Τα κατορθώματα ενός Αγρινιώτη τις πρώτες ώρες του Ελληνοϊταλικού πολέμου

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ*

Οι Δρυμάδες βρίσκονται σε απόσταση 500 μέτρων (ευθεία γραμμή) από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, στους πρόποδες της Νεμέρτσικας. Αρχές Απριλίου 1939 έφθασε στο χωριό μια είδηση, που τάραξε την ήρεμη, ήσυχη και ειρηνική ζωή των χωριανών. Η Ιταλία αποβίβασε στρατεύματα στους Αγίους Σαράντα και στην Αυλώνα και κατέλαβε αμαχητί την Αλβανία. Αμέσως σχεδόν άρχισαν να συγκεντρώνονται ιταλικά στρατεύματα σε μικρή απόσταση από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ήταν σαφές το μήνυμα για μελλοντική επίθεση της φασιστικής Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος. Μετά από λίγες εβδομάδες ήλθε και στρατοπέδευσε μεταξύ Σταυροσκιαδίου και Δρυμάδων ένας λόχος Κρητικών στο εξωκκλήσι Παναγιά του Σταυροσκιαδίου. Άρχισαν αμέσως να κατασκευάζουν χαρακώματα στα πιο επίκαιρα σημεία από την τοποθεσία Γυναικόκαστρο μέχρι τους πρόποδες της Νεμέρτσικας, θέσεις Αϊλιά και Καγκέλι. Ο λόχος αυτός έμεινε μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου και έφυγε. Κατασκεύασε δε πάρα πολλά χαρακώματα. Το καλοκαίρι του 1940 στρατοπέδευσε στην ίδια θέση άλλος λόχος, οι άνδρες του οποίου ήταν όλοι Ηπειρώτες. Ανάμεσα σ’ αυτούς ο Δρυμαδιώτης Κώστας Ζέρβας και ο Σταυροσκιαδίτης Βασίλης Τσάμης. Ο λόχος αυτός υπάγονταν στο ανεξάρτητο τάγμα Δελβινακίου. Ο λόχος αυτός επρόκειτο να αντιμετωπίσει την Ιταλική επίθεση την 28η Οκτωβρίου. Στο διάστημα του καλοκαιριού έκαναν διορθώσεις στα χαρακώματα που κατασκεύασε ο προηγούμενος λόχος και κατασκεύασαν και μερικά καινούργια σε διάφορα σημεία. Τον Οκτώβριο δεν έφυγε ο λόχος, γιατί όλα έδειχναν ότι πλησιάζει η ώρα της επιθέσεως των στρατευμάτων του Μουσολίνι, ύστερα μάλιστα από τον τορπιλισμό της «Έλλης» στο λιμάνι της Τήνου στις 15 Αυγούστου. Το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου και λίγο πριν από την 28η, επικρατούσε μια ησυχία γεμάτη φόβο και αγωνία. Κανένας δεν ήξερε τι γίνεται. Τη νύχτα της 27ης προς την 28η Οκτωβρίου (Κυριακή προς Δευτέρα) κοιμηθήκαμε με κάποιο αόρατο φόβο. Κατά τις 5.30 ακούσαμε κανόνια να χτυπούν μακριά. Μάλλον στην Κακαβιά. Πριν προλάβουμε να σηκωθούμε, άρχισε το ντουφεκίδι και το κροτάλισμα των οπλοπολυβόλων στο φυλάκιο και στα χαρακώματα πέρα στου Τσιορατά, στο Ταμπόρι, στη Δαμασκηνιά και σε όλη τη συνοριακή γραμμή της περιοχής Δρυμάδων. Κάπου-κάπου ακουγόταν και όλμοι. Αργότερα ακούστηκε και ορειβατικό πυροβολικό. Τρέξαμε όλοι να προφυλαχτούμε στα υπόγεια, γιατί το χωριό βρισκότανε ανάμεσα στα δύο πυρά. Από τη μια οι Ιταλοί και από την άλλη ο ελληνικός λόχος. Ήταν κάτι το τρομερό για μας