Ενανθρωπίζοντας τους Βρυκόλακες του Ίψεν ξανά

Tης Αντιγόνης Κατσαδήμα
Πράγματι, η συνέχεια του θεάτρου εδράζεται στον πολιτισμό με ταυτότητα και στη διαμόρφωση ενός λεκτικού βίου με στόχο την πραγμάτωση του ‘‘αισθηκειμένου’’, του διακριτού σημείου σε υποκείμενο και αντικείμενο, παρελθόν και παρόν, παράδοση και παραγωγή. Καθώς, αυτά τα σύνορα στα δίπολα ταχυτήτων σημειώνονται για να υπερβαίνονται, ο λεκτικός θεατρικός κόσμος εμφανίζεται αδιαίρετα ενωτικός.

Την ίδια στιγμή, όμως, που οι Βρικόλακες του Ίψεν προτείνονται εκ νέου, σε σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού στο κοινό της οδού Κεφαλληνίας, και ένα κλασικό έργο επαναφέρεται από τη μνήμη των θεατών σε παράσταση εναισθησίας κι εναισθητικής ενότητας, ένα αθηναϊκό πολιτικό τοπίο αποσχισμένων βρικολάκων επιχειρούν νέα σχήματα εξουσίας-58 ‘‘ελαιοπόροι’’ ζητούν ‘‘αγγαρεία’’- επενδύοντας στο φόβο των περισσοτέρων ότι δεν θα παρεκκλίνουν από το άλφα ή το βήτα, ώστε να εκπροσωπήσουν το αποτυχημένο σύνολο ‘‘Α+Β’’. Αυτούς τους βρικόλακες καταγγέλλει ο Ίψεν, μαζί με τα ψυχαναγκαστικά αποκυήματα των συμβιβασμών τους. Βρικόλακες είναι τα δεδομένα χωρίς συνειδητή συγκεκριμενοποίηση και αξιολογική σημασία.

Αν και γραμμένο το 1881, το κείμενο διαλογοποιεί τα συμφέροντα με ευθύ και εξιχνιαστικό τρόπο. Αντιπαραθέτει το συμφέρον και το προφίλ της συγκαλυμμένης εξουσίας, -του πάστορα Μάντερς (Νίκου Χατζόπουλου)-, στο προσωπικό αντίστοιχο συμφέρον του ανθρώπου δέσμιου των ενστίκτων του, -του Έγκστραντ, πατέρα της Ρεγγίνας (Γιώργου Κέντρου)-, μέχρι τη στιγμή της σύμπλευσης, όπου καταδεικνύεται πως εξουσία χωρίς συμφέροντα δεν υπάρχει. Φανερώνει τη δύναμη της γυναικείας πυγμής κι αποφασιστικότητας, ιδωμένης στα πρόσωπα της κυρίας Άλβιγκ( Μπέττυς Αρβανίτη) και της Ρεγγίνας (Μαρίας Κίτσου), με τις δίφωνες αποχρώσεις της, γύρω από την ανάγκη χειραφέτησης. Και φέρνει στο επίκεντρο το ζήτημα της απαγορευμένης απόλαυσης, της χαράς της ζωής, για τον άνθρωπο, με τον Όσβαλτ (Κώστα Βασαρδάνη) να νοσεί, ενόσω εκφράζει την προνομιακή, καλλιτεχνική και ψυχογραφική πλευρά της αστικής ζωής. Ενώ, στον αντίποδα αυτής, έγκειται η ζωή χρέους της Ρεγγίνας, η οποία είναι υποχρεωμένη να υπακούει σε ένα δεδομένο πρόγραμμα επιβίωσης.
Η πρόταση του Στάθη Λιβαθινού να ενανθρωπίσει τους Βρικόλακες του Ίψεν προσθέτει στο κείμενο αναλαμπές ειρωνικών συμφραζομένων, όπως είναι οι κόκκινες γόβες ή η βαλίτσα, δίνοντας ένα αμάλγαμα εικόνας και λόγου, συμβόλων και φερόμενων πράξεων. Ενώ οι ερμηνείες και η σύνθεση των ρόλων υπογραμμίζουν μέσα από τη ρητορική την ανάγκη, για τον άνθρωπο, να έχει πολιτικοκοινωνική παιδεία και μόρφωση, να αξιολογεί τις ποιότητες των λόγων, αντικρουόμενων ή μη, συμπληρωματικών ή ανατρεπτικών. Ο Μάντερς του Χατζόπουλου είναι υπομονετικός και υποτακτικός για να πετύχει το στόχο του, αποκτώντας την αυτοπεποίθηση ότι είναι ανώτερος στην ιεραρχία και σε δύναμη, αυτός που γνωρίζει και μπορεί να πείθει. Ο Έγκστραντ του Κέντρου είναι νευρικός και εξωστρεφής, σε σχέση με την παρωδιακή χροιά του συμφέροντός του. Η Άλβιγκ της Αρβανίτη κινείται ανάμεσα στον καθωσπρεπισμό και στη γενναιότητα, να είναι μπροστά από την εποχή της. Η Ρεγγίνα της Κίτσου επιδιώκει δυναμικά ένα καλύτερο μέλλον, εν τέλει, προς το άγνωστο, αψηφώντας το φόβο με τον ερωτισμό της, και μέσα από την απόπειρα να συμφιλιωθεί, φαντασιακά, με την απώλεια της μητέρας της. Και ο Όσβαλτ του Βασαρδάνη είναι ο νέος που νοσεί, συμβολίζει το πνεύμα που υφίσταται τη φθορά, με παραληρηματικές εξάψεις, ως ο φορέας της ιδιαιτερότητας και της επιλογής ενάντια στην αποδοχή του πλαισίου.

Καθώς η ιστορική εξέλιξη των θεατρικών παραστάσεων για τους Βρυκόλακες συναινεί στον επανατονισμό τους, η εν λόγω πρόταση του θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας ενέχει ενδιαφέρον στο βαθμό που αυτό επιτυγχάνεται με σεβασμό στο κείμενο, μέσα από την αλληλοσύγκρουση, διατηρώντας την τραγικότητα του έργου και των συνυφασμένων χαρακτήρων. Το τέλος και η λύση συμπορεύονται με την αλήθεια ότι η εμβέλεια του εσωτερικού λόγου, όπως εξωτερικεύεται στο θέατρο, συνάδει με την αποκάλυψη του νοήματος, ότι άνθρωπος είναι όποιος δημιουργεί και διέπει σημασίες αντί να διέπεται από την αίσθηση ότι ανήκει στον κόσμο του, σε μια οικογένεια χωρίς σημασίες.

Α΄Σκηνή του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας
Παίζουν: Μπέττυ Αρβανίτη, Γιώργος Κέντρος, Νίκος Χατζόπουλος, Μαρία Κίτσου και Κώστας Βασαρδάνης.
Μετάφραση-δραματουργική επεξεργασία: Γιώργος Δεπάστας-Στάθης Λιβαθινός
Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός
Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Σχεδιασμοί φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική: Μαρίνα Χρονοπούλου
ΙNFO:
Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας, Κεφαλληνίας 16 Κυψέλη, 210.8838727
Τετάρτη 19.00, Πέμπτη-Παρασκευή 21.00, Σάββατο 21.00, Κυριακή
20.00