Βασίλης Τσιρώνης : ο “ρομαντικός” γιατρός από το Αγρίνιο – Ο αεροπειρατής με το δικό του “κράτος” [σπάνιες φωτό]

Λίγο πριν μπεί η δεκαετία του ’80, το ανεξάρτητο κράτος που ο ιατρός Βασίλης Τσιρώνης με καταγωγή από το Αγρίνιο είχε κηρύξει στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο έπεφτε μετά από έφοδο της αστυνομίας. Ο ιατρός βρέθηκε νεκρός. Αυτοκτονία, είπαν… Δολοφονημένος, κατήγγειλε η οικογενειά του. Η καραμανλική μεταπολίτευση έπνιξε τις ουτοπίες. Αυτή είναι η μία ιστορία που έκανε τον Βασίλη Τσιρώνη γνωστό στο πανελλήνιο, η άλλη είναι η αεροπειρατεία που έκανε στις 16 Αυγούστου 1969 -επί Χούντας- σε πτήση της Ολυμπιακής από την Αθήνα με προορισμό προς Αγρίνιο και τα Γιάννενα. Ο Τσιρώνης οδήγησε το αεροπλάνο στην Αλβανία και από εκεί κατέφυγε στη Σουηδία.

Ο Λεωνίδας Χρηστάκης έγραψε δύο φορές στο περιοδικό του, το Ιδεοδρόμιο, για τη ζωή και τις συνθήκες του θανάτου του Βασίλη Τσιρώνη. Αναδημοσιεύονται εδώ τα δύο του άρθρα μαζί με την περιγραφή της περίφημης αεροπειρατείας της οικογένειας Τσιρώνη στα χρόνια της Χούντας από τον “Ιό” της Ελευθεροτυπίας. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τα ιστολόγια “Πρωτοβουλία Αναρχικών Αιγάλεω”, “Λεμονοστίφτης”, “Πολιτικό Καφενείο” και “Ζειδώρων”. (κλικ στις φωτό για μεγένθυση)

