Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης στο Αγρίνιο

Μετά το τέλος του άτυχου ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 οι Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις του μετώπου της Ηπείρου είχαν υποχωρήσει και ένα σημαντικό τμήμα τους υπό τον στρατηγό Λεωνίδα Λαπαθιώτη, πατέρα του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, είχαν στρατοπεδεύσει στην περιοχή του Αγρινίου. Ο ποιητής ήταν τότε στα πρώτα χρόνια της εφηβείας του και έζησε για μικρό διάστημα με την οικογένειά του στο Αγρίνιο.

Σ αυτή τη μικρή περίοδο της ζωής του στο Αγρίνιο αναφέρεται η διήγηση του ιδίου του ποιητή στο μικρό απόσπασμα που καταχωρούμε δίπλα, παρμένο από την αυτοβιογραφία του (“Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας”) που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1940 στο περιοδικό “Μπουκέτο”. Σήμερα κυκλοφορεί σε βιβλίο με τον τίτλο “Η ζωή μου – Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας” και φιλολογική επιμέλεια του Γιάννη Παπακώστα από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.

Μια διήγηση από τον ίδιο τον ποιητή:
Μετά το τέλος του πολέμου (με τη γνωστή άτυχη λύση στο Θεσσαλικό μέτωπο, γιατί στο Ηπειρωτικό είχαμε κάποιες σχετικές επιτυχίες), ο πατέρας μου μας κάλεσε να πάμε στο Αγρίνιο, οπού είχαν συγκεντρωθεί προσωρινά τα στρατεύματα μας, κατεβαίνοντας από την Ήπειρο. Φύγαμε λοιπόν οικογενειακώς για κει, κι αρχίζει νέα σειρά αναμνήσεων από το ιστορικό εκείνο, για τη ζωή μου, δεύτερο ταξίδι.

Φύγαμε με το σιδηρόδρομο, ή μητέρα μου κι εγώ (από την εποχή αυτή παύει κι ή συγκατοίκηση μας με τη «θείτσα» και με το «νουνό» πού, από τότε, πιάνουν άλλο σπίτι και ζουν χώρια) συνοδευόμενοι από το δεύτερο θείο της Κώστα Τρικούπη. Έπειτα, με την «Καλυδώνα», το βαποράκι πού, ως προ ολίγων χρόνων, έκανε τη συγκοινωνία Πάτρας – Κρυονεριού, περάσαμε στο Κρυονέρι με τις τρομαχτικές εκείνες «πάσσαρες», τίς επίπεδες και δίχως κάγκελα μαούνες, πού ή ισορροπία απάνω τους, στα πάντα ταραγμένα κι επικίνδυνα εκείνα νερά, είναι προβληματική, και πού μου άφησαν ένα αίσθημα κινδύνου ανεξάλειπτο.

Από τη διαδρομή κατόπιν με το τραίνο, δε μου μένει παρά ή ανάμνηση του Αιτωλικού (από το Μεσολόγγι περάσαμε νύχτα, δίχως να δω τίποτε, με μια λιγόλεπτη στάθμευση μονάχα), του γραφικού εκείνου αθροίσματος σπιτιών, πού είναι σαν να κολυμπάνε στα νερά, πού τα κυκλώνουν άπ’ όλες τις μεριές και τα κάνουν σαν μικρούλα Βενετία! Φτάσαμε νύχτα στο Αγρίνιο, οπού μας περίμενε Ό πατέρας μου, μ’ άλλους αξιωματικούς, στο μικρό σταθμό. Το βράδυ εκείνο μείναμε προσωρινά σ’ ένα ξενοδοχείο της κεντρικής πλατείας, κι αναπολώ ακόμα την εντύπωση πού μου ‘κανε μια επιβλητική συγκέντρωση στρατού, την ώρα της «αποχωρήσεως», με τις σημαίες, τις στολές, τα φώτα, με τις σάλπιγγες και με τα παραγγέλματα. Άλλ’ αμέσως απ’ την άλλη μέρα γίνεται ή μόνιμη μας εγκατάσταση σ’ ένα σπίτι ωραιότατο, λίγο πιο έξω απ’ την πόλη, σε μια γραφικότατη τοποθεσία, όλο καλαμποκιές και καπνοφυτείες, με φόντο καταπράσινο, και με λίγο παραπέρα μια μεγάλη ρεματιά, και μερικά χωριάτικα χαμόσπιτα, με ψηλά δέντρα γύρω τους.

Το Αγρίνιο, μετά το Ναύπλιο, έρχεται σε πρώτη γραμμή δυνατών, νοσταλγικών, σχεδόν παραμυθένιων αναμνήσεων. Αναπολώ, μ’ αληθινή συγκίνηση τα περιστατικά όλης εκείνης της διαμονής μας.

