ΕΛΣΤΑΤ: Αυξήθηκε αισθητά η φτώχεια την τελευταία τετραετία

Η Ελλάδα από το 2020 και μετά απομακρύνεται συνεχώς από τον στόχο του ΟΗΕ για εξάλειψη της φτώχειας

Προβληματισμό προκαλεί η νέα έκδοση της ΕΛΣΤΑΤ για τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης 2030, στην οποία διαπιστώνεται μεταξύ άλλων ότι η φτώχεια έχει αυξηθεί αισθητά την τελευταία τετραετία.

Η ΕΛΣΤΑΤ παρουσιάζει τις επιδόσεις της Ελλάδας σε σχέση με τους 17 στόχους βιώσιμης ανάπτυξης που έχει υιοθετήσει ο ΟΗΕ σε σχετικό ψήφισμα του 2015, με ορίζοντα το 2030 («Transforming our world: the 2030 Agenda for Sustainable Development»).

Τα μέλη του ΟΗΕ έχουν δεσμευθεί να παρακολουθούν και να αξιολογούν την πρόοδο που συντελείται ως προς την υλοποίηση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης, με εκθέσεις που συντάσσουν οι επίσημες στατιστικές υπηρεσίες κάθε χώρας.

Eξάλειψη της φτώχειας

Ο νούμερο ένα στόχος είναι η εξάλειψη της φτώχειας, σε όλες της τις μορφές, με την εξής ατζέντα:
Ως το 2030 να έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά το ήμισυ, η αναλογία ανδρών, γυναικών και παιδιών όλων των ηλικιών που ζουν κάτω από όλες τις διαστάσεις της φτώχειας, σύμφωνα με τους εκάστοτε εθνικούς ορισμούς.
Δεύτερον, ως το 2030 να υπάρχει διασφάλιση ότι όλοι άρρενες και όλες οι θήλεις, ιδίως οι φτωχοί και ευάλωτοι, έχουν ίσα δικαιώματα πρόσβασης σε οικονομικούς πόρους, καθώς και πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες.
Τρίτον, η διασφάλιση σημαντικής κινητοποίησης πόρων από διάφορες πηγές (…) ώστε να εφαρμοστούν προγράμματα και πολιτικές που θα δώσουν τέλος σε όλες τις μορφές της φτώχειας.

Αποκλίνουμε από τους στόχους του ΟΗΕ για τη φτώχεια

Δυστυχώς η Ελλάδα παρά τη σταδιακή ανάκαμψη, απέχει παρασάγγας από την επίτευξη του βασικού στόχου του ΟΗΕ για την φτώχεια.
Το ποσοστό του πληθυσμού που ζει κάτω από το κατώφλι της φτώχειας, ανά φύλο, δεν έχει μειωθεί παρά ελάχιστα σε σύγκριση με το 2015, όταν βρισκόμασταν στο απόγειο της κρίσης.
Μάλιστα, από το 2020 και μετά η πορεία μείωσης της φτώχειας αντιστρέφεται, και έχουμε εκθετική άνοδο.

Ο πήχης της φτώχειας

Το 2024 πάνω από δύο στις δέκα γυναίκες και σχεδόν δύο στους δέκα άντρες ζούσαν κάτω από το κατώφλι της φτώχειας, με μέσο όρο και για τα δύο φύλα το 19,6%.
Στην Ελλάδα το κατώφλι της φτώχειας έχει οριστεί στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, ποσοστό που αντιστοιχεί στα 6.510 ευρώ ετησίως για έναν ενήλικα. Δηλαδή φτωχός είναι μόνο όποιος ζει με λιγότερα από 465 ευρώ το μήνα μικτά, αν συνυπολογιστούν τα δώρα και το επίδομα άδειας.
Υπογραμμίζεται ότι το ποσοστό του πληθυσμού που ζει κάτω από το κατώφλι της φτώχειας διαφέρει από το ποσοστό όσων βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό, το οποίο είναι σημαντικά υψηλότερο (26,9%).
Επίσης, ακριβώς επειδή το κατώφλι της φτώχειας ορίζεται με βάση το εθνικό διάμεσο εισόδημα κάθε χρονιάς, η καθίζηση του εισοδήματος σε σύγκριση με την περίοδο πριν την κρίση χαμηλώνει και τον πήχη της φτώχειας.