Η Ντακότα της Ελευθερίας (από τον Ιό της Ελευθεροτυπίας)
Δεν είχαν περάσει ούτε τρεις μήνες από την προσωρινή αποφυλάκισή του, όταν ο γιατρός Τσιρώνης έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο διαφυγής – του ίδιου και της οικογένειάς του – από την Ελλάδα των συνταγματαρχών. Ηταν βέβαιος ότι οι διώξεις θα συνεχίζονταν και εν πάση περιπτώσει τα περιθώρια αντιδικτατορικής δράσης στην Ελλάδα δεν φαίνονταν να διευρύνονται. Επέλεξε την 16η Αυγούστου 1969, μέρα ούτως ή άλλως ομαδικών θερινών αποδράσεων των κατοίκων των Αθηνών, και την πτήση της Ολυμπιακής για Αγρίνιο, από το οποίο καταγόταν, για να αποφύγει τις υποψίες του καθεστώτος. Η ίδια πτήση είχε τελικό προορισμό τα Ιωάννινα και επομένως το αεροπλάνο (μια Ντακότα) θα διέθετε καύσιμα για ακόμα μακρύτερα.
Στις 11 το πρωί της κρίσιμης μέρας, η οικογένεια Τσιρώνη εξοπλισμένη με δυο πιστόλια και δυο μαχαίρια καταλαμβάνει τις τέσσερις πρώτες θέσεις πίσω από το πιλοτήριο. Ο γιατρός ήταν αποφασισμένος να κυριεύσει το σκάφος, να το οδηγήσει στην Αλβανία και από ‘κει να φύγει για τη Σουηδία απ’ όπου σκόπευε να συνεχίσει τον αγώνα κατά της χούντας. Τότε δεν υπήρχαν έλεγχοι στα δρομολόγια του εσωτερικού και η εταιρεία δεν προκαθόριζε καν το πού θα κάτσει ο κάθε επιβάτης. Κυβερνήτης ήταν ο Γιώργος Τζώρτζης, συγκυβερνήτης ο Μιλτιάδης Χατζηγιαννάκης, συνοδός η Ρίλα Παπασπύρου και ο καιρός αίθριος και πολύ ζεστός.
“Η πτήση διαρκούσε περίπου μια ώρα ως το Αγρίνιο και άλλα σαρανταπέντε λεπτά μέχρι τα Γιάννενα” μας εξηγεί η κ. Παπασπύρου. “Ηταν, αν θυμάμαι καλά, η 7η πτήση μου. Ημουν 19 χρονών και όλα πήγαιναν καλά ως τη στιγμή που μετά τους γνωστούς καφέδες και τις πορτοκαλάδες που προσέφερα στους 25 επιβάτες, διαπίστωσα ότι οι τέσσερις πρώτοι έλειπαν απ’ τις θέσεις τους και η πόρτα του κόκπιτ ήταν κλειστή. Και δεν άνοιγε, παρότι χτύπησα και δοκίμασα να την σπρώξω. Αυτό ήταν περίεργο, διότι μπορεί τότε πολύς κόσμος να μπαινόβγαινε στο πιλοτήριο χωρίς ειδική συνεννόηση με το πλήρωμα, αλλά η πόρτα έμενε ανοιχτή”. Σ’ αυτό τον τύπο αεροσκάφους δεν υπήρχε σύστημα ενδοσυνεννόησης των πιλότων με την αεροσυνοδό. Κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς συμβαίνει. “Αρχισαν οι πρώτοι ψίθυροι και τα σχόλια. Κάποιοι έλεγαν ειρωνικά ότι ενδεχομένως να έχει φρακάρει η πόρτα λόγω του συνωστισμού στο πιλοτήριο. Γιατί πραγματικά το DC-3 ήταν ένα πολύ στενόχωρο σκάφος. Ο χρόνος κυλούσε και η πόρτα δεν άνοιγε. Οταν αφήσαμε πίσω μας το Αγρίνιο, χωρίς ο κυβερνήτης να ανακοινώσει τίποτα από τα μεγάφωνα, ανέλαβα να καθησυχάσω όσο γινόταν τους ανθρώπους λέγοντάς τους για κάποιο τεχνικό πρόβλημα του αεροδρομίου”.
Η αεροσυνοδός και ορισμένοι επιβάτες χτυπούν και σπρώχνουν έντονα την πόρτα. Ο Τσιρώνης αποφασίζει να απαντήσει: “Σκάστε και καθίστε”, διατάζει. Η ανησυχία γίνεται φόβος και αγωνία. “Ακούγονται διάφορες υποθέσεις. Επικρατεί το σενάριο της αεροπειρατείας, ότι ο επιβάτης που είναι μέσα είναι κάποιος ποινικός που απειλεί, ίσως και να έχει ήδη σκοτώσει τον πιλότο. Προσπαθώ να διασκεδάσω την κατάσταση. Τους λέω ότι τα καύσιμα φτάνουν ως την Ιταλία , ότι το σκάφος δεν είναι ακυβέρνητο”, θυμάται η κ. Παπασπύρου.
Η Ντακότα περνά και τα Γιάννενα, η αγωνία φουντώνει. Οταν λίγο αργότερα εμφανίζονται τα αλβανικά Μιγκ να στριφογυρίζουν δίπλα στο αεροπλάνο, η νεαρή αεροσυνοδός δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα. Επικρατεί πανικός. Κάποτε ακούγεται η φωνή του Γ. Τζώρτζη από τα μεγάφωνα: “Θα επιχειρήσουμε αναγκαστική προσγείωση”. Η κ. Παπασπύρου μοιράζει τα μαξιλαράκια και δένεται και αυτή στη θέση της. “Το αεροπλάνο άρχισε να κατεβαίνει απότομα και η προσγείωση ήταν πράγματι ανώμαλη. Δεν υπήρχε κανονικός διάδρομος. Είχαμε προσγειωθεί σε κάποιο εγκαταλελειμμένο στρατιωτικό αεροδρόμιο κοντά στην Αυλώνα”.
Μόλις το αεροπλάνο σταμάτησε, εμφανίστηκε ο Τσιρώνης με το παραμπέλουμ ψηλά, λέγοντας ότι στο όνομα της δημοκρατίας, της λευτεριάς και του ανθρωπισμού κατέλαβε το αεροπλάνο. Μια γιαγιά στα τελευταία καθίσματα δεν είχε καταλάβει απολύτως τίποτα: “Φτάσαμε επιτέλους κόρη μου”, έλεγε ανακουφισμένη στην αεροσυνοδό. Είδαν μερικά τζιπ, ο γιατρός πήδηξε στο έδαφος μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια και ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με τους επικεφαλής αλβανούς αξιωματικούς. Ενας επιβάτης, μουσικός στο επάγγελμα, λιποθύμησε. “Τον κατεβάσαμε στον ίσκιο κάτω απ’ το φτερό και του έδωσα σταγόνες ‘Τονοτίλ’. Συνήλθε και όλοι μαζί περιμέναμε την εξέλιξη της περιπέτειας. Ο Τσιρώνης κουβέντιαζε με τους Αλβανούς μακριά μας. Το κλίμα μεταξύ των υπολοίπων ήταν βαρύ. Υπήρχε φόβος και απόσταση. Την τύχη μας την είχαμε εμπιστευτεί στον Γ. Τζώρτζη. Σχεδόν τρεις ώρες μετά κατέφθασε μια Μερσέντες 600 για την οικογένεια Τσιρώνη και ένα προπολεμικό λεωφορειάκι για μας”.
Ολοι μεταφέρθηκαν σε ένα πανδοχείο που είχε ετοιμαστεί ειδικά για τους ασυνήθιστους επισκέπτες. “Ηταν ένα όμορφο νεοκλασικό που μύριζε χλωρίνη. Τα δωμάτια λιτά με στρατιωτικές κουβέρτες”. Εκεί μόνο κατάφερε η αεροσυνοδός να συνεννοηθεί με τον κυβερνήτη και να μοιραστούν και τα δικά τους προβλήματα. “Ο Τζώρτζης μου είπε ότι στην Αθήνα δεν ξέρουν πού βρισκόμαστε. Προσπαθούσε να πείσει τον Τσιρώνη να αποφύγει την Αλβανία, χώρα που ως γνωστόν δεν είχε σχέσεις με την Ελλάδα. Ηταν και ο ίδιος, ο κυβερνήτης, χαρακτηρισμένος από τη χούντα. Είχε επιστρέψει στην Ολυμπιακή ύστερα από ένα διάστημα που είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα για πολιτικούς λόγους και ανησυχούσε μήπως στην Ελλάδα τον θεωρήσουν συνεργάτη του Τσιρώνη ή ακόμα και των Αλβανών. Αλλά και εγώ άρχισα να έχω ανάλογους φόβους. Επτά μήνες περίμενα να εργαστώ στην Ολυμπιακή, αν και είχα περάσει το διαγωνισμό, επειδή ο πατέρας μου ήταν μακρονησιώτης και δεν μου έδιναν το χαρτί κοινωνικών φρονημάτων.”
Πριν όμως από τις ελληνικές υπηρεσίες, το πλήρωμα όφειλε να αντιμετωπίσει και τις αλβανικές. “Δεν κατάλαβα αν τους έπεισα τελικά ότι δεν είμαι κατάσκοπος. Τελειώνοντας με την ανάκριση, και ως την ώρα του δείπνου που είχε προαναγγελθεί, πήρα ένα από τα ποδήλατα της αυλής του πανδοχείου για να δω και την πόλη. Είχαν χαλαρώσει τα πράγματα, άλλα όχι και για ποδηλατάδα. Σε δέκα λεπτά με μάζεψαν και με γύρισαν πίσω.”
Ομως η ευχάριστη έκπληξη για όλους ήρθε στο τραπέζι. Επιβάτες και πλήρωμα έμαθαν από επίσημα χείλη ότι την επομένη μπορούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα με καύσιμα της αλβανικής κυβέρνησης. Η οικογένεια Τσιρώνη ήταν κι αυτή χαρούμενη, αφού εξασφάλισε ό,τι επιθυμούσε. “Ηταν απολύτως κινηματογραφικό”, αφηγείται η κ. Παπασπύρου. “Ενα μακρύ τραπέζι με άσπρο τραπεζομάντηλο. Κόκκινο κρασί, καλομαγειρεμένο κοτόπουλο, οι κομισάριοι από τα Τίρανα, οι τοπικές αρχές, οι ‘αεροπειρατές’, το πλήρωμα, οι κατάκοποι επιβάτες, οι μουσικοί και το παραδοσιακό χορευτικό συγκρότημα. Κάποιοι από μας χόρεψαν και τσάμικο. Ο Τσιρώνης μας ευχαρίστησε. Μιλούσε ακατάπαυστα για τις περιπέτειές του και για τη χούντα αποκλειστικά με τους επισήμους. Μετά το γλέντι μας ξενάγησαν στην πόλη”.
Το απόγευμα της 17ης Αυγούστου, πλήρωμα και επιβάτες έφτασαν μέσω Κέρκυρας στο Ελληνικό. Στην υποδοχή ο αναπληρωτής υπουργός Προεδρίας Αγαθαγγέλου, εκ μέρους του Παπαδόπουλου. “Εκφωνήθηκαν λογίδρια για το ενδιαφέρον που έδειξε η ‘Εθνική Κυβέρνησις’ ώστε να φτάσουμε ασφαλείς στην ‘αγκαλιά της πατρίδας’ και βεβαίως καταδικάστηκε ο ‘εγκληματίας’ Τσιρώνης”. Δεν δόθηκε έκταση στο γεγονός. Η δημοσιότητα δεν συνέφερε ούτε την δικτατορία ούτε την εταιρεία. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Ωνάσης, η κεφαλή τότε της Ολυμπιακής, καθησύχασε το πλήρωμα. Δεν είχε την παραμικρή υποψία εναντίον τους και θα τους κάλυπτε στην πορεία των ανακρίσεων.
Η οικογένεια Τσιρώνη περιπλανήθηκε και ταλαιπωρήθηκε στη Σουηδία, επέστρεψε μετά την πτώση των πραξικοπηματιών και αντιμετώπισε σειρά άλλων κατηγοριών, ώσπου ο ανυπότακτος γιατρός οδηγήθηκε στα άκρα και ταμπουρώθηκε στο διαμέρισμά του στο Παλαιό Φάληρο. Στις 11 Ιουλίου 1978, εικοσιοκτώ κομάντος με επικεφαλής τον Μ. Γεωργακάκη, εκτελώντας σχέδιο που εκπονήθηκε στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης του Μπάλκου, εκπορθούν το “ανεξάρτητο κράτος του” -όπως πιεστικά το ζητούσε ο πάντοτε ανυπόμονος και υπερβολικός Τύπος- και τελειώνουν μια για πάντα με τον ρομαντικό γιατρό. “Ο Τσιρώνης με τις αντικρατικές και αντικοινωνικές εκδηλώσεις του ήταν διαρκής κίνδυνος για τους αθώους πολίτες (…) Πολίτες κάθε κόμματος και εφημερίδες κάθε αποχρώσεως καλούσαν τις αρχές να θέσουν τέρμα”, έλεγε η πομπώδης ανακοίνωση της κυβέρνησης Καραμανλή, προσπαθώντας να δικαιολογήσει το φόνο.

