Η Αγάπη είναι η απάντηση;

Της Αντιγόνης Κατσαδήμα

Η τελευταία ταινία Αγάπη του Μίκαελ Χάνεκε προσφέρει στους θεατές την ευχαρίστηση να ανήκουν στην ιστορία του για την τρίτη ηλικία και το τέλος της ζωής· ο σκηνοθέτης του Κρυμμένου και Της λευκής κορδέλας μας κάνει να αγαπήσουμε την Αγάπη ξανά εφόσον χρειάζεται να τη θυμόμαστε για να αποκωδικοποιήσουμε τη σημασία της με τον τρόπο μας.
Ξεκινώντας αυτό το προσωπικό ταξίδι αποκωδικοποίησης περί του εσωτερικευμένου, αφότου είδα την ταινία στο 18ο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου της Αθήνας, Νύχτες πρεμιέρας Cosmote, πρέπει να ανακαλέσω την Πέμπτη στροφή από «Την προφυλακή», ένα ποίημα της συλλογής Μονοπάτια του Tomas Tranströmer, -The great enigma, μτφρ. Robin Fulton, New Directions Books, New York 2006- που λέει: «Αποστολή: να βρίσκομαι εκεί που είμαι. Ακόμη και σε αυτόν εκεί τον γελοίο, θανάσιμα σοβαρό/ρόλο, -είμαι ο τόπος όπου η δημιουργία εξαντλεί τον εαυτό της» (ελλ. μτφρ. δική μου).
Ο λόγος που ανακαλώ τώρα αυτή τη στροφή οφείλεται στις εκλεκτικές συγγένειες που διαβλέπω ανάμεσα στην Αγάπη και «Στην προφυλακή». Στην Αγάπη, είναι διαδεδομένη η ειρωνία της αγάπης, θεωρημένης ως η άλλη όψη του θανάτου. Για τον Ζωρζ, Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, η σχέση του με την Άννα, Εμμανουέλ Ριβά, είναι σημαντική για όλα τα χρόνια που έζησαν μαζί, αλλά μόνο μετά το πρώτο εγκεφαλικό της συνειδητοποιεί ότι έχει εξελιχθεί, από κανονικός σύζυγος σε μοναδικός και πιστός σύντροφος. Στην Αγάπη, η αποξένωση των δύο συνταξιούχων δασκάλων μουσικής- από τους άλλους- είναι ένας σπουδαίος παράγοντας προκειμένου να δουν το επίκαιρο νόημα της αγάπης και τους αντικατoπτρισμούς του στην ευγένεια, στην κατανόηση και στη συμπόνια, καθώς και την κακή πλευρά των ενστίκτων και της φυσικής άρνησης. Στο ίδιο πλαίσιο, ερχόμενος να εκτιμήσει την αξία αυτού που έχει, ο Ζωρζ είναι για πάντα απεσταλμένος σε μια επίπονη ζωή, όπου κανένα μέρος δεν μπορεί πλήρως να είναι σπίτι εκτός από το σπίτι. Εκεί ο Ζωρζ σημαίνει. Είναι ο τόπος για την Άννα. Είναι ο τόπος όπου η αγάπη εξαντλεί τον εαυτό της…
Επομένως, στην Αγάπη, το σπίτι είναι το μόνο στενό καταφύγιο για την αγάπη και τον πόνο. Ενώ, η αγάπη είναι θεατή ως η άλλη όψη του θανάτου, σχετιζόμενη με τη φύση και την καταγωγή του πόνου. Μέσα από τον Ζωρζ, Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, μέσα από την σιωπηλά ενεργή και στοργική ματιά του, η σημασία της ηθικής ψυχικά συμπεριφοράς του μεταφέρεται στους θεατές. Αν δεν επρόκειτο για τον Χάνεκε, ωστόσο, πιθανότατα αυτή η ταινία να ήταν μια καταστροφή. Διότι, το θέμα του είναι λεπτό και απαιτεί ειδική μεταχείριση. Είναι ο Χάνεκε που επικεντρώνεται στην αντρική ματιά για να κάνει τους θεατές να δουν πώς αυτή έχει εσωτερικεύσει την θηλυκή φωνή. Η σκηνοθεσία του ρίχνει φως στις πτυχές της ανθρώπινης φύσης, όταν η ζωή εξετάζεται ως φάσμα θανάτου.
Κατ΄αυτόν τον τρόπο, ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν και η Εμμανουέλ Ριβά, δύο εξέχουσες φιλμικές προσωπικότητες που έχουν συνεισφέρει στην ιστορία του κινηματογράφου, κατά τη διάρκεια της καριέρας τους, δίνουν έξοχες ερμηνείες ως Ζωρζ και Άννα. Προφανώς, δίνουν μορφή στο θέατρο της αγάπης, όπου είτε συγγενείς είτε ακόμη και παιδιά δείχνουν τόσο διαφορετικοί και μερικώς ανίκανοι να αισθανθούν τη φύση και τη ζωή του προβλήματος. Η Άννα έχει μείνει παράλυτη, αντιμετωπίζει προβλήματα στην ομιλία και στην επικοινωνία· όχι μόνο δεν μπορεί να παίζει άλλο πιάνο, αλλά η άνοια μετά τα εγκεφαλικά, της προκαλεί σοβαρό πρόβλημα και σύγχυση στην καθημερινότητά της.
Από την πλευρά του σκηνοθέτη, η Αγάπη είναι ένα δείπνο αυστηρά για δύο που καθιστά ικανούς δύο συντρόφους, να σκεφτούν ξανά επάνω στην αλήθεια της σχέσης και της κοινής ζωής τους, η οποία έφυγε σαν το τρεχούμενο νερό της βρύσης. Όταν ο θάνατος χτυπά την πόρτα τους, αυτή η αξιολόγηση γίνεται σημαντική. Η πραγματικότητα του θανάτου δεν χρειάζεται δημοσιότητα καμία και αυτό το αίσθημα για το τέλος της ζωής συμβαδίζει με τη χειμερινή ατμόσφαιρα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Ωστόσο, είναι η επιδεξιότητα του σκηνοθέτη που εγγυάται το συνεκτικό, εξαιρετικό αποτέλεσμα δίχως να συνορεύει με την κατάθλιψη. Μέσα σε ένα διαμέρισμα, παρισινού τύπου, οι συνεκδοχές που χρησιμοποιούνται, κατασκευάζουν μια ταινία άξια προσοχής και υποστήριξης. Ενέχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πώς ο Χάνεκε πρώτα αφηγείται κάτι και έπειτα επιλέγει να δείξει το αντικείμενο της αφήγησης στο έργο. Μετά την ταινία, ο διάλογος για την ουσία της αγάπης είναι ξανά επίκαιρος. Είναι η αγάπη η απάντηση σε όλους όσοι βλάπτουν το πολιτικό τους ασυνείδητο τρέφοντας το ένα και μοναδικό εγώ τους; Εν κατακλείδι, οφείλουμε στον Χάνεκε πολλά.

Χρυσός Φοίνικας Φεστιβάλ Καννών 2012