Ρεαλισμός ή/και Ψυχόδραμα;

Της Αντιγόνης Κατσαδήμα

Στο 21ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, οι ταινίες συνεχίζονται και μαζί τους παρατείνεται και η σινεφιλία στην πόλη.

«Κοιμώμενος Γίγαντας»Κοιμώμενος Γίγαντας/ Άντριου Σιβιντίνο (Καναδάς, 89’)
Στον Κοιμώμενο Γίγαντα, ο Άντριου Σιβιντίνο επιλέγει, από την πρώτη στιγμή, να παραλληλίσει τον έφηβο στην δύσκολη και αιχμηρή περίοδο της ζωής του με έναν γίγαντα που κοιμάται και, άρα, «ξυπνά», τολμά. Στα εξωτερικά πλάνα φυσικής ομορφιάς, που κόβει την ανάσα, θα υπαινιχθεί το θέμα του, την ένταση της εφηβείας ιδίως όπως προκύπτει μέσα από τις βίαιες ή δυνατές συναναστροφές. Εστιάζοντας στον βράχο, από όπου μόνον δύο έχουν τολμήσει να βουτήξουν, ο ένας εκ των οποίων έχασε τη ζωή του, ο Σιβιντίνο βρίσκει την ρεαλιστική πυξίδα του για να ξεδιπλωθούν και τα υπόλοιπα θέματα της ταινίας που αφορούν στις ανθρώπινες σχέσεις, στη φιλία, στη συμβατικότητα και στα κακέκτυπά τους. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στον Ράιλι(Reece Moffett) και στον Νέιτ(Nick Serino), η διαφορετική ανατροφή του Άνταμ(Jackson Martin) και η προσέγγιση της φίλης του (Katelyn McKerracher) από τους δύο φίλους του, δίνουν στην υπόθεση γερά χαρτιά και ανακατεύουν την τράπουλα για να διατηρηθεί το ενδιαφέρον μας μέχρι το τέλος και το σκληρό φινάλε. Ειδικότερα, πολύ πετυχημένο είναι και, οπτικά, το άμεσο και γρήγορο πέρασμα της κάμερας από το πλάνο με τον βράχο, -στατικό δέος-, στο πλάνο του φράχτη που σκαρφαλώνουν, -ενεργητικό μένος-. Αμφότερες εικόνες εγείρουν τον ανταγωνισμό και δείχνουν την επιθυμία για αντρική υπεροχή που κυριαρχεί σε αυτές τις ηλικίες. Παράλληλα, ο σκηνοθέτης παρακολουθεί την ενήλικη ζωή των οικογενειών αυτών των εφήβων, η οποία δεν παρουσιάζει παρά φθορά, απώλεια, διαίρεση ή/και τραυματικό παρελθόν. Δυνατή βάση, με καλό μοντάζ και εύστοχη μουσική παραλληλία, συνολικά η πρόταση από τον Καναδά είναι από αυτές που μας κάνουν να αγαπάμε τα φεστιβάλ και να δίνουμε τα μάτια μας στη μεγάλη οθόνη, παίρνοντας τα θετικά από αυτό που θα θέλαμε να είχαμε δίπλα μας. Πρόκειται για μια φυσιολατρική πρόταση επικριτικής νύξης τόσο για την πορεία της ενηλικίωσης μέσα από την αποδοχή των συμβάσεων όσο και για την επικινδυνότητα της εφηβείας.

Elephant Song/MelennyΤο τραγούδι του ελέφαντα/ Σαρλ Μπιναμέ (Καναδάς, 98’)
Στην βάση της ανάκρισης, με δάνεια τις αληθοφανείς ψυχογραφικές μεθόδους θεραπείας, ο Σαρλ Μπιναμέ χτίζει τη σκηνοθεσία του Στο τραγούδι του ελέφαντα με τρόπο που το βλέμμα του θεατή μένει διαρκώς σε ένα κλειστό περιβάλλον, στον έγκλειστο χώρο ενός γραφείου νοσοκομείου. Ώστε, σταδιακά η πλοκή εκτυλίσσεται σύμφωνα με το διάλογο και τα στοιχεία που προσθέτει, σε αυτόν, ο ασθενής/ύποπτος εν δυνάμει Μάικλ(Xavier Dolan). Το δίπολο ασθένειας-υποψίας λειτουργεί συνεργατικά ώστε ο κύριος χαρακτήρας να αναδειχθεί σε βασικό άξονα της πλοκής. Αφετηρία της τελευταίας είναι η εξαφάνιση του γιατρού Λώρενς(Colm Feore). Τον αναζητούν οι συνάδελφοί του Γκρην(Bruce Greenwood) και Πήτερσον(Catherine Keener), που υπήρξαν ζευγάρι. Αν και το δράμα έχει υπόβαθρο εσωτερικότητας, στη βάση του οποίου η εμμονή του Μάικλ για τον λούτρινο ελέφαντα θα δικαιολογηθεί ως φετίχ-απωθημένο της παιδικής ηλικίας, ως εικόνα-σύμβολο πατρικής απουσίας-τραύματος αλλά και μητρικής ανεπάρκειας-βαθύτερου τραύματος, η παρακολούθηση της υπόθεσης στηρίζεται ως επί το πλείστον στην έξοχη ερμηνεία του Ξαβιέ Ντολάν. Καθώς αυτός έχει το προνομιακό «ραβδί» της ερμηνείας, η κατάσταση σώζεται από την χαλαρότητα. Ωστόσο, μπορεί οι σκηνοθετικές παράμετροι να έδωσαν καρπούς στις ερμηνείες, αλλά η πλοκή κινείται σε αργούς ρυθμούς, χωρίς εκπλήξεις ή ανατροπές πέρα από τη λογική αξία τους βάσει σεναρίου. Ο τρόπος να ειπωθεί η ιστορία, που οι θεατές μαθαίνουμε σταδιακά, κινείται γραμμικά, χωρίς οπτικές τομές, τολμηρές επιλογές ή μια άλλη πραγματικότητα ξέχωρη από το προφανές, να αποδειχτεί η αθωότητα ή η ενοχή του ασθενή που δείχνει να γνωρίζει την αλήθεια. Αν είχε πιο συγκεκομμένο ρυθμό και περισσότερες κλίμακες παρουσίασης της αλήθειας, θα μπορούσε να είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα πρόταση αισθητικά, ελέγχοντας το παιχνίδι του φωτός και της βαθιάς αμφιβολίας, για να μη δείχνει παρωχημένη η διερεύνηση του εαυτού με κινηματογραφικούς όρους, όπου η ιστορία ενός εγκλήματος θα μπορούσε να μετεξελιχθεί σε απορία ενός παθήματος.