Το Νομαρχιακό Τμήμα της ΑΔΕΔΥ Νομού Αιτ/νίας εκφράζει την έντονη αντίθεσή του απέναντι στο νομοσχέδιο για την αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων, το οποίο κατατίθεται στη Βουλή εν μέσω θέρους και διακοπών, γεγονός που εγείρει εύλογα ερωτήματα για την πολιτική σκοπιμότητα της διαδικασίας.
Είχαν προηγηθεί επί μήνες οι αναφορές του Πρωθυπουργού αλλά και στελεχών της κυβέρνησης στην κατάργηση της μονιμότητας, στο πλαίσιο της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης και η συστηματική προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης αναφορικά με την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων και των δημοσίων υπηρεσιών, με μοναδικό σκοπό να αποπροσανατολιστεί η κοινωνία και οι εργαζόμενοι από τα πραγματικά προβλήματα της ακρίβειας, της φτωχοποίησης του λαού, της λειτουργίας των δημοσίων δομών αλλά και την εμπλοκή στελεχών της κυβέρνησης σε ενέργειες, που ελέγχονται στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι με το νομοσχέδιο εκσυγχρονίζει και επιταχύνει την πειθαρχική δικαιοσύνη για τους δημοσίους υπαλλήλους για να επέλθει η κάθαρση από τα γνωστά φαινόμενα διαφθοράς, να «τιμωρηθούν οι επίορκοι», κλπ .
Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική.
Το νομοσχέδιο αυτό, και επομένως το κράτος, δεν στοχεύει στους επίορκους αλλά θωρακίζει έναν πειθαρχικό μηχανισμό που θα λειτουργεί ως φόβητρο για όσους τολμούν να σηκώνουν κεφάλι, να διεκδικούν, να αντιστέκονται, να μη σιωπούν.
Είναι αποκαλυπτικές οι ήδη υπάρχουσες περιπτώσεις πειθαρχικών διώξεων συναδέλφων, που αποδεικνύουν πως ο στόχος δεν είναι οι «επίορκοι», αλλά όσοι αντιστέκονται.
Δεν δεχόμαστε ένα πειθαρχικό δίκαιο που αντιμετωπίζει τη συνδικαλιστική δράση, το απεργιακό δικαίωμα, το δημοκρατικό δικαίωμα του κάθε συναδέλφου να ασκεί κριτική κλπ. ως εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου.
Με το νέο νομοσχέδιο επιχειρείται η υπέρμετρη αυστηροποίηση του πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων και καταργούνται τα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια πειθαρχικά συμβούλια. Διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα όπου ο εργαζόμενος δεν θα έχει το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσής του παρά μόνο στις δικαστικές αίθουσες.
Το ήδη υφιστάμενο πλαίσιο προβλέπει ήδη την εφαρμογή αυστηρών ποινών, όπως η απόλυση για μεγάλο αριθμό περιπτώσεων και παραπτωμάτων, ενώ την τελευταία πενταετία έχουν απολυθεί περίπου 1.200 υπάλληλοι. Οι δε καθυστερήσεις στη λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων δεν οφείλονται στους εκπροσώπους των εργαζομένων, οι οποίοι αποτελούν την μειοψηφία στα ήδη υπάρχοντα πειθαρχικά συμβούλια.
Μέσω της αυστηροποίησης του υφιστάμενου πλαισίου η κυβέρνηση αναμένεται να πλήξει καίρια τις δημόσιες υπηρεσίες, που εδώ και πολύ καιρό λειτουργούν «στο κόκκινο», λόγω της υποστελέχωσης και της έλλειψης υλικών και μέσων, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και τους ίδιους τους δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι καθίστανται έρμαια των ορέξεων της εκάστοτε πολιτικής αλλά και διοικητικής ηγεσίας και ιεραρχίας.
Η αντικατάσταση των πειθαρχικών συμβουλίων από συμβούλια, τα οποία θα στελεχώνονται αποκλειστικά από μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους αποτελεί ένα σημαντικό πλήγμα στην αντικειμενικότητα, την αμεροληψία και την διαφάνεια στην κρίση των πειθαρχικών υποθέσεων, αφού είναι προφανές, ότι τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως δικηγόροι του δημοσίου, ενεργούν στο όνομα «του εντολέα τους», δηλαδή του δημοσίου. Επιπροσθέτως, οι δικηγόροι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σε καμία περίπτωση, δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν την καθημερινότητα των δημοσίων υπηρεσιών αλλά και τα προβλήματα, με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος ένας δημόσιος υπάλληλος. Είναι απορίας άξιο, συνεπώς, με βάση ποιες γνώσεις, ποια εικόνα της πραγματικότητας αλλά και με ποια αμεροληψία, οι εν λόγω εκπρόσωποι του δημοσίου καλούνται να στελεχώσουν τα πειθαρχικά συμβούλια και να λάβουν αποφάσεις που καθορίζουν την προσωπική αλλά και υπηρεσιακή ζωή των υπαλλήλων. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η απομάκρυνση των εκπροσώπων των εργαζομένων από τα πειθαρχικά συμβούλια, οι οποίοι αποτελούσαν μία «ουσιαστική» φωνή, εμποδίζοντας την αυθαιρεσία εις βάρος των συναδέλφων τους.
Επιπλέον αποκλείονται από την σύνθεση οι δικαστές, από τους οποίους μέχρι τώρα προέρχονταν οι πρόεδροι των πειθαρχικών συμβουλίων. Αποτελεί πρόκληση και κοροϊδία η πρόβλεψη στο νομοσχέδιο να μπορεί να παραστεί ως εκπροσώπηση των εργαζομένων, χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκπρόσωπος των εργαζομένων τριτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης, ύστερα από αίτηση του διωκόμενου υπάλληλου.
