Tα «Ελγίνεια» του Μεσολογγίου και η… απαγωγή τους

Του Νίκου Κορδόση, ιδρυτή της Διεξόδου
https://www.facebook.com/profile

Τον Μάρκο Μπότσαρη, τον ήρωα της Επανάστασης με το εξαίρετο ήθος, παρά το ότι σκοτώθηκε στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου εν τούτοις τα παλικάρια του δεν τον έθαψαν εκεί αλλά αμέσως μετά τον θάνατό του στις 9 Αυγούστου 1823, τον μετέφεραν στο Μεσολόγγι. Εκεί είχε διαταχθεί από τον Γενικό Έπαρχο Μαρίνο Μεταξά οκταήμερο πένθος και στις 12 Αυγούστου του έγινε πάνδημος και μεγαλοπρεπής κηδεία γιατί ο αγνός και θαρραλέος αυτός αγωνιστής θεωρούσε το Μεσολόγγι δεύτερη πατρίδα του και ποικιλότροπα του είχε συμπαρασταθεί από την πρώτη του πολιορκία το 1822.

Ολόκληρη η Πόλη υποδέχθηκε το σκήνωμα του πρώτου ήρωα και θρυλικού αρχηγού της Δυτικής Ελλάδος με κανονιοβολισμούς που ρίπτονταν ανά λεπτό από τα πυροβολεία του Αιτωλικού, της λιμνοθάλασσας και του φρουρίου. Όλοι οι διαμένοντες στο Μεσολόγγι «εξήλθαν του οχυρώματος και υπό τας πενθίμους κωδωνοκρουσίας των πέντε εκκλησιών, υπεδέχθησαν τον νεκρόν αρχιστράτηγον τον οποίον έφερον επί των ώμων των κεκαλυμμένον με την σημαίαν του σώματός του τέσσαρες αξιωματικοί». Διά μέσου οδών που είχαν στρωθεί με δάφνες και λουλούδια η νεκρική πομπή έφθασε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου όπου ψάλθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία χοροστατούντων του Μητροπολίτη Πορφύριου και του Επισκόπου Ιωσήφ Ρωγών.

Στη συνέχεια, αφού όλοι οι κατοικούντες στο Μεσολόγγι παρήλασαν με «συντριβήν ψυχής προ του ενδόξου φερέτρου και ησπάσθησαν την σορόν του γενναιοτέρου των πολεμιστών», έγινε η ταφή του λίγα μέτρα πιο βόρεια, στο προαύλιο της Εκκλησίας της Παναγίας που υπήρχε δίπλα στο Φρούριο, όπου είχε ανοιχθεί τάφος επί του οποίου, δύο χρόνια μετά, ορκίστηκε πίστη στην Ελευθερία ο μέγας προστάτης και ευεργέτης της Πόλης Λόρδος Βύρων.

Ανάμεσα στα εκατοντάδες καλλιτεχνικά έργα που ενέπνευσε η Ελληνική Επανάσταση σε ξένους γλύπτες και ζωγράφους περιλαμβάνεται και «Η ελληνοπούλα» που σμίλεψαν και έπλασαν στη μνήμη του ήρωα σουλιώτη πολεμάρχου τα χέρια του Νταβίντ Ντ’ Ανζέ ο οποίος όταν πληροφορήθηκε για τον θάνατο του Μπότσαρη, βαθιά συγκινημένος συζητώντας με τον φίλο του Βίκτωρα Ουγκώ που επίσης είχε υμνήσει την Επανάσταση, συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας της «Παιδούλας» παρά τις αντιδράσεις του βασιλιά της Γαλλίας Κάρολου Ι ο οποίος δεν ήθελε να φιλοτεχνηθεί έργο για έναν «επαναστάτη», όπως χαρακτήριζε τον ήρωα.

Ωστόσο ο γλύπτης σμιλεύοντας μάρμαρο από την Καρράρα μορφοποίησε το έργο του το οποίο προκάλεσε τον γενικό θαυμασμό στην έκθεση των Παρισίων του 1827 που εκτέθηκε.

Το 1833 ο Μεσολογγίτης λόγιος Μιχαήλ Σχινάς, που εκείνη την εποχή ζούσε στη Γαλλία, βλέποντας το φιλελληνικό αυτό έργο συνέλαβε την ιδέα να ανεγερθεί ένα περικαλλές μνημείο με το έργο του γάλλου γλύπτη προκειμένου να μετενταφιαστεί εκεί ο Μάρκος Μπότσαρης. Την σκέψη του αυτή την διατύπωσε με αναφορά στον Βασιλιά Όθωνα πλην όμως άγνωστο γιατί, παρά την θετική ανταπόκριση των ανακτόρων, η ιδέα δεν προωθήθηκε.Το 1837 ο Αναστάσιος Πολυζωϊδης, αυτός που πρώτος απεκάλεσε από το Ναύπλιο το Μεσολόγγι «Ιερή Πόλη», κατέχοντας την εποχή εκείνη την θέση του Γραμματέα των Εσωτερικών, ανακαίνισε το θέμα της ανέγερσης μνημείου του Μπότσαρη και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο γάλλος καλλιτέχνης θα προσέφερε δωρεά το γλυπτό αριστούργημά του στην πόλη του Μεσολογγίου η αρχική σκέψη του Σχινά, που ενισχύθηκε απ΄αυτή του Πολυζωϊδη, έγινε πραγματικότητα.