Άρθρο του Λεωνίδα Χρηστάκη από το ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ
Το παρακάτω άρθρο με τον τίτλο: «ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΟΡΓΗ»
δημοσιεύτηκε στη σελίδα 5, του Ιδεοδρόμιου Νο 31, 23 Ιούλη 1979,
με αφορμή την πρώτη χρονιά του «θανάτου»
του γιατρού Βασίλη Τσιρώνη, όπου αποκαλύπτονται πολλά…

Θα μου πείτε και μένα ότι είμαι όψιμος αγανακτησίας που θυμήθηκα τον Τσιρώνη, ακριβώς στην επέτειο της περσινής δολοφονίας του, αλλά βέβαια αν θέλετε να μοιραστούμε την ευθύνη, αυτή είναι ένα προς έξι χιλιάδες (αναγνώστες) επαναλαμβανόμενη επί είκοσι φορές, δηλ. όσα τεύχη βγήκανε απ’ το νούμερο 9 και πέρα – μέχρι σήμερα.

Κανένα γράμμα, καμιά φράση, καμιά διαμαρτυρία, κανένα οργισμένο σχόλιο συμπάθειας δεν ήρθε εδώ στο ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ για την υπόθεση Τσιρώνη. Φαίνεται ότι «η κοινή γνώμη», αφού «έφαγε» μια για πάντα το θέμα του Τσιρώνη, κατάπιε μαζί και όλους τους οργισμένους και μαχητικούς αγωνιστές που τον επισκέπτονταν και βγάζανε φωτογραφίες μαζί του, αγόραζαν το μπλε βιβλιαράκι και όταν δεν το βρίσκαν το φωτοτυπούσαν, περνούσαν έξω από το σπίτι του – δήθεν περαστικοί – για ν’ ακούσουν την εκπομπή του και τέλος στην κηδεία του ορκιζόντουσαν με τη γροθιά ψηλά… εκδίκηση (το τελευταίο ισχύει για τους αριστεριστές).

Εγώ είμαι ένας απ’ αυτούς που και στο σπίτι του πήγα τρεις βδομάδες πριν τη δολοφονία και φωτογραφίες έβγαλα μαζί του και μαγνητοφωνημένη συνέντευξη του πήρα και σε τρία διαφορετικά ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΑ έγραψα «πύρινα» άρθρα και στην κηδεία δεν πήγα και καμιά γροθιά εκδίκησης δεν σήκωσα, όταν μάλιστα δολοφονήθηκε… παραθέριζα στο Λέχαιο Κορινθίας.

Ο Τσιρώνης ο ίδιος πίστευε και θα το πίστευε ακόμα αν ζούσε, ότι «στο αρχείο της συνείδησης του λαού καταγράφονται οι πολιτικές δολοφονίες που κάποια μέρα ξεσπάνε ενάντια στο κράτος». Πίστευε και σε πολλά άλλα μαρξιστικογενή ιδεολογικά εκτρώματα. Όμως αυτό δεν ήταν η αιτία του θανάτου του από αστυνομικό όπλο.

Την αιτία του θανάτου του την ξέρουμε όλοι, αλλά κανείς δεν κουνιέται να την πει ανοιχτά. Η ενέργεια που τον οδήγησε στο θάνατο κάτω απ’ την αστυνομική βία ήτανε μία και μοναδική. Όταν από μια πλήξη πια στον πρώτο καιρό της αυτοεξορίας του μέσα σ’ εκείνο το διαμέρισμα αποφάσισε ο Βασίλης Τσιρώνης να μιλήσει πιο ανοικτά για τον εκδότη Χρήστο Λαμπράκη και τους κωλοπετσωμένους μπράβους του δημοσιογράφους, από εκείνη τη στιγμή μπορούμε να πούμε ότι άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Η αστυνομία, το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και τα εκτελεστικά εισαγγελικά του όργανα έπαιξαν το ρόλο εκτελεστού, σπρωγμένου από τις γνωστές «αόρατες δυνάμεις» (όπως έλεγε μέχρι χτες το ΚΚΕ) του κατεστημένου ελληνικού τύπου.

