Ένα πανό γραμμένο στα ισπανικά και ένα γήπεδο όρθιο να χειροκροτά στο φινάλε αποτύπωσαν μια σχέση αγάπης και σεβασμού, με τον Λούκας Τσάβες να ξεπερνά τον ρόλο του ποδοσφαιριστή και να γίνεται κομμάτι του Παναιτωλικού και της ίδιας της πόλης του Αγρινίου. Γράφει ο Λάμπρος Τηγάνης.
Ο κόσμος του Παναιτωλικού είχε δώσει το σύνθημα από νωρίς το μεσημέρι, πολύ πριν από τη σέντρα του αγώνα με την ΑΕΚ. Πέρα από το πανό για το έμβλημα, υπήρχε κι ένα ακόμη, γραμμένο στα ισπανικά: “Chávez quédate para siempre”.
Δεν χρειαζόταν μετάφραση για να καταλάβεις τι έλεγε. Ακόμη κι αν δεν γνώριζες τη γλώσσα, το ένιωθες. Τσάβες μείνε για πάντα. Μια φράση απλή, σχεδόν αφελής στην κατασκευή της, αλλά φορτωμένη με όσα μόνο το ποδόσφαιρο μπορεί να γεννήσει: μνήμες, πρόσωπα, στιγμές που δεν μένουν μόνο εντός των τεσσάρων γραμμών.
Πόσο συχνό είναι, άλλωστε, ένας ξένος ποδοσφαιριστής που έρχεται στην Ελλάδα να μη θεωρείται απλώς “μια καλή επιλογή”, αλλά να γίνεται κομμάτι του συλλόγου; Όχι του ρόστερ. Του συλλόγου. Να μην αντιμετωπίζεται ως ένας ακόμη ξένος, αλλά ως άνθρωπος που μοιράζεται τις ίδιες αγωνίες, τις ίδιες απογοητεύσεις και τις ίδιες μικρές χαρές με την εξέδρα.
Ο Παναιτωλικός είχε στο παρελθόν τερματοφύλακες που αγαπήθηκαν. Ο Λουίτζι Τσενάμο δεν φόρεσε απλώς τη φανέλα, αλλά έμεινε, ρίζωσε, συνέχισε από άλλο πόστο, αφήνοντας πίσω του μια σπουδαία παρακαταθήκη. Ο Ράφαελ Μπρακάλι ξεχώρισε με τις εμφανίσεις του, κέρδισε τον σεβασμό και την αποδοχή της εξέδρας. Όμως αυτό που συνέβη με τον Λούκας Τσάβες είναι κάτι διαφορετικό. Κάτι που δεν χωρά εύκολα σε συγκρίσεις και δεν εξηγείται αποκλειστικά μέσα από την αγωνιστική του παρουσία. Κι όμως, ακόμη και σε αυτό το επίπεδο, ο Αργεντινός υπήρξε σημείο αναφοράς. Από τους κορυφαίους τερματοφύλακες του πρωταθλήματος τα τελευταία δύο χρόνια, ίσως ο καλύτερος που αγωνίστηκε σε ομάδα εκτός του “Big 4”.
Σε μια ομάδα που συχνά ζει στο όριο, που αμύνεται συνήθως περισσότερο απ’ όσο επιτίθεται, ο Τσάβες ήταν η σταθερά της ομάδας. Το στήριγμα. Ο παίκτης που μπορούσε να κρατήσει το σκορ, να δώσει χρόνο όταν το ήθελε ο προπονητής του και να προστατεύσει την εύθραυστη ισορροπία ενός συνόλου που δεν είχε (και έχει) περιθώρια για λάθη. Κι όμως, το δέσιμο δεν χτίστηκε μόνο στις αποκρούσεις.
Όσοι τον γνώρισαν στο Αγρίνιο μιλούν για έναν άνθρωπο χαμηλών τόνων. Ευγενικό. Προσιτό. Έναν ποδοσφαιριστή που δεν έζησε απλώς την καθημερινότητα της ομάδας, αλλά την καθημερινότητα της πόλης. Που δεν κλείστηκε στη φούσκα του επαγγελματία, αλλά μπήκε στη συνθήκη, έμαθε το περιβάλλον, σεβάστηκε το μέγεθος και τις ιδιαιτερότητες του συλλόγου.
Κάπου εκεί ήρθε και η εικόνα που τα λέει όλα. Το ματς έχει τελειώσει, ο Παναιτωλικός έχει μόλις δεχθεί πέντε γκολ στην έδρα του, σε ένα παιχνίδι που από την αρχή του ο αντίπαλος ήταν πολύ καλύτερος. Κάτω από τα δοκάρια βρίσκεται ο Τσάβες. Και όμως, αντί να χαθεί στη σιωπή της ήττας, κατευθύνεται προς την κερκίδα των οργανωμένων. Παίρνει ένα κασκόλ. Το σηκώνει ψηλά. Και τότε σηκώνεται όλο το γήπεδο μαζί του.
Ένα αυθόρμητο, καθολικό standing ovation. Από εκείνα που δεν σχεδιάζονται. Που δεν σκηνοθετούνται. Που συμβαίνουν γιατί ο κόσμος νιώθει πως αποχαιρετά κάτι δικό του, ακόμη κι αν δεν γνωρίζει αν αυτός ο αποχαιρετισμός είναι οριστικός. Το (πιθανότατα) τελευταίο παιχνίδι του Αργεντινού στο Αγρίνιο δεν συνοδεύτηκε από το φινάλε που θα ήθελε κανείς. Ούτε εκείνος, ούτε ο κόσμος. Όμως κάποια πράγματα στο ποδόσφαιρο δεν κρίνονται από το τελικό σκορ ενός αγώνα.
Είτε γίνει η μεγάλη υπέρβαση και παραμείνει, είτε αποχωρήσει για να επιστρέψει στην πατρίδα του, ένα είναι βέβαιο: ο Λούκας Τσάβες δεν θα φύγει ποτέ πραγματικά από τον Παναιτωλικό. Γιατί η ιστορία δεν γράφεται μόνο με τρόπαια και τίτλους. Γράφεται και με τα δεσίματα. Κι ο Τσάβες έδεσε με τον Παναιτωλικό. Με την εξέδρα. Με την πόλη. Με εκείνες τις στιγμές που χαράσσονται για πάντα στη μνήμη. Έτσι θα τον θυμούνται στο Αγρίνιο. Ως τον κορυφαίο τερματοφύλακα που φόρεσε ποτέ τη φανέλα του Τιτόρμου.
πηγή : sport24.gr