Έτσι το γλυπτό μέσω Ναυπλίου έφθασε τον Ιανουάριο του 1835 στο Μεσολόγγι και επί μία τριετία, που διήρκεσε η κατασκευή του μνημείου, φυλάσσονταν στο σπίτι της χήρας του λόγιου Μεσολογγίτη ενώ το επίσημο ελληνικό κράτος απένειμε στον γλύπτη τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος. Τελικά τον Οκτώβριο του 1838 ο Όθων και η Αμαλία βρέθηκαν στον Κήπο των Ηρώων εγκαινιάζοντας δύο περίλαμπρα ταφικά μνημεία. «Τον Τύμβο των Ηρώων και το Μαυσωλείον είς αιωνίαν μνήμην του Μάρκου Βότσαρη», όπως σημειώνει η αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών» στην σχετική ειδησιογραφία της από την Πάτρα της 18ης Οκτωβρίου 1838.

Επρόκειτο για ένα λιτό, απέριττο αλλά εξαιρετικά επιβλητικό μνημείο στο κέντρο του οποίου επί υψηλής συμπαγούς βάσεως τοποθετήθηκε το εμπνευσμένο από τον αγώνα του Μεσολογγίου έργο του διάσημου Γάλλου γλύπτη Νταβίντ Ντ΄Ανζέ που το σμίλεψε δίδοντάς του την ονομασία «Η παιδούλα» ή κατ΄άλλους «Η κόρη της Ελλάδος» ή «Η Ελληνοπούλα».

Το υπέροχο αυτό γλυπτό αριστούργημα έμελλε να κοσμήσει το μνημείο μόνο μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα γιατί στη συνέχεια «απήχθη» στην Αθήνα.

«Ελγίνεια» του Μεσολογγίου 3Τι είχε συμβεί. Το 1847 το μνημείο υπέστη φθορές . Από επαναστατικές κινήσεις ανδρών του Θεόδωρου Γρίβα , την μανία και τον παραλογισμό των πολιτικών παθών η «παιδούλα» υπέστη «τραυματισμό» στο δάκτυλο και στο πόδι της , ο “τραυματισμός” δε αυτός ενισχύθηκε από Άγγλους περιηγητές οι οποίοι σε ανάμνηση επίσκεψής του στο Μεσολόγγι χάραξαν τα ονόματά τους στο μνημείο. Το αποτέλεσμα αυτό αντίκρισε και ο ίδιος ο Νταβίντ Ντ΄Ανζέ όταν γέρος και εξόριστος της γαλλικής κυβερνήσεως επισκέφθηκε με την κόρη του το 1852 τον Κήπο των Ηρώων προκειμένου τριάντα χρόνια μετά να ξαναδεί «την παιδούλα του ως νέαν ελληνίδα».

Έτσι εξ αιτίας του γεγονότος αυτού το γλυπτό επέστρεψε για συντήρηση στο Παρίσι και στην θέση του τοποθετήθηκαν μέχρι την επιστροφή του τρία υπερμεγέθη κεραμικά ανθοδοχεία.

«Ελγίνεια» του Μεσολογγίου 2Από το Παρίσι όμως, το καλλιτεχνικό αριστούργημα, αντί να επιστρέψει στον ιστορικό και φυσικό του χώρο, με το πρόσχημα της μη δυνατότητας ασφαλούς φύλαξης και συντήρησής του στο Μεσολόγγι και παρά τις διαμαρτυρίες της τότε Δημοτικής Αρχής και του ποιητή Κωστή Παλαμά ο οποίος αρθρογραφούσε σχετικά στην εφημερίδα «Εμπρός», το γλυπτό απήχθη, σαν τα μάρμαρα του Παρθενώνα, στην Αθήνα και αρχικά δόθηκε για φύλαξη στο αρχαιολογικό μουσείο ενώ στη συνέχεια “το πήρε” το Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο της Παλαιάς Βουλής όπου έκτοτε παραμένει «φυλακισμένο ως διακοσμητικό είδος» αντί να παραδοθεί στον φυσικό και νόμιμο ιδιοκτήτη του Δήμο της Ιερής Πόλης ώστε να εκτίθεται στο ιστορικό του χώρο για τον οποίο δωρίθηκε και να δηλώνει στο διηνεκές την προέλευση, την ταυτότητα και την διαχρονική του αξία.

Στη θέση του το 1915 επί δημάρχου Ελευθέριου Σπετσιέρη ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, με προσωπική του δαπάνη , όπως εκείνη την εποχή έπρατταν οι μεγάλοι πολιτικοί άντρες, παρήγγειλε στον Κεφαλλήνα γλύπτη Γεώργιο Μπονάνο να φιλοτεχνήσει ένα όμοιο αντίγραφο που τοποθετήθηκε επί του μνημείου και το οποίο έκτοτε και μέχρι σήμερα κοσμεί τον τάφο του αετού του Σουλίου Μάρκου Μπότσαρη.