τα παιδιά. Το φυλάκιο συμπτύχθηκε γρήγορα, όπως είχε διαταγή. Ο λοχίας Τσιμπούκης (από το Αγρίνιο), όμως ήθελε να δώσει ένα καλό μάθημα στους φρατέλους του Μουσολίνι. Με το οπλοπολυβόλο του υποχωρώντας καταλάμβανε την κατάλληλη θέση κάθε φορά και προκαλούσε φθορές στο ιταλικό στράτευμα. Στο διάστημα από το φυλάκιο μέχρι το λάκκο του Αϊλιά βρέθηκαν αρκετοί Ιταλοί σκοτωμένοι. Έμεινε ολοζώντανη στη μνήμη μου η εξής εικόνα: Μετά από δύο ημέρες περπατώντας κάτω από τον Αϊλιά βρέθηκα μπροστά σε δύο Ιταλούς σκοτωμένους. Ο ένας ήταν σαλπιγκτής και στο ένα του χέρι κρατούσε ακόμη την σάλπιγκα, όπως έμεινε ξερό. Το άλλο έμεινε μετέωρο προς τα επάνω προς το κεφάλι θέλοντας να πιάσει το τραύμα από τη σφαίρα που τον χτύπησε στο επάνω μέρος και τον άφησε νεκρό. Ο άλλος ήταν δίπλα του νεκρός ανάσκελα, με ανοιχτά τα πόδια. Πρώτη φορά έβλεπα σκοτωμένους σ’ αυτή την κατάσταση και φοβήθηκα. Άρχισα να τρέχω και κάθε λίγο γυρνούσα και κοιτούσα, σαν να με κυνηγάει κάποιος… Συνεχίζοντας την περιγραφή της πρώτης ημέρας, τα γεγονότα πήραν το δρόμο που ήταν προγεγραμμένος. Ένας λόχος και με ελάχιστα μέσα δεν ήταν δυνατό να κρατήσει τα μιλιούνια των Ιταλών, που ερχότανε πάνοπλοι. Μετά από ολιγόωρη συμπλοκή ο λόχος οπισθοχώρησε για να περιμένει τον εχθρό στο Καλπάκι μαζί με τον υπόλοιπο στρατό, όπως είχαν διαταγή. Όταν η πρώτη γραμμή του μετώπου προχώρησε σε βάθος, άρχισαν να περνούν αμέτρητα ιταλικά στρατεύματα. Κάθε λίγο επαναλάμβαναν θριαμβευτικά τη φράση: «Εντούε τζιόρνο λα Τζιάννινα!..», δηλαδή σε δυο μέρες θα είμαστε στα Γιάννινα. Φυσικά, φόβος και αγωνία κατέλαβε όλους μας, γιατί κανένας δεν ήξερε τι θα συμβεί, τι θα γίνει. Πριν καλά νυχτώσει κλεινόμασταν μέσα και καλύπταμε τα παράθυρα για να μη φαίνεται το φως απ’ έξω. Είναι αλήθεια ότι ο ιταλικός στρατός δεν μας πείραξε καθόλου. Όμως από τις πρώτες ημέρες ήρθαν Αλβανοί ασπροσκούφιδες, Λιάμπηδες, που σκορπούσαν τον φόβο και τον τρόμο. Θυμήθηκαν το κληρονομικό τους επάγγελμα, τη λεηλασία και τη λαφυραγωγία. Είναι το γνωστό «πλιάτσικο». Στους Δρυμάδες σε δύο-τρία σπίτια μπήκαν. Ίσως άφηναν τους Δρυμάδες για αργότερα με τη σκέψη ότι κοντά στα σύνορα είναι, όποτε θέλουμε κάνουμε τη δουλειά μας. Ευτυχώς, όμως, όπως θα δούμε πιο κάτω, έφυγαν ξαφνικά και δεν πρόλαβαν να κάνουν τίποτε. Στο μεταξύ, όμως, πλιατσικολογούσαν στα άλλα χωριά και κουβαλούσαν τη λεία τους στην Αλβανία. Μία μέρα φαίνεται, δεν είχαν ζώα να μεταφέρουν τη λεία τους και φώναζαν ζητώντας από τους χωριανούς: «Τρε γκομάρε, ντούε μούλε», δηλαδή τρία γαϊδούρια και δύο μουλάρια. Αλβανικές αθλιότητες!.. Υπενθυμίζεται, όμως, ότι καθημερινά ακούγαμε από μακριά τα κανόνια να βροντούν, αλλά τι γίνεται κανένας δεν ήξερε. Περιμέναμε να μάθουμε