Αυξάνεται η φτώχεια σε απόλυτους όρους

Όπως σημειώνεται στη σχετική έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ, αν υπολογίσουμε το κατώφλι της φτώχειας με βάση την αγοραστική δύναμη του 2008, τότε πάνω από τρία στα δέκα άτομα στην Ελλάδα (31,2%) ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Οι γυναίκες είναι πιο εκτεθειμένες από τους άντρες, με 32,4% να ζουν κάτω από το κατώφλι της φτώχειας σε απόλυτους όρους, με βάση το κατώφλι του 2008, έναντι 30,1% των αντρών.
Στη χειρότερη κατάσταση όλων είναι τα παιδιά, ως 17 ετών, με το 35,1% να ζει κάτω από το κατώφλι της φτώχειας, με βάση το αποπληθωρισμένο εισόδημα του 2008.

Ζούμε χειρότερα από το 2020;

Όταν η φτώχεια υπολογίζεται με σχετικούς όρους, με βάση το κατώφλι κάθε έτους, παρατηρείται σημαντική επιδείνωση των δεικτών από το 2020 και μετά, σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες.
Τα παιδιά που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας έχουν αυξηθεί στο 22,4%, από 20,9% το 2020, αύξηση κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες.
Ακόμα και ανάμεσα στα άτομα παραγωγικής ηλικίας (18-64 ετών), η κατάσταση είναι αρκετά χειρότερη σε σύγκριση με την περίοδο πριν την πανδημία.
Το 2020 (με βάση τα εισοδήματα του 2019), υπολογίζεται ότι ζούσαν κάτω από το κατώφλι της φτώχειας το 18,6% των γυναικών και το 18,3% των αντρών 18-64 ετών. Σήμερα το αντίστοιχο ποσοστό έχει αυξηθεί στο 19,1% για τις γυναίκες και 19,2% για τους άντρες.
Δηλαδή παρά την ονομαστική αύξηση των μισθών και τη μείωση της ανεργίας, περισσότεροι εργαζόμενοι ζουν σήμερα στη φτώχεια, από ό,τι πριν την πανδημία.

Δραματική η φτώχεια των συνταξιούχων

Εκεί που όχι μόνο δεν υπάρχει καμία πρόοδος, αλλά η κατάσταση έχει χειροτερεύσει δραματικά ακόμα και σε σύγκριση με την περίοδο της οικονομικής κρίσης, είναι στους συνταξιούχους, και δη στις γυναίκες.
Το 2015, όταν η Ελλάδα φλέρταρε με το Grexit, το 15,2% των γυναικών και το 11,9% των αντρών άνω των 65 ετών, ζούσαν κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Σήμερα τα ποσοστά αυτά έχουν εκτιναχθεί στο 21,3% για τις γυναίκες και στο 15,6% για τους άντρες. Δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει ότι η Ελλάδα της επενδυτικής βαθμίδας και της αύξησης του ΑΕΠ, έχει βυθίσει στη φτώχεια πολύ μεγαλύτερα στρώματα του απόμαχου πληθυσμού, από ό,τι η Ελλάδα της κρίσης.

Πόσο απέχουμε από τους στόχους του ΟΗΕ

Αν θέλαμε να είμαστε συνεπείς με τους στόχους του ΟΗΕ, για μείωση της φτώχειας κατά το ήμισυ ως το 2030 (δηλαδή στο 10,7%), θα έπρεπε σήμερα τα ποσοστά των ατόμων που ζουν κάτω από το κατώφλι της φτώχειας στην Ελλάδα να έχουν μειωθεί στο 14,3%.
Αντιθέτως στην Ελλάδα, από το 2020 και μετά αποκλίνουμε αντί να συγκλίνουμε με τον κορυφαίο στόχο βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ για «μηδενική φτώχεια».

πηγή : in.gr

Ακολουθήστε το agrinioculture.gr στο GoogleNews και δείτε πρώτοι όλες τις ειδήσειςΔιαβάστε όλες τις τελευταίες ειδήσεις από το Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία στο ΑγρίνιοCulture.gr