“Η Λίλα λέει” ως μια σύγχρονη Δήμητρα που βεβηλώνει την ανδρική συνείδηση

Της Αντιγόνης Κατσαδήμα

Το δράμα των σχέσεων των δύο φύλων έχει τους θιασώτες του από πολλές σκοπιές, ενώ αγγίζει διαφορετικές ηλικίες διαχρονικά. Ενώ στις ενήλικες καταστάσεις και στις κρίσεις στα ζευγάρια έχει εντρυφήσει ο μαιτρ του είδους, Πασκάλ Μπρυκνέρ, -λόγου χάρη, Στα μαύρα φεγγάρια του έρωτα-, ένας άλλος γάλλος με το ψευδώνυμο Σιμώ έκανε ένα αφοπλιστικό μοντάζ της γυναικείας σεξουαλικότητας, άμεσα συνυφασμένη με την ιστορία του πολιτισμού και την συμβολική τάξη των αξιών. Εστίασε στην δίπτυχη ιστορία της θηλυκότητας και της επικίνδυνης ομορφιάς στο πρόσωπο της Λίλας: πρόκειται για μια ανήλικη δεκαεξάχρονη που (αυτο)διαχειρίζεται την επιθυμία της και “λέει” όσα από το βάρος της ηδονής, της επιβάλλονται να πει στο Σιμώ, έναν φτωχό Άραβα. Το ομώνυμο αφηγηματικό πρόσωπο, στο κείμενο του ’96-μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις εκδ. Ωκεανίδα (’97)- μαρτυρεί το ενδιαφέρον του συγγραφέα για την ζωή και την εμπειρία του δυνατού περάσματος, στο “ίδιον” επί σκηνής, όπου το αρσενικό ακούει κι απορεί λόγω της αδυναμίας ελέγχου, ενώ το θηλυκό μιλάει το παραλήρημά του, επειδή έχει αυτόν τον έναν καθηλωμένο ακροατή, τη στιγμή που η παρουσία του τελευταίου είναι συγχρόνως και απουσία, ενόσω δεν έχει παρά παρακολουθητική συμμετοχή στην αφήγηση. Αυτό το προνόμιο του λόγου μπορεί να τεθεί διττά: και ως επιθυμία για προσοχή στη γυναίκα, και ως αδυναμία, να γλιτώσει ο άντρας από αυτήν, ενώ φέρεται ως το αποτέλεσμά της, διαισθανόμενος την βεβήλωσή του, στα όρια της τρέλας…

Στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, η παράσταση “Η Λίλα λέει”, σε σκηνοθεσία του Βασίλη Μαυρογεωργίου και της Μαριάννας Κάλμπαρη, κινείται έξυπνα και ακέραια στα διττά όρια του κειμένου, ανάμεσα στο ιερό και το βέβηλο: την τομή αυτή υποστηρίζουν και οι ανανεωτικές και απόλυτα συμβατές, με τον λιτό κώδικα του κειμένου και της παράστασης, μουσικές (παρ)ενθέσεις σε επιμέλεια του Γιάννη Σορώτου. Με την δωρική ερμηνεία της Λένας Δροσάκη και την εκφορά του λόγου της, πραγματικά οι θεατές απολαμβάνουν το κείμενο, τον αιχμηρό χαρακτήρα του, τον κυνικό ή ονειρώδη λόγο του ως και τις αποχρώσεις του πορνό, όπως το έθεσε ο Μπωντριγιάρ, ως τη “βία του εξουδετερωμένου φύλου, βία του βαθμού μηδέν”.

Στον βαθμό μηδέν της γραφής, λοιπόν, ο συνδυασμός Δροσάκη και Μαυρογεωργίου λειτουργεί εξαιρετικά και η σκηνοθεσία σέβεται το λόγο, διαστέλλοντας το ρυθμό της κίνησης και προσδίδοντάς της έναν ελλειπτικό δυναμισμό. Ώστε, η σκηνική περιπέτεια του γυναικείου αιτήματος διαρκώς διαυγάζει νέα ευρήματα, στον άξονα της θηλυκής υπόστασης και της φαντασιωσικής διάστασης. Τα στιγμιότυπα του απελευθερωτικού χορού, όταν η Λίλα “λέει” ως νοσταλγική εικόνα του Σιμώ, προβάλλουν την εν λόγω διάδραση. Επιπλέον, η παρουσία-απουσία της θείας, σε κείμενο και παράσταση αντίστοιχα, λειτουργεί στο επίπεδο των υλικών εικόνων-συμβόλων, που απηχούν την κανονικότητα της ζωής αντεστραμμένη, με όρους καταγωγής-απαγόρευσης και καταστροφής συγχρόνως. Εξου και το απόλυτα μαύρο, υποθέτω, απομαγευμένο σκηνικό από σακούλες. Αν η Άννα “Στο λευκό ξενοδοχείο” έχει για σημείο εκκίνησης το άσπρο, το λευκό ξενοδοχείο, η Λίλα έχει το μαύρο. Το μαύρο ξενοδοχείο είναι το σκοτάδι της μνήμης, ο ιερός καμβάς της φαντασίας της, όπου στήνει τον πόθο της με αφετηρία τον ίλιγγο της έντασης. Η Λίλα είναι ο μαύρος κύκνος, η μαύρη Αφροδίτη, ως ενσάρκωση του σκοτεινού κόσμου της επιθυμίας και σε αντίστιξη με το παρουσιαστικό της.

Ωστόσο, ένα μικρό σχόλιο ας μου επιτραπεί, αν η γαλλική ιστορία του πολιτισμού έχει να επιδείξει απόθεμα συμβολισμού, η απόλυτα μαύρη εικόνα, από τον σωρό από άχαρες σακούλες επί σκηνής, αισθητικά θα μπορούσε να σπάσει με μία ανοιγμένη ροζ ομπρέλα, ως σύμβολο στήθους και γυναικείας σεξουαλικότητας, και με μαύρες ομπρέλες να στεγνώνουν, με τα μάτια του Ντ. Μ. Τόμας, ως σύμβολα “πέους που έχει μόλις εκσπερματώσει”. Όμως, καθένας που βλέπει μια παράσταση, έχει και μια γνώμη. Το σημαντικό είναι πως αυτή τη φορά, στο Υπόγειο Τέχνης, βλέπουμε πράγματι ένα έργο με σύγχρονη ματιά, νεύρο, δυναμική. Και κατοχυρώνει την Δροσάκη, στο θέατρο, που απλά το αξίζει.

Μετάφραση: Μαριάννα Κάλμπαρη
Σκηνοθεσία – διασκευή: Βασίλης Μαυρογεωργίου, Μαριάννα Κάλμπαρη
Σκηνογραφία – κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Μουσική: Γιάννης Σορώτος
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Παίζουν: Λένα Δροσάκη, Βασίλης Μαυρογεωργίου

Δευτέρα 2 Μαρτίου -Τετάρτη 8 Απριλίου 2015
Ημέρες & ώρες παραστάσεων:
Δευτέρα-Τρίτη 9.15 μ.μ. Τετάρτη 8.00 μ.μ.
Δευτέρα: Γενική Είσοδος 10€