Sing Street ή ας κάνουμε μια μπάντα!

Tης Αντιγόνης Κατσαδήμα
Είναι πετυχημένη η συνταγή να κάνεις μια ταινία με αρωγό τη μουσική και να απευθύνεσαι κυρίως σε εφήβους που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο ακολουθώντας το όνειρό τους. Αυτό κάνει και ο John Carney, ο σκηνοθέτης του Sing Street. Παίρνει τον Κόνορ-Κόσμο (Ferdia Walsh-Peelo) και ενώ, στο πρώτο τέταρτο, τον αφήνει με τις κάλτσες, μέσα σε έναν κόσμο τίγκα στη λάσπη και σε κανόνες σχολικής συμπεριφοράς, έχεις καταλάβει πόσο δίκιο είχε ο Ντε Σίκα. Επειδή ο ντε Σίκα πρώτος ήθελε τον κεντρικό ήρωα να υποφέρει από ένα ελάττωμα ή μειονέκτημά του ώστε να αγαπιέται πιότερο από το κοινό.

Με τους ρυθμούς της ροκ κόντρα στις πορσελάνες της γιαγιάς, λοιπόν, οι νεαροί μουσηκάντηδες τα σπάνε και δημιουργούν την δική τους άποψη για τον κόσμο mutatis mutandis, παρά τις οικογενειακές ίντριγκες και τις όποιες οικονομικές δυσκολίες στην ιρλανδική εξοχή του Δουβλίνου. Μετράει περισσότερο η δυναμική ιδιοσυγκρασία τους, η προσωπικότητα και η τρέλα τους από την μπανάλ καθημερινότητα, την ιδέα της οποίας υποστηρίζουν οι γονείς του Κόσμο, Ρόμπερτ (Aidan Gillen) και Πένυ (Maria Doyle Kennedy) με τις ρεαλιστικές ερμηνείες τους.

Όλα αυτά τα μουσικά παιγνία, βέβαια, έχουν στηθεί για τα μάτια της όμορφης Ραφίνα (Lucy Boynton), καθώς ο άξονας της ταινίας είναι ο γνωστός του λαβ στόρι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στερείται αισθητικής, εικόνων, δράσης. Απλά μπορείς να μαντέψεις το τέλος νωρίτερα, έχοντας πιάσει το βασικό στοιχείο, γύρω από το οποίο έχει γραφτεί το σενάριο. Ο Κόνορ είναι ο Κόσμο της Ραφίνα και η Ραφίνα για τον Κόνορ είναι ο κόσμος. Στο πλαίσιο αυτό, οι εκπλήξεις δεν είναι και πολλές. Αν σκεφτείς, όμως, ότι όλοι έχουν βγει από μια εφηβεία που θυμούνται σε αδρές γραμμές κάπως έτσι ή είναι σε μια παρόμοια εφηβεία, όπου η εκπλήρωση της επιθυμίας προσκρούει στην συγκυρία, τότε τι περισσότερο να περιμένεις και από το σενάριο.

Είναι πράγματι καλοστημένος ο κορμός του Sing Street που εναλλακτικά θα μπορούσε να είναι και Sing Story. Synge Street είναι το όνομα του δρόμου, το όνομα του οποίου είναι ενδεικτικό εξαρχής για την υπόθεση και την εξέλιξη της ταινίας. Από το πρώτο πλάνο της ονειρικής διεκδίκησης περνάμε στο πεζό του οικογενειακού κηρύγματος και στη συνέχεια παρακολουθούμε την κινηματογραφική ροή σταδιακά.

Συμπερασματικά, η ρεαλιστική σκηνοθεσία του Κάρνεϊ επάνω στις ανησυχίες των εφήβων που θέλουν να φύγουν, να ταξιδέψουν και να ονειρευτούν ζώντας μιλά την γλώσσα τους χωρίς υπερβολές και καλομονταρισμένα, ενώ ακόμη και ο «κακός» του σεναρίου, ο Μπάρυ (Ian Kenny) ενσωματώνεται στην μπάντα και απολαμβάνει την ικανοποίηση και τη χαρά της ομαδικής συμμετοχής. Αυτό είναι και ένα ακόμη δεύτερο μήνυμα που περνά η ταινία. Όσο δε για τα ιρλανδικά τοπία, είτε στο Wicklow είτε αλλού, είναι ένας καλός λόγος να σκεφτούμε αν τελικά η ανθεκτική και ανεκτική καρδιά μας είναι καταπράσινη και θάλασσα.