νεότερα για την κατάσταση, αλλά τίποτε. Από πουθενά φως. Αγωνία και φόβος κατείχε όλους μας, μικρούς και μεγάλους… Ξαφνικά, γύρω στις 10 με 15 Νοεμβρίου, άρχισαν να περνούν λιποτάκτες Ιταλοί στρατιώτες. Πετούσαν τα όπλα και έφευγαν να γλυτώσουν την ζωή τους. Θύματα άλλωστε ήταν και αυτοί του παραλογισμού του Μουσολίνι. Ήταν ρακένδυτοι και νηστικοί. «Πόκο πάνε», δηλαδή λίγο ψωμί, μας ζητούσαν και μας παρακαλούσαν να τους δείξουμε κανένα μονοπάτι να φύγουν, για να μη τους πιάσουν οι Ιταλοί στρατιώτες, που έμεναν στο ελληνικό φυλάκιο σαν οπισθοφυλακή. Είχαν αφήσει μια μικρή φρουρά στο φυλάκιο, που έμεινε μέχρι την οπισθοχώρηση του Ιταλικού στρατού. Οι χωριανοί τους ρωτούσαν: «Πήγατε στα Γιάννινα;». Και απαντούσαν: «Πο Γκιάνενα, Γκρέκο Καλεμπάκι μπαμ-μπαμ-μπαμ». Δηλαδή, «πού να πάμε στα Γιάννινα, οι Έλληνες στο Καλπάκι μας χτύπησαν!..». Αυτή ήταν η καλύτερη είδηση για μας. Οι σπαστές αυτές λέξεις τα έλεγαν όλα. Πλήρες δελτίο ειδήσεων. Τότε με χαρά τους δίναμε ψωμί και τυρί και τους δείχναμε κρυφά μονοπάτια να φύγουν. Το μήνυμα που μας έφεραν οι Ιταλοί λιποτάκτες μας έδωσε φτερά και με κρυφή χαρά περιμέναμε ευχάριστα γεγονότα. Η χαρά, όμως, συνοδεύονταν και από τον φόβο μήπως φεύγοντας οι Ιταλοί μας κάμουν κανένα κακό. Από άλλα χωριά, όπως μάθαμε αργότερα, πήραν ομήρους για να τους ανταλλάξουν αργότερα με τους χιλιάδες αιχμαλώτους, που συνέλαβε ο ηρωικός μας στρατός… Από τις 17-20 Νοεμβρίου, κάθε βράδυ, περνούσε ιταλικός στρατός, αντίστροφα τώρα. Επέστρεφε, μάλλον οπισθοχωρούσε τώρα ντροπιασμένος στην Αλβανία. Περνούσαν χωρίς θόρυβο για να μη τους βλέπει ο κόσμος. Κρυφά στο σκοτάδι βγαίναμε έξω, για να ιδούμε καλύτερα. Και, όταν βλέπαμε εκείνο το στράτευμα, που πριν από 20 ημέρες περνούσε αγέρωχο και σίγουρο για την εύκολη νίκη να περνάει τώρα με κατεβασμένο το κεφάλι και χωρίς μιλιά, αισθανόμασταν να φουσκώνουν τα στήθη μας από εθνική υπερηφάνεια. Ξημέρωσε η 21η Νοεμβρίου. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε παντού. Κανόνια δεν ακουγόταν πουθενά. Ιταλικός στρατός δεν φαινότανε καθόλου. Μόνον στο φυλάκιο οι 15-20 Ιταλοί μπαινόβγαιναν νευρικά και ανήσυχοι κοιτούσαν προς τα ανατολικά. Το απόγευμα κατά τις τέσσερις ακούμε φωνές πάνω στ’ αλώνια! Κάποιος χωριανός φώναζε δυνατά: «Έρχονται, έρχονται!..». Και στη συνέχεια άλλες φωνές: «Βγάλτε τις σημαίες όλοι…». Τρέξαμε προς το μέρος εκείνο και είδαμε την πρώτη ίλη ιππικού του 39ου Συντάγματος, που έμπαινε στο χωριό και προχωρούσε προς το φυλάκιο. Διοικητής ήταν ο Παυσανίας Κατσώτας, ο οποίος μεταπολεμικά έγινε Δήμαρχος Αθηνών. Οι λίγοι Ιταλοί του φυλακίου έτρεξαν και ακροβολίστηκαν πίσω από την συνοριακή γραμμή. Όταν έφθασαν οι Έλληνες στο φυλάκιο πυροβόλησαν οι Ιταλοί