Τα πιο αδύνατα εκδοτικά συγκροτήματα που είχαν και στο παρελθόν τους μια «αντιστασιακή δράση» επεσήμαναν με μασημένες κουβέντες τον «θρίαμβο» του συγκροτήματος Λαμπράκη που κατόρθωσε να ενεργοποιήσει τη δικαστική μηχανή, να δημιουργήσει τις παραμονές της εισβολής στο σπίτι του Τσιρώνη εκείνες τις γνωστές συσκέψεις, όπου αποφασίστηκε η «διακοπή του ενοχλητικού».

Το ότι ο Τσιρώνης ήτανε ένας… μόνος κάου-μπόυ, αυτό φάνηκε από το μετέπειτα ανεμοσκόρπισμα. Τα παιδιά του, η γυναίκα του, οι υπουργοί του, οι οπαδοί του («λίγοι αλλά εκλεκτοί», μου έλεγε) και άλλοι θεωρητικοί, ανεμοσκορπίστηκαν χωρίς ούτε ένα… πολιτικό μνημόσυνο να κάνουν σ’ ένα θέατρο.

Ο Βασίλης Τσιρώνης το ήξερε αυτό, μου είχε παρουσιάσει την πιο ζοφερή εικόνα για τους συνεργάτες του. Ο Μαθιουδάκης, μου έλεγε, έσπασε, το Σκανδάλη φοβάμαι. Όχι μη σπάσει, φοβάμαι για το ρομαντισμό του. Για τους άλλους αφήνω συνέχεια ερωτηματικά. Οι εξελίξεις θα το δείξουνε.

Ο θεωρητικός του Νίκος Βάληνδας, γραβατώθηκε και γυρίζει σαν χαμένο παρτάλι. Όταν μάλιστα στο τεύχος Νο 15 του ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟΥ του Νοέμβρη του 78 δημοσίευσα το άρθρο του που μου είχε δώσει ο Τσιρώνης «σχετικά με την ξενολακέδικη αριστερά και τα σημερινά ρετάλια», ο Βάληνδας άρχισε να λέει φανταστικά παραμύθια σε τρίτους, χωρίς να τολμήσει καν να έρθει απ’ το γραφείο του ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟΥ.

Λέγοντας για τον αντιστασιακό δευτερεύοντα τύπο, εννοούσα τα «ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ», την «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», καθώς και μερικές φυλλάδες του αριστερίστικου κατεστημένου τύπου, που συνεχώς… «εκ της κόνεώς του αναγεννάται». (… τέσσερις μέρες μετά την εκτέλεση του Τσιρώνη ο νεόκοπος δημοσιογράφος Νίκος Πλατής, εργαζόμενος στο δημοσιογραφικό συγκρότημα Λαμπράκη και παίρνοντας εντολή απ’ τον ίδιο τον Λαμπράκη να κάνει ένα θέμα υπέρ του Τσιρώνη στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ, αυτό το περιοδικό της ιδεολογικής μαστουροποίησης του ελληνικού λαού, μ’ έπαιρνε μανιωδώς στο τηλέφωνο για να με βρει και να του δώσω πληροφορίες για τον Τσιρώνη. Η απάντησή μου ήταν γαμοσταυρίδι ακατάσχετο).

Το κομμάτι στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ έγινε από τον Πλατή με μια ευκαιριακή άλλη δημοσιογράφο και ο κόσμος έμεινε κατάπληκτος για την ακέραιη στάση του συγκροτήματος Λαμπράκη απέναντι στο έγκλημα.

Οι μήνες ήλθαν και παρήλθαν, μερικά μελαγχολικά συνθήματα στους τοίχους όπως

ΚΑΣΙΜΗ ΤΣΙΡΩΝΗ – ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ…

Οι περαστικοί μέσα απ’ τα αυτοκίνητα ρίχνουν μια ματιά στα συνθήματα, αισθάνονται ότι αυτοί δεν θα δολοφονηθούν ποτέ τόσο άμεσα από το κράτος, μόνο καμιά φορά κανένας συνταξιούχος αστυνόμος του Ταμείου θα τους χτυπήσει την πόρτα, κραδαίνοντας κανένα ξεχασμένο φόρο…
…μελαγχολία.

Η ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ διέκοψε με πολύ εύσχημο τρόπο την αναδημοσίευση των κειμένων από το Μπλε βιβλιαράκι του Τσιρώνη. Οι εισβολείς των ΜΑΤ ξεθάρρεψαν, πάψαν να φοβούνται τυχόν κυρώσεις. Ένας μάλιστα εισαγγελέας έβγαλε και πόρισμα ότι όλα γίναν νόμιμα στην εισβολή κατά της οικίας του Τσιρώνη, ορισμένοι γιατροί – δήμαρχοι Ν. Ιωνίας που λέγαν ότι η κοιλιά του Τσιρώνη ήταν τρύπια από σφαίρες, ηρέμησαν κι αυτοί – ίσως τώρα να έχουν εφιάλτη την κοιλιά του Τσιρώνη – ….. Η υπόθεση Γιάννη Σερίφη κατασκέπασε την υπόθεση Τσιρώνη. Βγήκε ο Σερίφης έξω και οι Κασίμηδες και οι Τσιρώνηδες μπήκαν στο αρχείο. Μερικοί βουλευτές του ΠΑΣΟΚ δημοκόπησαν, μερικοί καθηγητές του Πανεπιστημίου κούνησαν απελπιστικά το κεφάλι τους, ένας μάλιστα το κουνάει γιατί έχει πάρκινσον… ώσπου φτάσαμε την Κυριακή 17-18 Ιουνίου 1979, όπου άλλος καθηγητής του Ποινικού δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ν.Κ.Ανδρουλάκης, σε μια κρίση βιασύνης, μεταθέτοντας κατά ένα περίπου μήνα πριν την επέτειο του τραγικού θανάτου του άκακου αρχηγού ενός ιδιωτικού κράτους, ξεσπαθώνει εναντίον των μηχανισμών συντριβής σε δύο άρθρα του. Είκοσι μέρες αργότερα οι εφημερίδες στα ψηλά καλούν το λαό για το ετήσιο μνημόσυνο που διοργανώνει η οικογένειά του στον τάφο του Τσιρώνη (σύνολο 50 άνθρωποι παραβρέθηκαν) και ο Γιώργος Βότσης, ένας δημοσιογράφος έχει γίνει το κάρφος της κομμουνιστοφοβίας, κάνει μια επιφυλλίδα με τίτλο «Οι «ενοχλητικοί» εξοντώνονται ανυπεράσπιστοι».

