Μακάρι να λες αλήθεια

Γράφει ο Σίγμα Καίει

Αλέξη, μακάρι να λες αλήθεια ρε φίλε…θα τα κάνεις ρε φίλε όλα αυτά; Περπατούσε σκυφτός χωμένος μέσα στο πολύχρωμο σκουφί του, όλα τα ρασταφάρι χρώματα,θύμιζε λίγο ΣΥΡΙΖΑ ,τα χέρια στις τσέπες και η μύτη χωμένη στο μπουφάν, δεν τον πείραζε το κρύο, την υγρασία δεν άντεχε, ήταν μια εβδομάδα με πολλές βροχές, πήδηξε αναστενάζοντας μια μεγάλη λακκούβα με νερό και κοντοστάθηκε να ανάψει τσιγάρο ,γέμισε το σκουφί του με καπνούς και ξεκίνησε πάλι το βήμα του. Λίγα βήματα πιο πέρα άκουσε μια δυνατή κόρνα και γυρνώντας το κεφάλι του απότομα είδε ένα αυτοκίνητο να έρχεται κατά πάνω του, έκανε πίσω βιαστικά, το αυτοκίνητο πλησίασε και κοντοστάθηκε στο ύψος του,το παράθυρο άνοιξε και σηκώνοντας το βλέμμα του προς τα πάνω είδε ένα χαμόγελο μέσα σε ανακατεμένα άσπρα μαλλιά, ο φίλος του ο Χρίστος, πολιτικός μηχανικός, συνταξιούχος πλέον, οι ανάγκες της λιτότητας τον μεγάλωσαν αναγκαστικά μια 15ετία…

– “Σκέφτεσαι τον Τσίπρα και δεν κοιτάς το δρόμο;” φώναξε ,όσο μπορούσε βέβαια… Αυτό του άρεσε σ αυτόν τον άνθρωπο, ότι ποτέ δεν φώναζε, πάντα μιλούσε σιγά…ένας ήσυχος άνθρωπος!

– “Σκέφτεσαι τον Τσίπρα; τώρα μην το σκέφτεσαι, τώρα το έκανες, πάει το έριξες το ψηφοδέλτιο” χαρίζοντας ένα χαμόγελο καθώς το αυτοκίνητο που επιταχύνοντας έφευγε από κοντά του, κοίταξε το δρόμο προσεχτικά και πέρασε απέναντι στο πεζοδρόμιο, έσκυψε να βάλει το κλειδί στη κλειδαριά στην πόρτα ψιθυρίζοντας …’

-“Αλέξη, μακάρι να λες αλήθεια…αλλιώς ! Μακάρι να λες αλήθεια…”

Σ.Κ.