Αρνητική ψήφο δίνουν οι αγορές στο πακέτο Τσίπρα

“Στοπ” έβαλαν οι προεκλογικές παροχές που ανακοίνωσε η ελληνική κυβέρνηση στην εντυπωσιακή άνοδο του Ελληνικού Χρηματιστηρίου, το οποίο είχε φτάσει να σημειώνει τις καλύτερες επιδόσεις διεθνώς μόλις πριν από λίγες μέρες, αλλά και στο ράλι των ελληνικών ομολόγων που ώθησε τις αποδόσεις των ελληνικών 10ετών κρατικών τίτλων μία ανάσα από τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα.

Σε αντίθεση με όσα προεξοφλούσε ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο οποίος εμφανίστηκε βέβαιος στο Ζάππειο ότι οι αγορές δεν θα αντιδράσουν αρνητικά στις ανακοινώσεις, μετοχές και ομόλογα οπισθοχώρησαν αισθητά. Τα funds έχουν αρχίσει και τιμολογούν τον παράγοντα αβεβαιότητα και την πιθανότητα δημοσιονομικού εκτροχιασμού μετά τις ανακοινώσεις του Ζαππείου, ενώ οι αναλυτές εκφράζουν ανησυχίες για τη δημιουργία ενός κλίματος πολύ πιο… εύφορου πλέον για τους shorts.

Ανησυχία για το “μαξιλάρι”
Η αβεβαιότητα για τον δημοσιονομικό αντίκτυπο αυτών των μέτρων και κυρίως για την “εγγύηση” των πλεονασμάτων με 5,5 δισ. ευρώ από το “μαξιλάρι” ασφαλείας, αποτελεί, όπως εξηγούν παράγοντες της αγοράς, το μεγάλο ζήτημα γύρω από την Ελλάδα αυτήν τη στιγμή.

Το cash buffer αποτελεί μια βασική πηγή “ασφάλειας” για τους επενδυτές και δημιουργήθηκε για να βοηθήσει την πρόσβαση της χώρας στις αγορές, έτσι η ανακοίνωση της κυβέρνησης για χρήση μέρους του ως… collateral στους πιστωτές έτσι ώστε εμμέσως πλην σαφώς να μπορεί να έχει το περιθώριο να πιάνει χαμηλότερους στόχους για τα πλεονάσματα, προκαλεί ανησυχία στις αγορές, ενώ όπως φάνηκε και από την αντίδραση των “θεσμών”, σε καμία περίπτωση δεν έχει δοθεί το πράσινο φως για κάτι τέτοιο.

Οι ίδιοι παράγοντες δεν αποκλείουν τα σχέδια του ΟΔΔΗΧ για νέα έξοδο στις αγορές με 7ετές ομόλογο το αμέσως επόμενο διάστημα να οδηγηθούν σε αναβολή κάτι που τελικώς συνέβη. Η επιδείνωση του κλίματος και η αβεβαιότητα οδήγησαν τους μακροπρόθεσμους real money επενδυτές να τηρήσουν στάση αναμονής απέναντι στους ελληνικούς τίτλους.

Αντιπαράθεση
Η ανησυχία για αντιπαραθέσεις μεταξύ Αθήνας – πιστωτών, η… οσμή αντιστροφής των συμφωνηθέντων για τη μεταμνημονιακή περίοδο, ο ακόμη άγνωστος αντίκτυπος που θα έχουν οι εξαγγελίες στα δημοσιονομικά της χώρας και η πιθανότητα να αργήσει να… ξεκαθαρίσει η εικόνα γύρω από αυτές τις εξελίξεις, είναι αυτά στα οποία “απάντησαν” με την αντίδρασή τους το Χ.Α. και τα ομόλογα.

Όπως σχολιάζουν χαρακτηριστικά οι αναλυτές, το διεθνές κλίμα –ελέω Τραμπ– έχει αλλάξει με τη μεταβλητότητα και την αβεβαιότητα να έχουν επιστρέψει και οι επενδυτικές στρατηγικές έχουν γίνει πιο συντηρητικές με αυξημένη διακράτηση μετρητών και αναζήτηση επενδυτικών καταφυγίων, καθώς διαβλέπουν αυξημένους κινδύνους τόσο από το μέτωπο των σινοαμερικανικών σχέσεων όσο και από την παρατεινόμενη εκκρεμότητα για το Βrexit εν όψει μάλιστα των ευρωεκλογών.

