Ο πόλεμος του 1940 και η Ναύπακτος

Από ιστοριογραφήματα του Ι. Βαρδακουλά Πηγή:emprosnews.gr

Η καταγραφή ιστορικών γεγονότων, έτσι όπως έλαβαν χώρα και όχι ωραιοποιημένα, για να υπηρετήσουν κάποια σκοπιμότητα, είναι χρέος εκείνων που τα έζησαν ή έχουν κάποια στοιχεία γι’ αυτά.

Και είναι ηθική υποχρέωσή τους, γιατί η διαφύλαξη της μνήμης τους συντηρεί την ιστορική συνείδηση κάθε λαού.Με τις σκέψεις αυτές αποφάσισα να καταγράψω κάποια γεγονότα από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, συνδεμένα με την πόλη μας, όπως τα έζησα σαν ακαδημαϊκός τότε, κατά ένα τρόπο, πολίτης κι’ ύστερα φοιτητής(…) Συνηθίζουμε, να θεωρούμε, ότι ο πόλεμος είναι ένα γεγονός, που ξεσπάει ξαφνικά, όπως η αιφνίδια νεροποντή. Και όμως αυτό δεν είναι αληθινό. Προηγείται ένα προπαρασκευαστικό στάδιο, που το ζουν σε όλες του τις πτυχές οι πολιτικοί και οι διπλωμάτες κι’ εκείνοι που έχουν τη δύναμη της πρόβλεψης, πράγμα που δεν συνέβαινε στην περίπτωση μου. Αυτό το προπαρασκευαστικό στάδιο, με εμφανή γεγονότα, το ζήσαμε ιδιαίτερα εμείς οι Ναυπάκτιοι.

Η προετοιμασία
Ήταν λίγο πριν τον τορπιλισμό του πολεμικού «ΕΛΛΗ», ανήμερα της Παναγίας στο λιμάνι της Τήνου, στην οποία το πολεμικό μας είχε μεταφέρει το άγημα για την εορτή. Δεν είχε καλά – καλά ξημερώσει.
Στον μικρό κόλπο της Ναυπάκτου είχαν ελλιμενιστεί πλοία του πολεμικού μας ναυτικού, μετά τα ετήσια γυμνάσια στο Ιόνιο πέλαγος. Αντιτορπιλικά, τορπιλοβόλα, υποβρύχια και βοηθητικά έδιναν μιαν άλλη εικόνα στον κατά τα άλλα ήσυχο κόλπο. Κι’ ήταν οι μέρες εκείνες γιορτινές με την εορτή της Αγίας Παρασκευής, τα πλοία με τις σημαίες, οι αξιωματικοί και οι ναύτες, με τις άσπρες στολές τους, οι βραδινοί χοροί στην Ψανή.
Δεν είχε καλά – καλά ξημερώσει, όταν αεροπλάνο «αγνώστου εθνικότητας», όπως, για λόγους σκοπιμότητας, είχαν οι αρμόδιοι ισχυρισθεί, έριξε τις βόμβες του εναντίον των πολεμικών μας πλοίων, ιπτάμενο τόσο ψηλά, που μόλις ακουγόταν.Οι βόμβες έπεσαν ευτυχώς στη θάλασσα, μεταξύ των πλοίων, από τα οποία κανένα δεν χτυπήθηκε.Σήμανε συναγερμός, και ο στόλος απέπλευσε για άλλα αγκυροβόλια. Για την απρόκλητη αυτή ιταλική επίθεση απαγορεύτηκε στις εφημερίδες να γράψουν οτιδήποτε.Ήταν τότε καλοκαίρι του 1939.
Τα σύννεφα του πολέμου έκαναν την εμφάνισή τους στον ορίζοντα της ιστορίας.
Ύστερα ατό λίγες ημέρες, ένα βράδυ που θύμιζε το στίχο του ποιητή «νύχτα σπαρμένη ονείρατα, νύχτα σπαρμένη μάγια» ο ελληνικός ραδιοφωνικός σταθμός, ευθύς μετά τη μετάδοση του σήματος του «τσοπανάκου» ανήγγειλε την κήρυξη του πολέμου της Γερμανίας εναντίον της Πολωνίας, με τον οποίο άρχιζε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Ήταν την 1η Σεπτεμβρίου του 1939(…)
Η Πατρίδα μας άρχιζε πλέον φανερά την πολεμική της προετοιμασία.
Έφεδροι, ως επί το πλείστον αγύμναστοι φοιτητές, που είχαν αναβολή λόγω σπουδών, και άλλες μικρές κλάσεις καλούνταν με ατομικές προσκλήσεις για γυμνάσια.