και η συμπλοκή κράτησε λίγα λεπτά. Οι Ιταλοί έφυγαν, ενώ ο Ελληνικός Στρατός που ερχόταν στο μεταξύ κατέλαβε όλη την συνοριακή γραμμή και άρχισε την πρόχειρη στρατοπέδευσή του για λίγη ξεκούραση. Ανάμεσα στις άλλες μονάδες ήταν και ένα τάγμα Ευζώνων. Το ένδοξο ευζωνικό με την φουστανέλλα και το τσαρούχι. Οι γνωστοί τσολιάδες μας. Οι πανηγυρισμοί που ακολούθησαν δεν περιγράφονται. Οι τρεις εβδομάδες που περάσαμε με το φόβο και την αγωνία, αλλά και την αβεβαιότητα μας φάνηκαν αιώνες. Ο στρατός μας ξεκουράστηκε τρεις ημέρες. Μόλις ήρθε διαταγή να συνεχίσει την προέλαση, άρχισε να βάζει το ελληνικό ορειβατικό πυροβολικό, που ήταν στρατοπεδευμένο πάνω από το νεκροταφείο στα χωράφια πίσω από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Τα πέντε κανόνια που είχαν εκεί επί μία ώρα το πρωί έριχναν συνεχώς για να προετοιμάσουν την επίθεση. Σε λίγο ακούστηκε από ψηλά από τους πρόποδες της Νεμέρτσικας η πολεμική κραυγή που ακολουθούσε τους Ιταλούς σαν φάντασμα σε όλη τη διάρκεια του πολέμου: «Αέρααα!». Ο στρατός όρμησε επαναλαμβάνοντας την κραυγή, για να απελευθερώσει την Β. Ήπειρο. Ήταν πραγματικά ημέρες θριάμβου και μεγαλείου της ελληνικής φυλής! Οι Ιταλοί έφευγαν χωρίς αντίσταση. Την άλλη ημέρα έφεραν αρκετούς Ιταλούς στρατιώτες αιχμαλώτους. Όμως, τη χαρά μας για όλα αυτά ήρθε να την κόψει ένα άλλο δυσάρεστο γεγονός. Οι Ιταλοί διέθεταν χιλιάδες πολεμικά αεροπλάνα, ενώ ο στρατός μας είχε ελάχιστα. Στις 28 Νοεμβρίου το πρωί έφθασαν τα πρώτα βομβαρδιστικά ιταλικά αεροπλάνα και άρχισαν ξαφνικά να βομβαρδίζουν το χωριό, γιατί εξακολουθούσαν να υπάρχουν στρατιωτικές μονάδες μέσα και έξω από αυτό. Γύρω από το σπίτι μου έπεφταν βόμβες και συνταράζονταν τα πάντα. Η μακαρίτισσα η μάνα μου μας πήρε εμένα και τον αδελφό μου, μας έβαλε κάτω και έπεσε επάνω μας να μας καλύψει, να σκοτωθεί αυτή και να γλυτώσουμε εμείς. Φύλαξε ο Θεός και γλυτώσαμε όλοι την ώρα που περνούσαν τα βλήματα από το παράθυρο και χτυπούσαν στον απέναντι τοίχο… Μόλις έφυγαν τα αεροπλάνα φύγαμε όλοι από τα σπίτια και τρέχαμε στις χαράδρες και στις σπηλιές να κρυφτούμε μήπως ξανάρθουν. Τότε βομβαρδίστηκαν τρία σπίτια και το Δημοτικό Σχολείο, στο οποίο έμεναν αρκετοί στρατιώτες. Ευτυχώς δεν σκοτώθηκε κανένας κάτοικος, εκτός από μερικούς μικροτραυματισμούς. Σκοτώθηκαν όμως δύο στρατιώτες και θάφτηκαν στο νεκροταφείο του χωριού. Μόνον τα μικρά τους ονόματα θυμάμαι: Αριστείδης και Κωνσταντίνος. Αργότερα μάθαμε ότι ο Κωνσταντίνος ήταν από την Χαλκίδα. Κάθε χρόνο την 28η Οκτωβρίου ο παπάς του χωριού έψαλλε τρισάγιο στον τάφο τους και μνημόνευε τα ονόματά τους. Στη δεκαετία του 1950, όταν στήθηκε το ηρώο στο χώρο της κεντρικής εκκλησίας τα οστά των δύο στρατιωτών τοποθετήθηκαν