Περνούσα τα μεσημέρια μου ξαπλωμένος σε μια κούνια διχτυωτή, σαν είδος «μπράντας» ναυτικής, πού μου την είχαν δέσει σε δυο μεριές του τοίχου, και διαβάζοντας παλιούς τόμους της Διαπλάσεως των Παίδων, ενώ συγχρόνως μασουλούσα φέτες μιας αλλόκοτης φραντζόλας ντόπιας, κριτσανιστής, καλαμποκίσιας, νοστιμότατης… Και τ απογεύματα είχα εν’ αλογάκι, το «Φουάτ», μικρόσωμο και ταιριαστό στο μπόι μου, κι έκανα Ιππασία στα περίχωρα: πρέπει ωστόσο να ομολογήσω πω: η ιππασία μου εκείνη ήταν κάπως «του γλυκού νερού», γιατί ο στρατιώτης μας μου κρατούσε αδιάκοπα τα γκέμια, και δε μ’ άφηνε ποτέ να τρέξω μπρος, σύμφωνα με τη ρητή διαταγή ιδίως της μητέρας μου, πού φοβόταν ενδεχόμενα δυσάρεστα.

Οι στρατιωτικές κατασκηνώσεις ήσαν λίγο παραπέρα απ’ το σπίτι μας, κι έβλεπα τις «σκηνές», με τα κανονικότατα τους σχήματα, να λευκάζουν μες στην πρασινάδα.

Αλησμόνητη μου έχει μείνει και μια εκδρομή μας στις λίμνες τις γειτονικές του Αγρινίου.* Είχαμε ξεκινήσει αρκετά πρωί, μέσα σ’ εν’ αμάξι, ή μητέρα μου, εγώ, κι ο Κώστας ο Τρικούπης στη μέση, περιτριγυρισμένοι από καμιά σαρανταριά αξιωματικούς, απάνω στ άλογα τους, πού κάλπαζαν και σήκωναν σύννεφα σκόνης, γύρω. Περάσαμε μια γεφυρούλα ξύλινη και στήσαμε, δίπλα στις λίμνες, ένα τεράστιο τραπέζι, του οποίου μόνη γυναίκα ήταν ή μητέρα μου, κατέχοντας την τιμητική θέση μες στις αναρίθμητες στολές.

Μείναμε όλη την ήμερα, και γυρίσαμε κατά τον ίδιο τρόπο την ώρα πού βασίλευε. Εκεί είδα για πρώτη μου φορά κάτι πελώριες νεροχελώνες, με τα μεγάλα, λαξευτά τους καβούκια, και παρακολούθησα, όλος περιέργεια και φόβο, τις αργές κι όλο μεγαλοπρέπεια κινήσεις τους.

Στο Αγρίνιο μείναμε όλο το καλοκαίρι και μέρος του φθινοπώρου. Κι αλησμόνητο ακόμα μου μένει και τούτο: Κάθε βράδυ, μόλις νύχτωνε, γινόταν ή «αποχώρηση», που ξεκινούσε απ την πλατεία, και περνώντας από ένα δρόμο, λίγο πιο πέρα απ το πίσω μέρος του σπιτιού μας, κατέληγε στις γειτονικές κατασκηνώσεις. Είχαν πιάσει οι πρώτες φθινοπωρινές δροσιές, κι εγώ, με τ’ αυτί μου κολλημένο στα κλειστά παράθυρα, την ορισμένην ώρα, άκουγα τίς σάλπιγγες να περνούν παίζοντας το γνωστό σάλπισμα, της «αποχωρήσεως» – το ίδιο που παίζεται και τώρα κάποιες μέρες γιορτινές και τελετής – κρατώντας την αναπνοή μου, μήπως χάσω έστω και μια νότα τους, με εν’ ακατανίκητο αίσθημα νοσταλγίας. Κι όταν εκείνες έσβηναν, χανόντουσαν μες στην απόσταση, τα μάτια μου γιόμιζαν δάκρυα, αλλόκοτα γλυκά, κι έτρεμα όλος από τη συγκίνηση. Μου είναι τόσο υποβλητική, ακόμα και τώρα, ή ανάμνηση αύτη, πού μου δίνει ρίγος μέχρι σήμερα κάθε πού μου ‘ρχεται στη μνήμη! Είναι, Ίσως, από τις γλυκύτερες, τις πιο βαθιά νοσταλγικές και γοητευτικές αναμνήσεις όλης της ζωής μου! Το ίδιο συναίσθημα ένιωθε, θυμάμαι, κι ή μητέρα μου, και πολλές φορές τ’ αναπολούσαμε μαζί, κατόπιν.

Ώ, οι σάλπιγγες, οι σάλπιγγες εκείνες!

Πολλές φορές, αργότερα, προσπάθησα να βρω τη σημασία τους, να συλλάβω το μεγάλο μυστικό τους, κι έμεινα πάντα εκμηδενισμένος από το γλυκό, πολύ γλυκό κι όμως πικρό, σπαραχτικό μυστήριο τους.

Πολλά τα διασκεδαστικά, θυμάμαι, ακόμα, με διάφορους αξιωματικούς πού σύχναζαν στο σπίτι, και στους οποίους, όπως και στο Ναύπλιο, δίναμε τραπέζια, ταχτικά. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ένας έφεδρος υπολοχαγός του πυροβολικού, δάσκαλος, πού μιλούσε σ’ άψογη καθαρεύουσα, και πού μιμούμουν τη φωνή του, στη μητέρα μου, όταν μας έλεγε πώς θα μας έστελνε σταφύλια, επειδή είχε «μίαν άμπελον εδώ, εις τα πέριξ»! …..
_________________
Σημειώσεις:
* Πρόκειται για τις λίμνες Τριχωνίδα και Λυσιμαχεία