Κάθε μέρα κάποιος έφευγε από κάθε σπίτι, που συγγενείς και φίλοι τον συνόδευαν μέχρι το λιμάνι ή το αυτοκίνητο για το Μεσολόγγι, όπου γίνεταν η κατάταξη.
Τα Σαββατοκύριακα, με τις άδειές τους, γέμιζαν οι δρόμοι της πόλης μας από ευζώνους και φαντάρους. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα συνειδητοποιούσαν όλοι σιγά -σιγά τον πόλεμο, που ερχόταν…

Ο βομβαρδισμός
Φτάσαμε έτσι στο πρωινό της 28ης Οκτωβρίου του 1940, που ο ιταλικός φασισμός αξίωσε την ανεμπόδιστη διάβασή του από τη χώρα μας, στην πραγματικότητα την παράδοσή μας. Η κήρυξη του πολέμου υπήρξε αναπόφευκτη.
Το «ΟΧΙ» του δικτάτορα Κυβερνήτη επικυρώθηκε από τον ψυχολογικό προετοιμασμένο λαό μας με τον αγώνα τον ηρωισμό και την αυτοθυσία του στα πεδία των μαχών και την εθνική του αντίσταση.
Κηρύχτηκε αμέσως γενική επιστράτευση, που είχε πλημμυρίσει τη μικρή μας τότε πόλη με τους διερχόμενους, απ’ τα χωριά, Ναυπακτίτες, για να φθάσουν το ταχύτερο δυνατό στις μονάδες επιστράτευσή τους. θαρραλέοι νέοι. συμπαριστάμενοι από συγγενείς και φίλους και από τους μεγαλύτερους στην ηλικία κατοίκους βιάζονταν να φθάσουν, όπου το καθήκον τους καλούσε.
Δεν υπήρχε φοβία πολέμου, όσο και αν ο πόλεμος είναι αποκρουστικός.
Όσοι μπορούσαν τους πρόσφεραν τσιγάρα, τους στήριζαν με το λόγο τους στην εκτέλεση του καθήκοντος και τους εύχονταν «καλή και πάλι πατρίδα».
Τα σχολεία έκλεισαν αμέσως και οι μαθητές γύρισαν και πάλι στα σπίτια τους, περιμένοντας για την επανάληψη των μαθητών τους.
Την εποχή εκείνη γίνεταν το «Παζάρι του Αγίου Δημητρίου».
Το ανατολικό μέρος της πόλης, όπως συνηθίζεταν, ήταν κατάσπαρτο από τις παράγκες των πανηγυριστών, οι οποίο, άρχιζαν με την κήρυξη του πολέμου τάχιστα να μαζεύουν το εμπόρευμά τους, για να επιστρέψουν στις εστίες τους.
Βρισκόμαστε στην τρίτη ημέρα από την κήρυξη του πολέμου.
Ήταν Τετάρτη 30 Οκτωβρίου.
Όλο αυτό το διήμερο τα ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν συνεχώς την Πάτρα με ικανό αριθμό θυμάτων. Στις τρεις και μισή της ημέρας αυτής, ένα σμήνος ιταλικών αεροπλάνων στράφηκε από την Πάτρα προς τη Ναύπακτο.
Έξω από το λιμάνι και ανοιχτά του Γριμπόβου ήταν ελλιμενισμένο μεγάλο φορτηγό πλοίο, ενώ οι πανηγυριώτικες παράγκες δεν είχαν ακόμη διαλυθεί.
Οι βόμβες των τριών αεροπλάνων εξαπολύθηκαν κατά του πλοίου και των Αηδημητριάνικων παραπηγμάτων, που ως φαίνεται, θεωρήθηκαν στρατόπεδα του ελληνικού στρατού, γιατί το ίδιο βράδυ ο ιταλικός ραδιοφωνικός σταθμός του Μπάρι, στην ελληνική του εκπομπή, μετέδωσε, ότι «στο λιμένα της Ναυπάκτου βυθίστηκε μεγάλο μεταγωγικό σκάφος και βομβαρδίστηκαν στρατιωτικές εγκαταστάσεις και στρατόπεδο του ελληνικό- στρατού».
Οι βόμβες όμως δεν βρήκαν το μεταγωγικό σκάφος αντ΄ αυτού έπεσαν πίσω ακριβώς από το Δημοτικό σχολείο της Αφροδίτης, όπου διέλυσαν τη νεκροφόρα του δήμου με μια Βομβοκιώτισσα νεκρή με το επώνυμο Κωστίνα, και μερικούς τραυματίες.