Με αυτά τα δεδομένα, η αυτονόμηση του Ελληνικού Χρηματιστηρίου και της ελληνικής αγοράς ομολόγων γίνεται ένα ακόμη πιο δύσκολο στοίχημα, τη στιγμή που μάλιστα πλέον έχει προκύψει και “εσωτερικά” ο παράγοντας αβεβαιότητα. Η αγορά, πάντως, είχε προειδοποιήσει για αυτές τις κινήσεις της κυβέρνησης, καθώς τα προεκλογικά δώρα είχαν αποτιμηθεί, με δεδομένες τις δημοσκοπικές επιδόσεις της κυβέρνησης. Όπως σημείωσε η Citigroup, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η κυβέρνηση Τσίπρα προσπαθεί να ξοδέψει τη δημοσιονομική υπεραπόδοση για να αυξήσει τις πιθανότητες επανεκλογής, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να βρίσκεται πίσω από τη Νέα Δημοκρατία στις δημοσκοπήσεις, κατά περίπου 10 μονάδες.

“Σύννεφα” πάνω από τα ελληνικά ομόλογα
Οι διεθνείς οίκοι εδώ και καιρό προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο από τις παροχές εν όψει εκλογών τη στιγμή που ήδη υπάρχουν αβεβαιότητες αλλά και ανησυχίες για τις δημοσιονομικές επιπτώσεις άλλων αποφάσεων και κινήσεων της ελληνικής κυβέρνησης.Για αυτόν τον λόγο η UBS, άλλωστε, “γύρισε” σε επιφυλακτική τη στάση για την περαιτέρω πορεία των ελληνικών κρατικών τίτλων, δίνοντας μάλιστα σύσταση sell για όλα τα ελληνικά ομόλογα που λήγουν μετά το 2020. Ένας λόγος που οδήγησε σε αυτή την προσεκτική πλέον στάση της, όπως τόνισε, είναι η διεξαγωγή των γενικών εκλογών στη χώρα οι οποίες αναμένονται το επόμενο διάστημα.

Η ελβετική τράπεζα σημειώνει ότι η αναβάθμιση της Ελλάδας στην κατηγορία του “επενδυτικού βαθμού” αργεί ακόμη και εκτιμά πως δεν αναμένεται να βρεθεί υψηλότερα από την κατηγορία ΒΒ τους επόμενους 12 μήνες. Αν και η Ελλάδα έχει ήδη προχωρήσει σε δύο εξόδους στις αγορές φέτος και έχει δημιουργήσει σημαντικό “μαξιλάρι” ρευστότητας, το οποίο προκαλεί “ασφάλεια” στους επενδυτές, η UBS συστήνει “πώληση” για τα ελληνικά ομόλογα επισημαίνοντας πως οι σημερινές αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων δεν “αποζημιώνουν” τους επενδυτές για τους κινδύνους που ακόμη υπάρχουν. Το ελληνικό χρέος θα συνεχίσει να παραμένει μη βιώσιμο μακροπρόθεσμα χωρίς περαιτέρω μέτρα από τους πιστωτές, η Ελλάδα συνεχίζει να είναι ευάλωτη στον κίνδυνο ύφεσης, ενώ η ανάγκη συνέχισης της στήριξης της χώρας από τους επίσημους πιστωτές στο μακροπρόθεσμο διάστημα είναι πιθανή, όπως προειδοποιεί.

Αξίζει να σημειώσουμε πως η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου κατέγραψε σημαντική άνοδο (κατά περισσότερο από 5%) την περασμένη εβδομάδα ξεπερνώντας τα επίπεδα του 3,5%, έχοντας πλέον απομακρυνθεί σημαντικά από τα χαμηλά 14 ετών και το 3,285% που είχε αγγίξει τον Απρίλιο το οποίο ήταν μία ανάσα από τα ιστορικά χαμηλά. Εκτόξευση στο 2,45% σημείωσε η απόδοση του 5ετούς, μετά την άνοδο κατά 9% που σημείωσε την περασμένη εβδομάδα όπου και βρέθηκε αρκετά μακριά πλέον από τα ιστορικά χαμηλά του 2,17% που είχε επίσης σημειώσει τον Απρίλιο.