Πριν λίγο καιρό ο πατέρας του Γιάννη Σκανδάλη πεθαίνει από συγκοπή έξω από τις φυλακές Κέρκυρας σε μια προσπάθεια να δει τον βασανισμένο γιο του από τους δεσμοφύλακες, ακριβώς γι’ αυτό το παιδί που φοβότανε ο Βασίλης Τσιρώνης ότι θα την πλήρωνε σαν εξιλαστήριο θύμα, γιατί με το να τον κρατάνε μέσα επιβεβαιώνουν ότι ο Τσιρώνης δεν ήταν ένας φτωχός και μόνος κάου-μπόυ, αλλά είχε και… οπαδούς.

Τ’ άλλα όλα τα ξέρετε, είναι περιττό να αναμασάμε κάθε χρόνο τα ίδια. Το κατεστημένο πια κόμμα (ένα είναι το κόμμα) ξέχασε τις δικές του, του παρελθόντος, δολοφονίες και σήμερα ταυτίζεται με πάσης λογής ασφαλίτες, μη αναφέροντας στα έντυπά του παρά μόνο τα «εγκλήματα» που το αφορούν. Οι δολοφονημένοι για το κόμμα είναι μόνο οι οργανωμένοι στο κόμμα. Οι άλλοι όλοι είναι απλώς δολοφονημένοι. Δεν αποκλείεται σε μερικά χρόνια κάποιος φωτισμένος ινστρούχτορας του ΚΚΕ ν’ ανακαλύψει στα χειρόγραφα του Τσιρώνη μικρομαρξιστικά σπέρματα και να τον βγάλουν κι αυτόν ήρωα για κατανάλωση μνημοσύνων, φεστιβάλ, λόγων, φωτογραφιών και ότι άλλο μπορεί να σκεφτεί η άκαμπτη νοοτροπία ενός γραφειοκρατικού κόμματος.

Όσοι από σας που διαβάζετε αυτό το άρθρο έχετε το Γαλάζιο βιβλίο του Τσιρώνη, μη το φυλάτε σαν αρχείο ή σαν πολύτιμο αντικείμενο ενός δολοφονημένου, δίνετέ το για ανάγνωση, φωτοτυπήστε το σε πολλά αντίτυπα, ώσπου και άλλοι να καταλάβουν ότι αγώνας δεν σημαίνει μόνο ένταξη στα κόμματα, σημαίνει και προσωπική παρόρμηση που μπορεί να φτάσει στους περιορισμένους τοίχους ενός διαμερίσματος από μπετόν στο Παλιά Φάληρο.

Φαίνεται ότι τελείωσε μια για πάντα η εποχή που κυνήγαγαν τους ληστές επάνω στα βουνά και στις σπηλιές. Το παράδειγμα του Τσιρώνη μας δείχνει ότι όταν θες ν’ αντισταθείς αυτό μπορείς να το κάνεις μέσα σ’ ένα διαμέρισμα τριών δωματίων και κουζίνας.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ

Άρθρο του Λεωνίδα Χρηστάκη από το ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ (Ι)
Κλείσανε τέσσερα χρόνια – στις 11 Ιούλη 1982 – που οι «νέοι κομμάντος» της αστυνομίας – νέοι τότε – σχεδιάσανε και εκτελέσανε την επιχείρηση εναντίον του σπιτιού του Βασίλη Τσιρώνη με τελικό αποτέλεσμα την υποχρεωτική «αυτοκτονία» του…

Ο Βασίλης Τσιρώνης γεννήθηκε στις 15 του αύγουστου του 1929 στην Αθήνα από Μικρασιατική οικογένεια. Δεκαεπτά ετών μπήκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με πολύ καλή σειρά ανάμεσα στους 1300 υποψήφιους του 1947, παρά την επιθυμία του πατέρα του – αλλά και όλης της οικογένειας – που προτιμούσαν να μπει στη Σχολή Ευελπίδων, για αξιωματικός καριέρας. (Σημειώσατε ότι ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός).

ΔΕΝ υπηρέτησε στο στρατό επιστρατεύοντας – όπως έγραφε ο ίδιος – όλη την πονηριά του. Το 1958 σαν γιατρός του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στους εξόριστους του Αϊ Στράτη κάνει μια μεγάλη ανθρωπιστική δουλειά σώζοντας τη ζωή εκατοντάδων πολιτικών κρατουμένων – εξόριστων, ενώ παράλληλα δίνει στη δημοσιότητα – κυρίως στον ξένο τύπο – συντριπτικές αποκαλύψεις σχετικά με την «δουλειά» που γινόταν τότε στα Καραμανλικά στρατόπεδα, ονομάζοντάς τη «έγκλημα ανθρωποκτονίας».

