Ανοικτό μέτωπο με το ΔΝΤ για το δημοσιονομικό κενό του 2018

Μπορεί οι συντηρητικές προβλέψεις του ΔΝΤ για τα δημοσιονομικά μεγέθη της Ελλάδος να διαψεύσθηκαν παταγωδώς τη διετία 2015 -2016, ωστόσο το Ταμείο επιμένει σε αυτές, κάτι που αναμένεται να γίνει αισθητό από τα μέσα Σεπτεμβρίου όταν και θα επανέλθει στο προσκήνιο η ζήτηση για τα δημοσιονομικά του 2018.

Απαντώντας προσφάτως σε ερώτηση του CNN Greece για το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2018 η επικεφαλής του ΔΝΤ για την Ελλάδα Ντέλια Βελκουλέσκου το τοποθέτησε στο 2,2% του ΑΕΠ, όταν ο στόχος του προγράμματος είναι 3,5% του ΑΕΠ, δείχνοντας πως το Ταμείο θεωρεί πως θα υπάρξει απόκλιση. Κατά το ΔΝΤ το πακέτο μεταρρυθμίσεων στη φορολογία εισοδήματος και το συνταξιοδοτικό σύστημα—με σκοπό τη μείωση των φορολογικών απαλλαγών και τη μείωση της υψηλής συνταξιοδοτικής δαπάνης—, θα συμβάλλει στην υποστήριξη του φιλόδοξου μεσοπρόθεσμου στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ που συμφωνήθηκε με τους Ευρωπαίους εταίρους για το 2019-2022. Ωστόσο, για το 2018 το ΔΝΤ βλέπει ακόμη δημοσιονομικό κενό και αν και δεν θεωρεί πως υπάρχει η ανάγκη νέων μέτρων, ωστόσο φαίνεται να επιθυμεί την επιτάχυνση της εφαρμογής του μειωμένου αφορολογήτου.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο του ΔΝΤ η μείωση του αφορολογήτου και η περικοπή των συντάξεων θα χρειαστεί να εφαρμοστούν ταυτόχρονα το 2019 για να επιτευχθεί ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το εν λόγω έτος, ενώ τα δε αντισταθμιστικά μέτρα (δέσμη ενίσχυσης της ανάπτυξης) θα πρέπει να αναβληθούν έως το 2023, οπότε ο στόχος του πλεονάσματος μειώνεται στο 1,5% του ΑΕΠ. Για να τεκμηριώσει τη θέση του το ΔΝΤ αναφέρει ότι οι συντάξεις και οι μισθοί του δημοσίου τομέα αποτελούν περισσότερο από τα 3/4 του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος από την εργασία, ότι τα στοιχεία του 2016 δείχνουν αυξανόμενο αριθμό φορολογουμένων με εισοδήματα κάτω από το αφορολόγητο όριο, αλλά και ότι οι δημογραφικές τάσεις απαιτούν προσεκτικές προβλέψεις για τις συνταξιοδοτικές δαπάνες. αναφέρεται πως οι δημοσιονομικές προβλέψεις του ΔΝΤ είναι πιο συντηρητικές από εκείνες των ελληνικών αρχών.

Οι διαφορές αυτές αθροιστικά είναι σχεδόν στο 4% του ΑΕΠ έως το 2021 (8 δισ. ευρώ) και οφείλονται κατά το 1/3 στις αποκλίσεις για τις προβλέψεις των φορολογικών εσόδων, κατά το 1/3 σχετίζεται με τις διαφορετικές υποθέσεις ανάπτυξης και κατά το τελευταίο 1/3 με την λήξης ισχύος πολλών μέτρων που ισχύουν σήμερα. Να σημειωθεί πως το ΔΝΤ δεν στέκεται στα στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού όταν αναφέρεται στις εκτιμήσεις του, αλλά επικαλείται και το «άστατο» δημοσιονομικό ιστορικό της Ελλάδος. Σύμφωνα με το ΔΝΤ κατά τη διάρκεια της περιόδου 1945-2015, το μέσο πρωτογενές ισοζύγιο στην Ελλάδα ήταν ελλειμματικό περίπου κατά 3% του ΑΕΠ, ενώ ο υψηλότερος δείκτης πρωτογενούς πλεονάσματος που κατέγραψε η χώρα ήταν στο 1% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια των διαδοχικών ετών 1994-2001.

Θέτοντας αυτό το πλαίσιο, η έκθεση που συνοδεύει το ελληνικό πρόγραμμα που εγκρίθηκε προ τριών εβδομάδων «επί της αρχής» από το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου εμπεριέχει την άποψη πως οι ελληνικές προβλέψεις για την εξέλιξη των πρωτογενών πλεονασμάτων έως το 2022 είναι αισιόδοξες τόσο σε σχέση με την ανάπτυξη όσο και σε σχέση με την ικανότητα της συνεχούς συγκράτησης των δαπανών.

πηγή : cnn.gr