Οι άλλες βόμβες, που προορίζονταν για τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις και το στρατόπεδο διασκορπίστηκαν στις υπώρειες του υπερκειμένου βουνού και μέχρι την υπωρειών της Αγίας Τριάδας χωρίς κανένα άλλο θύμα.
Στην Πάτρα, ως γνωστό, ήσαν προπολεμικά εγκατεστημένοι μερικές χιλιάδες Ιταλοί, οι οποίοι, φοβούμενοι αντίποινα, διασκορπίστηκαν στη γύρω περιοχή, διότι με την κήρυξη του πολέμου οι Πατρινοί, όπως μεταδόθηκε, κατέστρεψαν και διέλυσαν τα Γραφεία της ιταλικής αεροπορικής εταιρείας «ΑEROESPRESSO», η οποία συνέδεε με τα υδροπλάνα της την Πάτρα με το Πρίντεζι.
Διαδόθηκε λοιπόν, ότι πολλοί από αυτούς είναι κατάσκοποι και δολιοφθορείς, λόγος για τον οποίο συστήθηκε αμέσως, με πρόσκληση της Αστυνομικής Αρχής, από τους μεγαλύτερους, οπλισμένο σώμα το οποίο επόπτευε για τον συσκοτισμό των σπιτιών, που είχε διαταχθεί για την προστασία της γέφυρας του Μόρνου, που εξασφάλιζε την επικοινωνία μεταξύ του μετώπου και της πρωτεύουσας, στο σημείο αυτό της διαδρομής και την επιτήρηση όλης της περιοχής για μετακινήσεις ξένων.
Με την κήρυξη του πολέμου οι οικογενειάρχες, μετά μάλιστα και το βομβαρδισμέ πόλης, είχαν απομακρύνει από την πόλη τις οικογένειες τους στα γύρω κτήματα υπήρχαν κάποια οικήματα, και στα χωρία.
Ύστερα, η πόλη τελούσε υπό συνεχή συναγερμό δεδομένου ότι σε κάθε βόμβα αεροπλάνου εχθρικού ή και δικού μας, οι καμπάνες ναών έδιναν το σύνθημα του συναγερμό, με πρωτοστάτη τις καμπάνες του Αγίου Λ ου, στον κωδωνοκρούστη του οποίου δινόταν από την απέναντι εγκαταστημένη Αστυνομία σύνθημα.
Κι’ έβλεπες στο δρόμο γυναίκες, γριές, ηλικιωμένους και παιδιά, να τρέχουν στα καταφύγια, τα υπόγεια των οποίων είχαν επιλεγεί από τα νεότερα σπίτια.
Θυμάμαι δύο : ένα ήταν του σπιτιού του Θανάση Κοσαντιανού στο οποίο σήμερα είναι εγκαταστημένες οικογένειες των αδελφών Τηλιγάδα, και το άλλο του Ηλία Ράπτη, ενώ πολλοί είχαν α στις αυλές τους ορύγματα σκεπασμένα, στα οποία ήταν τοποθετημένη η εικόνα της Παναγίας και το ακοίμητο καντήλι της.
Χρησιμοποιούνταν βέβαια και άλλοι χώροι ως καταφύγια, ενώ εμείς οι νέοι προτιμούσαμε την παραλία, απ’ όπου ξαπλωμένοι αγναντεύαμε τον ουρανό.
Αυτήν την εποχή ήταν, που άνοιξαν μερικούς, δύο – τρείς νομίζω, από τους επτά θόλους της πρόσοψης του Αγίου Δημητρίου, που χρησιμοποιούνταν και αυτοί ως αντιαεροπορικά καταφύγια, σ’ ένα απ’ τα οποία φιλοξενήθηκα μερικά βράδια.
Βομβαρδισμός της Ναυπάκτου δεν επαναλήφθηκε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου στην Αλβανία.

Οι νεκροί Επαχτίτες
Οι Επαχτίτες νεκροί του αλβανικού μετώπου ήταν: Αξιωματικοί: Κώστας Λ. Τζαβέλλας, ίλαρχος, Γιώργος Πιάς, εκπαιδευτικός, έφεδρος υπολοχαγός, Σπύρος Μπλέρης, έφεδρος ανθυπολοχαγός, Βασίλης Παπαϊωάννου, εκπαιδευτικός έφεδρος ανθυπολοχαγός, Χρήστος Σιαμαντάς ανθυπολοχαγός και Φίλιππος Πλαστήρας ανθυποσμηναγός, Στρατιώτες: Γιάννης Ζουλούμης, Κώστας Κορομπίλης, Γιώργος Παπανδρέου, Κώστας Πέτσινης και Στέφανος Φούντας. Αιωνία τους η Μνήμη.