στη βάση του ηρώου. Πάντως, τις ώρες εκείνες του πολέμου για μας ο Αριστείδης φάνταζε σαν εκπρόσωπος της αρχαίας Ελλάδας και ο Κωνσταντίνος του Βυζαντίου. Και για να συνεχίσουμε την περιγραφή των γεγονότων, οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν και άλλες ημέρες. Ευτυχώς οι Ιταλοί δεν είχαν ευστοχία. Διαφορετικά δεν θα έμενε σπίτι όρθιο. Μία αγέλη από αγελάδες, που έβοσκε στα χωράφια πάνω από το χωριό στην τοποθεσία Πλάτανος, φαίνεται ότι νόμισαν πως είναι μεταγωγικά μουλάρια του στρατού και άρχισαν να τις χτυπούν με τα μυδράλια και με βόμβες. Έτσι, οι περισσότερες αγελάδες «έπεσαν ηρωικά στο πεδίον της μάχης…»! Στο μεταξύ, εμείς κάθε μέρα, πριν ξημερώσει, ρίχναμε χόρτο μπόλικο στα παχνιά των ζώων για να έχουν τροφή για όλη την ημέρα και φεύγαμε οικογενειακώς μακριά από το χωριό σε σπηλιές για να κρυφτούμε από τα αεροπλάνα. Στις 4 Δεκεμβρίου έγινε αερομαχία στην περιοχή. Τα ολίγα ελληνικά καταδιωκτικά αεροπλάνα έγραψαν μια ένδοξη σελίδα, δίνοντας ένα γερό μάθημα στον υπερφίαλο Μουσολίνι. Ένα ιταλικό αεροπλάνο έπεσε πάνω από την Πολύτσιανη και ένα απέναντι από τις Δρυμάδες, στη θέση Τζουρί και συγκεκριμένα στο χωράφι του Στέφανου Παπασταύρου, του δάσκαλου του χωριού. Έπεσε με τη μούρη στο έδαφος και μπήκαν σε βάθος τα σίδερα του μπροστινού μέρους. Ο αεροπόρος διαμελίστηκε κυριολεκτικά. Για πολλά χρόνια επισκεπτόμασταν το μέρος εκείνο και βρίσκαμε μεγάλους κάλυκες από το μυδράλιο του αεροπλάνου. Από τότε (4 Δεκεμβρίου), σταμάτησαν οι βομβαρδισμοί και σιγά-σιγά η ζωή του χωριού ξαναβρήκε το ρυθμό της. Και ο Ελληνικός Στρατός συνέχιζε πάντα νικητής την προέλασή του. Κάθε λίγο ερχότανε ευχάριστες ειδήσεις. Σήμερα ο στρατός μας κατέλαβε το Αργυρόκαστρο, την άλλη τη Χειμάρρα κ.λπ. Όμως, ο στρατός μας τον χειμώνα του 1940-41 είχε να αντιμετωπίσει και τη φοβερή βαρυχειμωνιά. Το χιόνι στα Βορειοηπειρωτικά βουνά ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. Η παγωνιά έφθανε τους 10 βαθμούς υπό το μηδέν. Πολλοί στρατιώτες μας έπαθαν κρυοπαγήματα και για να μη πεθάνουν τους έκοβαν τα πόδια. Πόσοι λεβέντες άνδρες γύρισαν χωρίς πόδια στα σπίτια τους!.. Η τραγουδίστρια της νίκης του σαράντα Σοφία Βέμπο, όταν βγήκε στη σκηνή να τραγουδήσει για πρώτη φορά το τραγούδι «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά…», είδε στις πρώτες σειρές να κάθονται στρατιώτες με κομμένα πόδια και δεν κρατήθηκε από τη συγκίνηση. Με τις πρώτες λέξεις του τραγουδιού την πήραν τα δάκρυα, διέκοψε το τραγούδι και έτρεξε γρήγορα πίσω από τη σκηνή για να μην δουν τα δάκρυά της. Οι θεατές την αποθέωσαν χειροκροτώντας όρθιοι για πολλή ώρα, μέχρι που ξαναβγήκε στη σκηνή και συνέχισε το τραγούδι..

πηγή : ksipnistere.blogspot.gr