Επιβάλλεται «σιωπητήριο» στους χώρους δουλειάς και συγκεκριμένα:
Διευρύνεται υπερβολικά ο κατάλογος των πειθαρχικών παραπτωμάτων, επιτρέποντας τη δίωξη υπαλλήλων για πράξεις ή παραλείψεις που σχετίζονται ακόμη και με την έκφραση γνώμης ή τη συνδικαλιστική τους δράση. Το γεγονός αυτό εγείρει σοβαρούς κινδύνους περιορισμού της ελευθερίας έκφρασης και των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.
Αυστηροποιούνται οι πειθαρχικές ποινές των δημοσίων υπαλλήλων για το σύνολο των αδικημάτων φτιάχνοντας ένα απαράδεκτο και αντεργατικό σχέδιο, που στόχο έχει να ενισχύσει το κλίμα φόβου, αυταρχισμού και τρομοκρατίας μέσα στους χώρους εργασία, με στόχο να προχωράει χωρίς αντιρρήσεις η αντιλαϊκή πολιτική.
Προστίθενται νέα αδικήματα για τα οποία μπορεί να επιβληθεί η ποινή της οριστικής παύσης- απόλυσης. Ενισχύονται οι περιπτώσεις για τις οποίες μπορούν να επιβληθούν εξοντωτικά οικονομικά πρόστιμα τα οποία μπορεί να φτάσουν έως και 30.000 ευρώ ή ακόμη και 100.000 ευρώ.
Διευρύνονται οι περιπτώσεις για θέση υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία από τη διοίκηση χωρίς τη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου.
Καταργείται η δυνατότητα άσκησης ένστασης κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων, αναγκάζοντας τους συναδέλφους να στρέφονται στη δαπανηρή και ψυχοφθόρα και χρονοβόρα διαδικασία της δικαστικής προσφυγής.
Εισάγεται ο θεσμός της πειθαρχικής συνδιαλλαγής. Σε αυτή τη διαδικασία, ο διωκόμενος υπάλληλος καλείται να ομολογήσει την ενοχή του, δηλαδή να υπογράψει δήλωση μετανοίας, με αντάλλαγμα την επιβολή μικρότερης ποινής. Έτσι οι υπάλληλοι καλούνται σε μια ντροπιαστική δήλωση «αποδοχής και πειθαρχικής τους ευθύνης», προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα, αφού δεν θα μπορούν να έχουν καμία εμπιστοσύνη στην έκβαση της πειθαρχικής διαδικασίας, όπως αυτή διαμορφώνεται με το νομοσχέδιο.
Με το νέο πειθαρχικό πλαίσιο ο Πρωθυπουργός καλλιεργεί τον κοινωνικό αυτοματισμό, παρουσιάζοντας για μια ακόμα φορά τους δημοσίους υπαλλήλους ως δήθεν προνομιούχους και «ανέλεγκτους», επιχειρώντας να μετατοπίσει τις κοινωνικές ευθύνες της πολιτείας στους εργαζόμενους του δημοσίου. Πρόκειται για μια στοχοποίηση, η οποία υπονομεύει την κοινωνική συνοχή και την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δημόσια διοίκηση.
Η επίδειξη μια πολιτικής τιμωρητισμού δεν οδηγεί σε ένα καλύτερο δημόσιο. Η ανάγκη για ορθολογική, δίκαιη και αξιοκρατική αξιολόγηση διαδικασιών, δομών και προσωπικού παραμένει κρίσιμο στοιχείο για να ένα δημόσιο με όρους αποτελεσματικότητας. Η στόχευση αυτή δεν υπηρετείται από μια κυβέρνηση, η οποία δεν έχει αλλάξει έξι χρόνια την πραγματικότητα της απουσίας από το 2011 κρίσεων για στελέχη διοίκησης στο δημόσιο. Αυτό έχει ως συνέπεια στελέχη τα οποία δεν έχουν αξιολογηθεί να καλούνται να αξιολογήσουν υπαλλήλους. Η αξιοκρατία και η λογοδοσία αποτελούν θεμελιακά στοιχεία της δίκαιης και ορθολογικής λειτουργίας του δημοσίου και πρέπει να γίνουν όχημα βελτίωσης των δημοσίων υπηρεσιών και όχι εργαλείο στοχοποίησης του κόσμου της εργασίας στο δημόσιο, ως μέσο απόκρυψης ευθυνών για την υποστελέχωση και την υποχρηματοδότηση.
Το Νομαρχιακό Τμήμα ΑΔΕΔΥ τονίζει ότι η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων δεν αποτελεί προνόμιο, αλλά εγγύηση ανεξαρτησίας της διοίκησης, προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και ίσης μεταχείρισης των πολιτών. Κάθε απόπειρα έμμεσης κατάργησής της μέσω πειθαρχικών μηχανισμών, μας βρίσκει κάθετα αντίθετους.
Η δημόσια διοίκηση απαιτεί σταθερότητα, θεσμική ασφάλεια και διαφάνεια, όχι αυθαίρετες ρυθμίσεις που μετατρέπουν την πειθαρχική διαδικασία σε μέσο ελέγχου, πειθάρχησης και αποτροπής της ελεύθερης συνδικαλιστικής συμμετοχής.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΝΤΑΟΥΣΑΝΗ ΒΑΣΩ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