Σχέδιο εκσυγχρονισμού μεγάλης κλίμακας χρειάζεται το γερασμένο κτιριακό απόθεμα
Η Ελλάδα μπορεί να υπερηφανεύεται για το πλούσιο ιστορικό και αρχιτεκτονικό της αποτύπωμα, όμως η σύγχρονη εικόνα του κτιριακού αποθέματος αποκαλύπτει ένα πρόβλημα που «φωνάζει»: το δομημένο περιβάλλον είναι γερασμένο και υστερεί σε βασικές υποδομές.
Σύμφωνα με την Απογραφή Κτιρίων 2021 της ΕΛΣΤΑΤ, που δόθηκε στη δημοσιότητα αυτές τις μέρες, το σύνολο των κτιρίων στη χώρα ανέρχεται σε 4,3 εκατομμύρια, αυξημένο κατά 4,4% σε σχέση με το 2011. Παρά την αριθμητική άνοδο, η ποιοτική εικόνα είναι λιγότερο ενθαρρυντική.
Περίπου 1 στα 4 κτίρια κατασκευάστηκε πριν το 1970, ενώ η μεγάλη «έκρηξη» ανοικοδόμησης των δεκαετιών 1960 –1980 έχει αφήσει πίσω της εκατομμύρια κατοικίες που σήμερα χρειάζονται εκτεταμένη αναβάθμιση, καθώς οι αντισεισμικοί κανονισμοί ήταν τότε διαφορετικοί, ενώ η έννοια της ενεργειακής απόδοσης ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.
Περισσότερα τα αιωνόβια από τα νεόδμητα στη Δυτική Ελλάδα
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ στη Δυτική Ελλάδα τη δεκαετία 2011-2021 τα κτίρια αυξήθηκαν κατά 7,3% φτάνοντας τις 325.088, με την συντριπτική πλειοψηφία αυτών, το 93,2% να είναι αποκλειστικής οικιστικής χρήσης. Και στη Δυτική Ελλάδα το κτιριακό απόθεμα είναι αρκετά γερασμένο, καθώς περίπου 1 στα 3 κτίρια κατασκευάστηκαν τις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Συγκεκριμένα 111.897 κτίρια είναι κατασκευασμένα μεταξύ του 1961 και του 1980. 76.442 κτίρια είναι ακόμη παλαιότερα και ανάγονται ακόμα και στην προπολεμική περίοδο! Συνολικά 188.000 κτίρια, δηλαδή σχεδόν το 52% του κτιριακού αποθέματος της Δυτικής Ελλάδας έχει ηλικία άνω των 45 ετών.
Με δεδομένο ότι η Δυτική Ελλάδα είναι από τις πιο σεισμογενής περιοχές της χώρας αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς τι σημαίνει τα μισά κτίρια να μην κατασκευασμένα χωρίς τις προδιαγραφές του πρώτο σοβαρού αντισεισμικού κανονισμού του 1980.
Τα μετά του 1980 και έως σήμερα κατασκευασμένα κτίρια αριθμούν 136.749. Ένα από τα πλέον εντυπωσιακά και ανησυχητικά στοιχεία της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ για το κτιριακό απόθεμα της Δυτικής Ελλάδας είναι ότι τα κτίρια της δεκαετίας 2011 – 2021, δηλαδή αυτά που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε σχετικά νεόδμητα, είναι μόλις 7.858, ενώ 8.486 είναι τα κτίρια που ανάγονται σε χρονολογίες κατασκευής πριν το 1920! Δηλαδή τα αιωνόβια κτίρια είναι περισσότερα από τα νεόδμητα… Η οικονομική κρίση των μνημονίων τη δεκαετία 2011 – 2021, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη πτώση στην οικοδομική και κατασκευαστική δραστηριότητα είναι προφανώς η αιτία αυτή της ανισορροπίας. Αντιθέτως την αμέσως προηγούμενη δεκαετία, 2000 -2010, που θεωρείται ως η εποχή των «παχιών αγελάδων» γενικότερα στη χώρα, στη Δυτική Ελλάδα κατασκευάστηκαν 27.704 κτίρια.
Ελάχιστα κτίρια με πρόσβαση για ΑμεΑ
Το πιο ανησυχητικό εύρημα στην έρευνα της ΕΛΣΤΑΤΑ είναι ότι 96,6% των κτιρίων της Δυτικής Ελλάδας δεν διαθέτουν ανελκυστήρα. Αυτό σημαίνει ότι εκατομμύρια διαμερίσματα παραμένουν απροσπέλαστα σε ηλικιωμένους και άτομα με κινητικά προβλήματα. Μόνο το 3,6% των κτιρίων έχει έναν ανελκυστήρα, ενώ εξίσου άσχημα είναι τα πράγμα αναφορικά με την προσβασιμότητα των ΑμεΑ, καθώς μόλις το 11,6% των κτιρίων και το 30,5% των κτιρίων με ανελκυστήρα διαθέτουν υποδομές πρόσβαση από την είσοδο έως τον ανελκυστήρα.
Σε γενικότερο πλαίσιο όχι μόνο για τη Δυτική Ελλάδα η απογραφή των κτιρίων καταδεικνύει κάτι που σε γενικές γραμμές είναι ήδη γνωστό τουλάχιστον στον τεχνικό κόσμο της χώρας, ότι δηλαδή απαιτείται ένα σχέδιο μεγάλης κλίμακας για τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος της χώρας. Τα παλιά κτίρια χρειάζονται ενεργειακή αναβάθμιση, αντισεισμική θωράκιση, αλλά και επεμβάσεις για την προσβασιμότητα. Και προγράμματα όπως το «Εξοικονομώ» ή κάποια παρόμοια καλύπτουν μικρός μέρος των αναγκών. Υπενθυμίζεται ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι στόχοι από την Ε.Ε. για την περίοδο 2030–2050, με τελικό σκοπό τα ενεργειακά αποδοτικά κτίρια.