Αρκετοί ήταν επίσης οι επαχτίτες αξιωματικοί και στρατιώτες τραυματίστηκαν στα πεδία των μαχών. Να σημειωθεί, ότι το 2/39 Σύνταγμα, με έδρα το Μεσολόγγι, στο οποίο κατατάσσονταν οι Αιτωλοακαρνάνες, είχε προωθηθεί από τις πρώτες στρατιωτικές μονάδες στο αλβανικό μέτωπο και μάλιστα στον πιο φονικό τομέα του, το Τεπελένι, με διοικητές παλαιμάχους αξιωματικούς, το Ναυπακτίτη Γεώργιο Τζουμέρκα και μετά τον Αιτωλοακαρνάνα Παυσανία Κατσώτα.
Άφησα για τελευταίο το νεαρό στρατιώτη Κώστα Κουκίδη, για τον οποίο διάβασα κι’ εγώ. ότι ήταν Ναυπακτίτης.
Στρατιώτης αυτός, σκοπός της ελληνικής σημαίας στο βράχο της Ακρόπολης, όταν ανέβηκε το γερμανικό άγημα στον ιερό βράχο και του ζήτησε, να υποστείλει τη σημαία, προκειμένου να γίνει η έπαρση της γερμανικής, κατέβασε τη σημαία μας και αγκαλιάζοντάς την ρίχτηκε στο βράχο, μη μπορώντας να συμφιλιωθεί με την αναγκαστική αυτή πράξη της εθνικής ντροπής…
Στις 6 Απριλίου 1941, νέος εχθρός προ των πυλών. Ο σιδηρόφραχτος στρατός της εθνοκοσοσιαλιστικής Γερμανίας από τα βόρεια τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Μετά πολυήμερες λυσσώδεις επιθέσεις κατά των φρουρών της αμυντικής γραμμής, λεγόμενης τότε «Γραμμή Μεταξά» με πλειάδα οχυρών αδιαπέραστων, εκμεταλλευόμενος τα γεγονότα στη γειτονική μας Γιουγκοσλαβία, διολίσθησε από την ακάλυπτη διάβαση στο τριεθνές (Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία,Ελλάδα) και μετά σκληρές μάχες, έγινε κύριος και στη χώρα μας.
Κατά την περίοδο του πολέμου αυτού από το νέο μέτωπο, δεν είχαμε στην πόλη μας γεγονότα, παρά μόνο τα εξής, μέχρι την είσοδο της Μεραρχίας των SS.
Στη θαλάσσια περιοχή της Βαρείας ήταν αγκυροβολημένο φορτηγό πλοίο, έμφορτο με διάφορα τρόφιμα, το οποίο μεθοδικά τα γερμανικά αεροπλάνα χτυπώντας το εκάθισαν, χωρίς να το καταβυθίσουν, με αλλεπάλληλες εφόδους των.
Όπως ήταν επόμενο τα τρόφιμα διαρπάχτηκαν, το δε ημιβυθισμένο πλοίο οι Γερμανοί, μετά την είσοδο τους, το μετέφεραν, όπως συνήθιζαν, για να το επισκευάσουν και το καταστήσουν χρήσιμο για τις ιδικές τους μεταφορές.
Ένα άλλο γεγονός της περιόδου αυτής του γερμανοελληνικού πολέμου ήταν η κατάρριψη στην περιοχή της Ρίζας γερμανικού πολεμικού αεροπλάνου, με πλήρωμα δύο αξιωματικούς.
Η Κοινοτική μας τότε Αρχή και η Αστυνομία εφρόντισαν για την ταφή των δύο αυτών Γερμανών αξιωματικών στο Νεκροταφείο του Αγίου Στεφάνου, τοποθετώντας στο μνήμα τους και σταυρό.
Όταν αργότερα κατέλαβαν την περιοχή μας οι Γερμανοί και αντίκρισαν τη φροντίδα μας για την ταφή τους, εντυπωσιάστηκαν και ευχαρίστησαν την τοπική μας Αρχή.