Στις 12 Δεκέμβρη του 1962 ιδρύει το ΚΟΜΜΑ ΤΩΝ ΑΔΕΣΜΕΥΤΩΝ που η δραστηριότητά του σε κείνη την ανώμαλη περίοδο είναι μάλλον συμβολική και ανθρωπιστική παρά κομματική, και αργότερα – μέσα στη χούντα – το 1969 σε ηλικία 40 χρόνων κάνει τη γνωστή αεροπειρατεία του υποχρεώνοντας το αεροπλάνο να τον πάει μαζί με την οικογένειά του στην ονομαζόμενη τότε «Κόκκινη» Αλβανία. Από την Αλβανία πηγαίνει στη Σουηδία όπου κατέφευγαν τότε σχεδόν όλοι οι πολιτικοί φυγάδες και μετονομάζει το κόμμα του σε Ε.Α.Κ. (Εθνικό Αστικό Κόμμα) και αργότερα το μετονομάζει σε Ο.Ε.Μ. αρχικά του πασίγνωστου Ουδετερόφιλου Ελλαδικού Μετώπου. Προηγουμένως όμως ήταν γνωστός στους κομματικούς κύκλους και στην αστυνομία από μια απεργία πείνας που είχε κάνει επί κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου και που είχε κρατήσει 50 μέρες που ζητούσε τον άμεσο επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων από τη Ρωσία και μερικά δευτερεύοντα αιτήματα. Στη Σουηδία, το 1973, καταδικάζεται από εμβόλιμο σουηδικό δικαστήριο για τις πολιτικές του πεποιθήσεις που δεν συντάσσονται μ’ αυτές των διαφόρων «αντιστασιακών» και κλείνεται μέχρι τον Σεπτέμβρη του ’74 στις σουηδικές φυλακές, ενώ οι πολιτικοί έλληνες εξόριστοι της Σουηδίας κάνουν τα πάντα για να τον κρατούν μέσα. Συνολικά έχει καθίσει φυλακή πεντέμισι χρόνια από το 1949 μέχρι το 1974. Έχει υπηρετήσει ως γιατρός του Ερυθρού Σταυρού και μετά τη μεταπολίτευση δραστηριοποιεί το Ο.Ε.Μ. όπου μέχρι τις εκλογές του 1977 ρίχνει το σύνθημα της αποχής με λευκή ψήφο και οι κάλπες φανερώνουν της Β’ εκλογικής περιφέρειας Αθηνών το μαγικό αποτέλεσμα 251.000 λευκών ψηφοδελτίων που τις διεκδικεί ο Βασίλης Τσιρώνης και το Ουδετερόφιλο Ελλαδικό Μέτωπο. Μια βδομάδα μετά τις εκλογές και αμέσως μετά από μια επίσημη ανακοίνωσή του ότι αυτές οι 251.000 λευκών ψήφων του ανήκουν επιχειρείται μια σύλληψή του ανακινούμενη από μια παλιά χουντική καταδίκη του σχετική με την αεροπειρατεία του. Ο Βασίλης Τσιρώνης αντιστέκεται στη σύλληψη αυτή διότι θεωρεί τελείως σκόπιμη και άδικη χρησιμοποιώντας στην εξωτερική πόρτα της πολυκατοικίας του, στην οδό Άρεως 35 στο Παλ. Φάληρο ένοπλη βία και αντίσταση, τραυματίζοντας επιπόλαια τον επι κεφαλής αξιωματικό της υπηρεσίας που θα εκτελούσε την σύλληψη μαζί με τον δικαστικό υπάλληλο. Από τον Δεκέμβρη 1977 μέχρι το βράδυ της 11ης Ιουλίου του 1978 βρίσκεται κλεισμένος – ταμπουρωμένος με την οικογένειά του μέσα στο σπίτι του όπου καθημερινά έκανε κάθε απόγευμα 7 ως 8 μια εκπομπή του ΟΕΜ μιλώντας με πολύ δυνατά μεγάφωνα στο λαό αναπτύσσοντας τις ιδέες του σχολιάζοντας την επικαιρότητα, αναφερόμενος στις ραδιουργίες και τις προστυχιές του ημερήσιου και περιοδικού τύπου.

Ο Τσιρώνης ήταν παντρεμένος, τα παιδιά του είναι σήμερα 22 και 27 ετών τα αγόρια και το κοριτσάκι του 11 ετών. Στις 11 Ιούλη 1978 αποφασίζεται από την Πολιτεία η βιαία είσοδος στο σπίτι του από τις Μονάδες Ειδικής Αποστολής (Μ.Ε.Α.) όπου αφού καταστρέφουν ολοκληρωτικά το διαμέρισμά του εισέρχονται μέσα σ’ αυτό και τον υποχρεώνουν σε αυτοκτονία.

Θα έλεγε κανείς ότι η υπόθεση Τσιρώνη έχει ξεχαστεί γιατί όταν ο τελευταίος αντιστασιακός, όταν ο τελευταίος φοιτητής του 1-1-4 διαμαρτύρεται γιατί τον «σπρώξανε» στο Πανεπιστήμιο και… σήμερα ζητάει δικαίωση και οφίτσια, τότε η υπόθεση Τσιρώνη θα έπρεπε να αναβιώσει, σε μια εποχή μάλιστα που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ «ψοφάει» για τέτοιες αναβιώσεις. Υποτίθεται ότι της δίνεται η ευκαιρία να εκκαθαρίσει «παλιούς λογαριασμούς» και να τελειώνει μια για πάντα με τα φθαρμένα πρόσωπα, είτε αυτά είναι αστυνομικοί είτε δικαστικοί ή άλλοι εκτελεστικοί λειτουργοί.

Το άλλο θέμα είναι οι ανεπαρκείς ενδείξεις ότι ο Τσιρώνης αυτοκτόνησε. Όταν μάλιστα υποθέσεις σαν αυτή του Τσαρουχά αναμοχλεύονται, που είναι τόσο σκοτεινές, ενώ εδώ έχουμε μια καθαρή και πολύ πρόσφατη επέμβαση που καταλήγει στο θάνατο ενός ανθρώπου όπως ο Τσιρώνης, άνετα θα μπορεί να σκεφτεί ο καθένας ότι η υπόθεση είναι ανάγκη για ορισμένους να κλείσεις οριστικά.

Από την άλλη μεριά υπάρχει κι ένα ποσοστό ευθύνης σε ορισμένες μερίδες του τύπου σχετικά με το ποιοι εξώθησαν τη δικαστική και την αστυνομική εξουσία να σχεδιάσει και να εκτελέσει με τους νέους «κομμάντος» της αστυνομίας τη νυχτερινή έφοδο στο σπίτι – ταμπούρι του γιατρού Τσιρώνη.

Η επιχείρηση που κατέληξε σε αιματηρή επιδρομή και στο θάνατο του Τσιρώνη έγινε το βράδυ της 11ης Ιούλη του ’78. Μερικές μέρες πριν στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 7 Ιούλη γραφόταν σαν ερωτηματικό για το «ζήτημα Τσιρώνη ότι υπονομεύεται η έννοια του κράτους από το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν στον ιδιότυπο αυτό γιατρό όχι μόνο να ζει υπό το κράτος ποινικής ασυλίας (αφού δικαστικές αποφάσεις σε βάρος του για αδικήματα του κοινού ποινικού νόμου παραμένουν ανεκτέλεστες), αλλά και να μεταβάλλεται σε ελευθέρως δρώντα, στην περιοχή του Παλ. Φαλήρου ελεύθερος σκοπευτής. Ονόμασε το διαμέρισμά του Κράτος, έχει προσβάλλει ή προσβάλλει καθημερινά δέσμη από άρθρα του ποινικού νόμου, αλλά ο «πυροβολητής με την μπέρτα» έχει εξασφαλίσει το ακαταδίωκτο».

Την ίδια μέρα ο Υπουργός Δημοσίας Τάξης με επιστολή του προς το ΒΗΜΑ έλεγε ότι «παραδέχομαι τα περιστατικά που αναφέρετε κι ότι για να εκλείψει αυτή η καταφανής παρανομία χρειάζομαι άδεια του Εισαγγελέα και τέτοια μέχρι στιγμής δεν έχει δοθεί…» Το Σάββατο δημοσιεύτηκε αυτή η επιστολή (δηλαδή την επομένη) και λίγες ώρες αργότερα ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών ανταπαντάει γραπτά στον Υπουργό Δημοσίας Τάξης αποκαλύπτοντας ότι «όχι μόνο μία αλλά πολλές φορές ζητήθηκε από την αστυνομία να εκτελέσει τα εντάλματα που υπάρχουν σε βάρος του «πιστολέρο» του Παλ. Φαλήρου και έχει από καιρό εγγράφως διαπιστώσει την απορία του για την διωκτική απραξία των οργάνων της τάξεως και ότι όχι μόνο δεν ζητήθηκε από την αστυνομία εισαγγελική συνδρομή αλλά κι όταν εγγράφως της προτάθηκε η συνδρομή αυτή δεν έγινε δεκτή».

