Η συζήτηση για το χρέος θα ανοίξει τώρα για να κλείσει το 2017

Τα πράγματα αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν. Όλα δείχνουν πως η κυβέρνηση θα πάρει την αξιολόγηση από τους ευρωπαίους δανειστές φορτώνοντας στη χώρα το μεγαλύτερο φορολογικό πακέτο των τελευταίων ετών, και μαζί θα κερδίσει «δώρο» σε δεύτερο χρόνο την προοπτική ενός ξεχωριστού μνημονίου με το ΔΝΤ συνδεδεμένο με τις αποφάσεις το χρέος, το οποίο αποτελεί κερκόπορτα για πολύ σκληρότερα μέτρα αλλά και πιθανές πολιτικές εξελίξεις κατά τους επόμενους μήνες.

Η ευόδωση του «εθνικού στόχου» για την αναδιάρθρωση του χρέους παίρνει μετάθεση πλέον για το 2017 καθώς όπως έλεγε στο Liberal θεσμικός παράγοντας της ελληνικής επιχειρηματικής σκηνής και άριστος γνώστης των διεργασιών, από τη συνάντηση των Μέρκελ-Λαγκάρντ έγινε αντιληπτό, ότι παρά το πράσινο φως που δόθηκε και την σχετική προετοιμασία που έχει γίνει, καμία νέα συμφωνία για ελάφρυνση δεν θα προχωρήσει σε εφαρμογή πριν τις γερμανικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες την επόμενη χρονιά.

Οι συζητήσεις, όμως, θα ανοίξουν και τυπικά πλέον στην εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον σε μια εβδομάδα και αυτό θεωρείται σημαντικό τουλάχιστον σε επίπεδο βελτίωσης του επενδυτικού κλίματος. Στις συζητήσεις αυτές θα αποφασιστεί τελεσίδικα ο ρόλος του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα που πιθανόν θα συνεχίσει να είναι αυτός του παρατηρητή για κάποιο χρονικό διάστημα ακόμη, και θα καθοριστούν παράλληλα τα επόμενα βήματα που θα επαναφέρουν το ΔΝΤ σε θέση χρηματοδότη στη συνέχεια.

Ατύπως η κουβέντα έχει ήδη ξεκινήσει με τις δηλώσεις Ντάισελμπλουμ και την ανοιχτή διελκυστίνδα Βερολίνου – ΔΝΤ ενώ στο παρασκήνιο ήδη τελούν υπό επεξεργασία προτάσεις από τον ESM και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Καταλυτικά θα λειτουργήσει σε κάθε περίπτωση η έκθεση βιωσιμότητας που έχει στα χέρια του και δεν έχει δημοσιοποιήσει ακόμη το ΔΝΤ.

Αυτό που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων είναι η μέθοδος με την οποία τελικά θα διασφαλιστεί η περιβόητη «βιωσιμότητα» του χρέους, τα προαπαιτούμενα μέτρα περικοπών στο Δημόσιο (μισθοί, συντάξεις, οργανισμοί) που θα ζητηθούν, και ποια κυβέρνηση θα είναι τελικά εκείνη που θα πιστωθεί την επιτυχία της αναδιάρθρωσης αλλά θα χρεωθεί και το πολιτικό φορτίο της επερχόμενης παρέμβασης στον Δημόσιο Τομέα.

Αυτό που έγινε ξεκάθαρο όλο το προηγούμενο διάστημα μέχρι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να ταυτιστεί στρατηγικά με την θέση Σόιμπλε («η ρύθμιση δεν επείγει, η συζήτηση είναι για το πρεστίζ») και κλωτσήσει το τενεκεδάκι πιο μακριά, είναι ότι τα μέτρα που ζητήθηκαν ως αντάλλαγμα για να προχωρήσει τώρα μια συμφωνία αναδιάρθρωσης του χρέους, ήταν πάρα πολύ δύσκολα για να εφαρμοστούν σε αυτή τη χρονική συγκυρία και υπό τις συγκεκριμένες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Έτσι η κυβέρνηση προτίμησε σε συνεργασία με την ευρωπαϊκή πλευρά των δανειστών να εργαστεί ώστε να κλείσει γρήγορα την αξιολόγηση για τον φόβο παρεκτροπής, και να αρκεστεί στο μήνυμα που θα στείλει η εκκίνηση των συζητήσεων για το χρέος, παρά να επιδιώξει συμφωνία πακέτο με μέτρα που δεν θα μπορούσε να περάσει μόνη της από το Κοινοβούλιο.

Αντιθέτως, αυτό για το οποίο μπορεί κανείς να είναι περισσότερο σίγουρος είναι πως δεδομένης της έλλειψης πολιτικής βούλησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο για βαθιές αναδιαρθρώσεις χρεών και της απουσίας –ακόμη- ενός συγκροτημένου μηχανισμού που θα αναλάβει αυτή τη δουλειά για χώρες μεγαλύτερες από τη δική μας, όποια λύση κι αν επιλεγεί ανάμεσα σε αυτή της χρονικής επιμήκυνσης και της μείωσης των επιτοκίων, θα είναι επιδερμική και απλώς θα μεταθέτει το πρόβλημα για το απώτερο μέλλον.

πηγή : liberal.gr