Η HSBC, κατά την πρόσφατη επίσκεψη στελεχών της στην Ελλάδα, είχε επισημάνει πως οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι αυτήν τη στιγμή για τη χώρα είναι ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός λόγω των εκκρεμών δικαστικών αποφάσεων, οι επιπτώσεις της αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 11%, οι εξωτερικές ανισορροπίες καθώς και οι επικείμενες εκλογές – λόγω των προεκλογικών υποσχέσεων-παροχών, που μπορεί να έχουν σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις. “Κάποια προεκλογικά δώρα από την ελληνική κυβέρνηση είναι πολύ πιθανά, σε μια προσπάθεια να μειωθεί το χάσμα με τη Νέα Δημοκρατία και αυτό θα φέρει αβεβαιότητα στις αγορές και πιθανώς να οδηγήσει σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό”, όπως είχε τονίσει. Έτσι, όπως προβλέπει, οι διαφωνίες με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τις διαπραγματεύσεις του Προϋπολογισμού για το 2020 που ξεκινούν το φθινόπωρο είναι πολύ πιθανές.

Η DZ Bank είχε σημειώσει πως παρά την επιτυχία των εκδόσεων ομολόγων από τοπ Ελληνικό Δημόσιο, η καλή επίδοση των ελληνικών ομολόγων δεν αναμένεται να διατηρηθεί. Εν όψει των προγραμματισμένων βουλευτικών εκλογών φέτος, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αρχίζει να επιβραδύνει τον ρυθμό των μεταρρυθμίσεων και να κάνει προεκλογικές παραχωρήσεις, έτσι οι χαμηλότερες τιμές (και η άνοδος των αποδόσεων) για τα ελληνικά ομόλογα είναι πολύ πιθανές, ως συνέπεια, στη συνέχεια.

“Καμπανάκι” από τους οίκους

Προειδοποιήσεις ακόμη και για υποβάθμιση της αξιολόγησης της Ελλάδας έχουν δώσει από την πλευρά τους οι διεθνείς οίκοι επισημαίνοντας στις τελευταίες αναλύσεις του πως η αναστροφή ή ανατροπή των συμφωνηθέντων και η δημοσιονομική διολίσθηση είναι παράγοντες που θα επιδράσουν αρνητικά στο rating της χώρας.

Η DBRS, η οποία αναβάθμισε πριν από λίγες μέρες την Ελλάδα σε “ΒΒ low”, τρία σκαλοπάτια από την “επενδυτική βαθμίδα” είχε επισημάνει πως παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, οι προκλήσεις για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα της χώρας παραμένουν, τονίζοντας πως η δικαστική απόφαση που εκκρεμεί αναφορικά με παλιότερες μεταρρυθμίσεις για μισθούς και συντάξεις θα μπορούσε να έχει αρνητικό δημοσιονομικό αντίκτυπο.

Η Moody’s, από την πλευρά της, είχε υπογραμμίσει πως το αξιόχρεο της χώρας θα μπορούσε να υποβαθμιστεί αν φανεί πως το μεταρρυθμιστικό μομέντουμ έχει υποχωρήσει, με την αναστροφή προηγούμενων μεταρρυθμίσεων ή με την υιοθέτηση πολιτικών που θα οδηγήσουν σε πιο αδύναμα δημοσιονομικά αποτελέσματα ή αν τεθούν σε κίνδυνο όσα δύσκολα κερδήθηκαν στο μέτωπο της ανταγωνιστικότητας, καθώς και οι θεσμικές βελτιώσεις. Ενδεχόμενη αναζωπύρωση των εντάσεων της Ελλάδας με τους εταίρους της στην Ευρωζώνη θα ήταν αρνητικό στοιχείο, καθώς αυτό θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να θέσει εν αμφιβόλω την προοπτική για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους μετά το 2032, αν κάτι τέτοιο χρειαστεί, όπως είχε προσθέσεις.

Η S&P είχε τονίσει πως εν όψει των επικείμενων εκλογών, οι πολιτικοί ελιγμοί της κυβέρνησης θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε χαμηλότερα επίπεδα συμμόρφωσης της χώρας με το ανώτατο όριο για τις δαπάνες.

*Αναδημοσίευση από το “Κεφάλαιο” που κυκλοφορεί