Με την είσοδο του γερμανικού στρατού στην πόλη μας, τμήμα αυτού διεκπεραιώθηκε αμέσως στον Ψαθόπυργο, επιτάσσοντας το καΐκι «Δωρίδα» των αδελφών Αθανασίου (Πατάκα) απ’ όπου επέστρεψε με 20-25 άγγλους αιχμαλώτους, τους οποίους περιόρισαν στο κτίριο του Γυμνασίου μέχρις ότου τους προωθήσουν σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Στην πόλη μας, την εποχή αυτή υπήρχε η δραστήρια «Χριστιανική Ένωση Νεανίδων», η οποία κινήθηκε δραστήρια και επέτυχε με την οικονομική αρωγή των συμπολιτών μας ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες διατροφής και καθαριότητας των ρούχων τους.
Με την είσοδο των γερμανών στρατιωτών στην πόλη μας, ημέρες πασχαλινές του 1941, χάθηκαν «εν ριπή οφθαλμού» τα νεράντζια, που, φαίνεται, ήταν γι’ αυτούς πολύ σπουδαίο φρούτο, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι αντιμετώπιζαν πρόβλημα επισιτιστικό.
Κι’ ύστερα… ύστερα, χωρίς ανάσα, άρχιζε η νύχτα της Κατοχής, που τη φώτιζαν οι αστραπές της Εθνικής μας Αντίστασης.
Τελειώνοντας το ιστοριογράφημά μου αυτό, από τον πόλεμο 1940-1941, να μου επιτρέψει ο αναγνώστης, να προσθέσω τα ακόλουθα: Ο ελληνικός λαός, στον οποίο ανήκουμε κι’ εμείς οι Ναυπάκτιοι, δεν υπήρξε στη διαδρομή της ιστορίας του λαός πολεμικός.
Είμαστε λαός ειρηνόφιλος, φυσικά, όταν δεχτήκαμε την απρόκλητη επίθεση, αποδείξαμε την αγάπη μας στην ελευθερία με όσες κι αν χρειάζεταν θυσίες ποτισμένη.
Δεν κρατήσαμε κακία έναντι των στρατιωτών προσωπικά. Κατά την πτώση του Ιταλικού φασισμού επαχτίτες έκρυψαν στρατιώτες και άλλους τους βοήθησαν να φύγουν προς τους αντάρτες.
Θυμάμαι ένα στιγμιότυπο αυτής της ανθρωπιάς.
Το καλοκαίρι του 1943, που έπεσε ο Μουσολίνι και οι νέοι ιθύνοντες της Ιταλίας προσεχώρησαν στο μέτωπο των αγωνιζομένων
ελεύθερων λαών, περνούσε πεζή δια μέσω της πόλης μας μια φάλαγγα ιταλών στρατιωτών εξαθλιωμένων από την στέρηση που τους οδηγούσαν ανατολικά.
Οι επαχτίτες είχαν ξεχυθεί στον κεντρικό δρόμο, που ακολουθούσε η φάλαγγα και με χίλιες προφυλάξεις από τους γερμανούς συνοδούς, τους πρόσφερε ότι ήταν δυνατό: ψωμί, τσιγάρα και μερικοί ακόμη και ρουχισμό, γιατί ήσαν ντυμένοι θερινά και τους περίμενε σκληρή δοκιμασία.
Τη σκηνή αυτή την έζησα, όρθιος στο πεζοδρόμιο.
Σε μια στιγμή, ένας ιταλός στρατιώτης, δείχνοντας τη φάλαγγα και απευθυνόμενος στους πολίτες, φώναξε: «VinceremeconDuce» όπως αποκάλεσε χλευαστικά τον υπεύθυνο της τραγωδίας του ιταλικού λαού Μπενίτο Μουσολίνι, αρχηγό του ιταλικού φασισμού.
Και, να καταλήξω, γράφοντας όσο πιο απλά και ανθρώπινα μπορώ. Και αυτό της λαϊκής ψυχής, και ενθύμηση για τους παλαιοτέρους.
Η αγάπη και η ενότητα του λαού μας ήταν αυτή, που μας περιχαράκωσε και μας προστάτεψε στις τραγικά δύσκολες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας μας, αυτή η ομοψυχία και η αλληλεγγύη, που κινητοποίησε εκ βαθέων το ψυχικό μας δυναμικό και το ενέταξε σε υψηλούς στόχους, υπεράνω διαφορών και αντιπαλοτήτων, στον ιερό εκείνο χώρο, που η συλλογική συνείδηση του λαού μας διαμορφώνει τις αξίες της εθνικής μας ιδιαιτερότητας.
Για μια ακόμη φορά το κοινοτικό πνεύμα, που υπήρξε πάντα το εφαλτήριο της ιστορικής μας συνέχειας , έλαμψε και βρόντηξε ως συνθετικό στοιχείο του πολιτισμού μας.