Όλα τα παραπάνω βαρύνουν προφανώς τον τότε Υπουργό Δημοσίας Τάξης τον κ. Μπάλκο, ο οποίος φυσικά ισχυριζόταν μετά ότι για να μπορέσει η αστυνομία να κάνει μια τέτοια επιδρομή χρειαζόταν η πίεση της «κοινής γνώμης» που του την έδωσε ουσιαστικά το δημοσίευμα του ΒΗΜΑΤΟΣ της Παρασκευής 7 Ιούλη 1978.

Όμως γιατί το ΒΗΜΑ αποφάσισε να φτιάξει ένα τέτοιο «πράσινο» φως στον κ. Μπάλκο. Όπως είναι γνωστό το δημοσιογραφικό συγκρότημα Λαμπράκη με την ειδησεογραφία του είχε κατασπαράξει αρκετές φορές τον Βασίλη Τσιρώνη και το ΟΕΜ. Δεν παραδεχότανε – ακόμα ούτε σαν ουτοπία – ότι οι 251.000 λευκές ψήφοι θα μπορούσαν ν’ ανήκουν έστω και εν ποσοστοίς στον Βασίλη Τσιρώνη. Από την εποχή της αεροπειρατείας κι όταν ακόμη ο Τσιρώνης βρισκόταν στις φυλακές της Σουηδίας οι λεκανοκάθιστοι δημοσιογράφοι του ΒΗΜΑΤΟΣ και των ΝΕΩΝ υπακούοντας στα κελεύσματα των «αντιστασιακών» καταρράκωναν με αλλεπάλληλα δημοσιεύματα την υπόληψη και τους αγώνες του Βασίλη Τσιρώνη. Ο ίδιος μάλιστα ο Χρήστος Λαμπράκης σχολιογραφούσε υποστηρίζοντας τα κομματόσκυλα της αντίστασης προφανώς για να καλύψει τις χουντικές πομπές του ζώντας – στη χούντα – κάτω από την επίβλεψη της ΕΣΑ σε παραθαλάσσια μαγευτικά ξενοδοχεία του Φαλήρου ή σε παλαιά αρχοντικά της Πλάκας (δεν θέλω ν’ αναφέρω το όνομα του τελευταίου στοιχείου σε ποιον ανήκει).

Απ’ την πλευρά του ο Τσιρώνης θιγμένος όχι μόνο πολιτικά αλλά και σαν πρόσωπο όταν απέκτησε κάποια δύναμη νόμιμη ή παράνομη εξακόντιζε εναντίον του κυρίου Χρήστου Λαμπράκη και του δημοσιογραφικού συγκροτήματός του μύδρους με ντοκουμέντα που έσπαζαν κοκάλα. Εάν δεχτούμε λοιπόν ότι η αστυνομία με τον Υπουργό της προσπαθούσε ν’ αποσοβήσει την υπόθεση φυγοποινίας και φυγοδικίας του Τσιρώνη απομονώνοντάς μερικά τετράγωνα το Παλ. Φάληρο ή προσπαθώντας να τον «φάει» με ελεύθερους σκοπευτές από τις γύρω πολυκατοικίες και γιαπιά – ο ίδιος ο Τσιρώνης μου έδειξε και τα είδα με τα μάτια μου σφαίρες και τρύπες από πυροβολισμούς απ’ τη διαγωνίως απέναντι ανεγειρόμενη πολυκατοικία όπως ακόμα δεκάδες μυστικούς και χαφιέδες που καραδοκούσαν στα πέριξ της οδού Άρεως 35 και που πυροβολούσαν τα χωνιά του μεγαφώνου για να σταματήσουν τις εκπομπές – δεν μπορεί να κάνει αλλιώς όταν δημοσιεύματα σαν αυτά της Παρασκευής του ΒΗΜΑΤΟΣ τον αναγκάζουν να δώσει την εντολή επιδρομής.

Από την άλλη μεριά ο Τσιρώνης, πολιτικά σκεπτόμενος και θέλοντας να εξασφαλίσει τα νότα του και τη θέση του δημιουργούσε μια αγκιτάτσια και πολλές φορές και έμπρακτη δράση πετώντας ο ίδιος βόμβες μολότωφ και βάζοντας φωτιά είτε στα γραφεία του δημοσιογραφικού συγκροτήματος Λαμπράκη στον Πειραιά είτε στα γραφεία του αντιπολιτευόμενου κόμματος του ΠΑΣΟΚ που το δημοσιογραφικό συγκρότημα αναφανδόν υποστήριζε.

Πολύ λογικά μάλιστα – σχεδόν πολιτικά – στην «ΕΚΘΕΣΗ ΚΑΤ’ ΟΙΚΟΝ ΕΡΕΥΝΑ ΠΡΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗ ΑΥΤΟΨΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΧΕΣΙΝ» που κάνει την επομένη τα χαράματα και ώρα 4 το πρωί ο αστυνόμος Β’ Αντωνόπουλος Ιωάννης, της Γενικής Ασφαλείας Αθηνών, γράφει στη σελίδα 5 ότι «εντός του ερμαρίου αναυρέθησαν 1ον χειρόγραφον σημείωμα με διευθύνσεις του ΠΑΣΟΚ περιοχών Αθηνών και προαστείων…». Το γεγονός ότι μεταξύ των δεκάδων πραγμάτων που ανευρέθησαν στο σπίτι του Τσιρώνη και τα οποία η έκθεσις μετά σχολαστικότητας αναφέρει, πρώτο μνημονεύεται το χειρόγραφο σημείωμα με διευθύνσεις του ΠΑΣΟΚ και των γραφείων του, δείχνει την σπουδή της Αστυνομίας και της Εισαγγελίας να οδηγήσουν την υπόθεση στην πολιτική πρόκληση και όχι στην κοινωνική ή δικαστική ή τέλος πάντων μια άλλη παρανομία που τυχόν διέπραττε έγκλειστος στο σπίτι του ο Βασίλης Τσιρώνης.

