΝΤ, ότι είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες και διαθέτουν υψηλή κάλυψη των επισφαλών απαιτήσεων. Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του προέδρου της Eurobank, κ. Νίκου Καραμούζη, ο οποίος από το βήμα του συνεδρίου του ΣΕΒ, εξέφρασε την απορία του για τις αναλύσεις του ΔΝΤ, τονίζοντας ότι οι εγχώριοι όμιλοι έχουν περάσει τρία stress test και έχουν ενισχυθεί κεφαλαιακά λαμβάνοντας υπόψη το δυσμενές σενάριο. Μάλιστα, ο κ. Καραμούζης υπογράμμισε ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι πολιτικό και όχι τραπεζικό.

Στο ίδιο μήκος κύματος, τραπεζικά στελέχη χαρακτηρίζουν υπερβολικές τις «προβολές» του Ταμείου υπογραμμίζοντας ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν περάσει από το μικροσκόπιο της ΕΚΤ περισσότερο από κάθε άλλο τραπεζικό σύστημα στην Ευρώπη και ότι θα κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να στηρίξουν την ανάπτυξη.Στον αντίποδα, το ΔΝΤ χαρακτηρίζει πολύ φιλόδοξους στους στόχους για την ανάπτυξη και εκτιμά ότι οι τράπεζες αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα προβλήματα (μεγάλος όγκος NPLs, μεγάλο ποσοστό κεφαλαίων που αναλογούν σε αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις -DTAs) τα οποία δεν θα τους επιτρέψουν να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία στο βαθμό που χρειάζεται.

Την αρχή στη νέα κόντρα που έχει ξεσπάσει μεταξύ του ΔΝΤ και των ελληνικών τραπεζών έκανε ξανά ο Poul Thomsen, ο οποίος δεν είχε μείνει ευχαριστημένος με την ανακεφαλαιοποίηση του περασμένου Δεκεμβρίου. Την περασμένη Παρασκευή έγγραφο του Ταμείου επανέφερε το θέμα, αναφέροντας ότι οι ελληνικοί πιστωτικοί όμιλοι θα χρειαστούν νέα ανακεφαλαιοποίηση, λόγω του υψηλού ποσοστού «κόκκινων» δανείων και των χαμηλής ποιότητας κεφαλαίων.

Στην έκθεση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, που δόθηκε στη δημοσιότητα τη Δευτέρα, το ΔΝΤ έκανε πιο συγκεκριμένες τις προβλέψεις του, κάνοντας λόγο για την ανάγκη κεφαλαιακού αποθέματος 10 δισ. ευρώ για τις τράπεζες, που αντιστοιχούν στο μισό των κεφαλαίων που αναλογούν στον αναβαλλόμενο φόρο.Ωστόσο, οι συγγραφείς της έκθεσης δεν έμειναν εκεί. Το ΔΝΤ συνδέει την αδυναμία της χώρας να επιστρέψει σε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης με την αδυναμία των τραπεζών, χαρακτηρίζοντας τη μεταρρύθμιση του τραπεζικού κλάδου από τις ενέργειες που δεν έχουν προχωρήσει όσο θα έπρεπε. «Σε ότι αφορά τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που ολοκληρώθηκε το 2015 δεν συνοδεύτηκε από σαφή βελτίωση της διακυβέρνησης για να ξεπεραστούν μακροχρόνια προβλήματα, όπως η ευαισθησία στις πολιτικές παρεμβάσεις προς τις τραπεζικές διοικήσεις», σημειώνει το ΔΝΤ.

Επιπλέον, σημειώνει ότι οι τράπεζες θα εμφανίζουν για πολλά χρόνια αδύναμους ισολογισμούς, εξαιτίας των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των DTAs, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να χρηματοδοτήσουν την οικονομία στο βαθμό που απαιτείται για να επιτευχθούν οι στόχοι για την ανάπτυξη. Επισημαίνει, δε, ότι οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις αντιστοιχούν σχεδόν στο 50% των κεφαλαίων τους, που είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη.

Σε αυτό το σημείο κάνει ιδιαίτερη νύξη στο γεγονός ότι η μεταρρύθμιση του τραπεζικού κλάδου άφησε σε μεγάλο βαθμό άλυτα τα προβλήματα της διακυβέρνησης και των «κόκκινων» δανείων.Παράγοντες της αγοράς υπενθυμίζουν ότι το ΔΝΤ από την αρχή ασκούσε έντονες πιέσεις για την πλήρη απελευθέρωση των «κόκκινων» δανείων, θεωρώντας ότι το προστατευτικό πλαίσιο του νόμου καθυστερεί τη διαχείρισή τους, επιβαρύνοντας τους τραπεζικούς ισολογισμούς. Προσθέτουν ότι οι «υπερβολικές» εκτιμήσεις του Ταμείου έχουν τη σημασία τους και σε κάθε περίπτωση αποτελούν μοχλό πίεσης για μία συνολικότερη αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος από την ευρωπαϊκή πλευρά.«Το θέμα με τον αναβαλλόμενο φόρο είναι γνωστό εδώ και χρόνια. Από τη στιγμή που η ΕΚΤ συνυπολογίζει τα κεφάλαια αυτά στους βασικούς δείκτες δεν υπάρχει άμεσο πρόβλημα», σημειώνει αναλυτής ξένου οίκου για να προσθέσει ότι οι πιέσεις του Ταμείου έχουν μάλλον περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα καθώς οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είναι αξιόπιστες στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων.

Πηγή : liberal.gr