Για την ίδια την πράξη του Τσιρώνη η ίδια η Εισαγγελία αποφεύγοντας κάθε σχόλιο παραθέτει στην 1η σελίδα την Εκθέσεως τις εκκρεμότητες που είχε ο πολίτης Βασίλειος Κ. Τσιρώνης απέναντι στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών και κατά περίεργο τρόπο, ενώ έχει 5 περιπτώσεις «παρανομίας» οι περιπτώσεις αυτές δεν αξιολογούνται χρονολογικά για να μην φανεί ότι οι τρεις απ’ αυτές τις πέντε είναι πριν απ’ τη χούντα ενώ οι δύο είναι η… «Βιαία προσαγωγή του για Ανάκριση στον Κο Ανακριτή». Και καταλήγει ότι… «Έχοντες βασίμους πληροφορίας ότι ο καταδιωκόμενος προς εκτέλεσιν των άνω αποφάσεων κρύπτεται εντός της ιδιωτικής του κατοικίας…» (βλέπε την δημοσίευση ολοκλήρου της Εκθέσεως…).

Στη σελίδα 3 της δημοσιευόμενης Εκθέσεως αναφέρεται ότι ο Τσιρώνης πυροβόλησε τουλάχιστον τρεις κατά των ετοιμαζομένων να εισέλθουν ανδρών της ενόπλου δυνάμεως… πλείονες εκ των ανδρών τούτων ων η ταυτότης θα διαπιστωθεί εκ της εξετάσεως των όπλων των, εις συγκέντρωσιν των οποίων προέβημεν, έρριψαν τέσσαρις τουλάχιστον πυροβολισμούς κατά τον έναντι της θύρας χώρων προς εκφοβισμόν του καταδιωκόμενου όστις πάντως δεν ήταν ορατός…» Τα αποτελέσματα – εάν αυτά έγιναν – ώστε να διαπιστωθεί ποιοι και από ποια όπλα έριξαν τις σφαίρες εναντίων του Τσιρώνη δεν ήρθαν ποτέ στην δημοσιότητα, παρά το γεγονός ότι ορισμένη μερίδα του Αθηναϊκού τύπου εξέφρασε την αμφιβολία ότι πρόκειται περί «αυτοκτονίας».

Στη σελίδα 4, που δημοσιεύεται αυτούσια και φωτογραφικά γράφει ότι… «δεν ηδυνήθημεν να αντιληφθώμεν εάν ούτος αυτοεπυροβολήθη. Εικάζεται ότι τούτο συνέβη διότι κατ’ εκείνην την στιγμήν δεν ηκούσθει πυροβολισμός έξωθεν…» Σε συνδυασμό πάντοτε ότι ο ιατροδικαστής κ. Γιαμαρέλος δεν αναφέρει τίποτα περί «αυτοκτονίας» στο πόρισμα που συνέταξε μετά την νεκροτομή, συν την καταγγελία του Γιατρού Γεωργίου Γρηγοριάδη, Δημάρχου Νέου Ηρακλείου Αττικής, που γράφει ότι «πεποίθησή μου είναι ότι ο Τσιρώνης δεν αυτοκτόνησε και αυτό πηγάζει και τεκμηριώνεται από τα εξής γεγονότα: ότι 1ον η είσοδος του βλήματος της σφαίρας είναι τρία με τέσσερα εκατοστά πάνω από το αυτί, κι ότι η τρύπα στον τοίχο είναι σε άσχετο σημείο και προέρχεται από άλλο πυροβολισμό και ότι ο κ. Γιαμαρέλος είναι κατηγορηματικός ότι ο Τσιρώνης πυροβολήθηκε εξ επαφής (χωρίς ν’ αναφέρει ότι αυτοκτόνησε) δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι ναι μεν πυροβολήθηκε εξ επαφής αλλά είναι εξακριβωμένο ότι βρισκόταν πολύ κοντά στην μπαλκονόπορτα κι όταν δε μου φαίνεται καθόλου δύσκολο να πέρασε ένα οπλισμένο χέρι ανάμεσα απ’ το τσεκουρωμένο ρολό και να πυροβόλησε – έστω και για εκφοβισμό – και η σφαίρα να βρήκε το κεφάλι του Τσιρώνη.», με τα παραπάνω λοιπόν που αναλυτικά μπορείτε να τα διαβάσετε στις εφημερίδες ΑΥΓΗ και ΒΗΜΑ της εποχής εκείνης – διαφαίνεται ότι δεν υπάρχει σαφής αυτοκτονία και ότι η υπόθεση έκλεισε άρον – άρον για να μην ξανανοίξει ποτέ, ήδη τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του.

Σ’ ότι αφορά την «πολιτική» του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και τη στάση των «οπαδών» του στο θέμα της «υποχρεωτικής αυτοκτονίας» ή και του ερωτήματος «δολοφονίας» του γιατρού Τσιρώνη αυτή είναι γνωστή για την σκόπιμη λήθη της παρά το γεγονός ότι ο Τσιρώνης τους εξυπηρέτησε όταν αυτοί – οι οπαδοί – ήταν εξόριστοι στον Αϊ Στράτη.

Σ’ ότι αφορά το «κόμμα Αρχών» του ΠΑΣΟΚ κι επειδή αυτό (το κόμμα) είναι γενάτο από αντιστασιακούς και ένα-ενατεσσερίτες και επειδή ο Βασίλης Τσιρώνης αντιστεκόταν στην κομματικοποίηση της αντίστασης, του ΠΑΣΟΚ που είναι σήμερα στην Εξουσία, δεν εννοεί να θέσει σε διαθεσιμότητα όλους εκείνους που ενήργησαν με αυτόν τον απάνθρωπο τρόπο οδηγώντας έναν άνθρωπο στη λύση «θανάτου» μέσα στο σπίτι του. Τέσσερα χρόνια μετά και σχεδόν ένας χρόνος με το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ζητάμε να γίνουν ανακρίσεις και να διαπιστωθεί με ποιο τρόπο «βγήκε απ’ τη μέση» ο γιατρός Τσιρώνης και να απομακρυνθούν και να τιμωρηθούν όσοι παρανόμησαν, αναγκάζοντας έναν άνθρωπο – σαν τον Τσιρώνη – να φτάσει στα έσχατα όρια μιας παρανομίας, του αυτοεγκλεισμού, της μεταβολής της οικογενειακής του Εστίας σε «ταμπούρι», και… του θανάτου του , για τον οποίο διατηρούμε βάσιμες αμφιβολίες πέρι του ότι πρόκειται για αυτοκτονία.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ 8/7/1982