Ο κύκλος με την κιμωλία σε σοφτ περιπέτειες

Της Αντιγόνης Κατσαδήμα
Είναι γεγονός πως τα κείμενα του Μπρεχτ έχουν εγείρει αντιδράσεις ως προς την σκηνοθεσία τους. Οπότε, όσο πιο πολλές είναι οι αντιδράσεις, τόσο πιο ελεύθερα ένας σκηνοθέτης μπορεί να βάλει την δική του πινελιά: ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος θα είναι. Αν μάλιστα είναι δημοφιλής και πολυπράγμων, αναμένεται ότι μπορεί να επιχειρήσει κάτι ρηξικέλευθο. Είναι, επίσης, γεγονός πως αρκετοί θεατρικοί οργανισμοί εστιάζουν στην ψυχαγωγία του κοινού με όρους δούναι και λαβείν. Οπότε, εφόσον κόβουν εισιτήρια, δεν υπάρχει γκρίνια και το εγχείρημα στέφεται από επιτυχία. Καλώς και καίει η λάμπα, καθώς είναι δύσκολοι καιροί για θέατρο.

Ωστόσο, δεν είναι για όλους έτσι. “Στον κύκλο με την κιμωλία”, σε σκηνοθεσία Κ. Μαρκουλάκη, στο Παλλάς, όταν οι περισσότεροι συντελεστές μιας παράστασης δεν αναδεικνύουν το κείμενό της, και -άρα- δεν αποθεώνουν το νόημά του, υπάρχουν θεατές – μέσα σε αυτούς κι εγώ- που αισθάνονται χαμένοι από την εμπειρία. Πλέον δεν πρόκειται για θέατρο, πρόκειται για θέαμα και κοσμική περιφορά. Η συνάντηση τόπου και χρόνων δεν εμφυσεί στο κείμενο προοπτική, ενώ φτωχαίνει το σημείο αναφοράς της κι ας έχει δαπανηθεί μελάνι για το σκεπτικό γύρω από την απεικόνιση του εργοταξίου. Ο Μπρεχτ συρρικνώνεται σε υπέρογκα σκηνικά και σε άνισες ερμηνείες, αποπνέει άρωμα Σαίξπηρ, ενώ ρέπει στη φετιχοποίηση, με ένα αρκουδάκι να πηγαινοέρχεται, σε ρόλο μωρού, τη στιγμή που, στα θεατρικά ιστορικά, χάρη σε άλλες σκηνοθετικές απόπειρες για άλλα έργα, έχουν καταγραφεί εξαιρετικές ερμηνείες ηθοποιών ακόμη και σε ρόλο σκύλου. Εδώ, η εύκολη απεικόνιση συμβολικού χαρακτήρα -ο φίλος μας, το αρκουδάκι- αντιτάσσεται στην αισθητική αναγκαιότητα, όπως τα κείμενα του Μπρεχτ την θεμελιώνουν και την υποδηλώνουν διαχρονικά, στη βάση της ανοικείωσης. Πώς αλλιώς να γινόταν; Ενδεχομένως, αφαιρετικά, διά του ήχου, της μουσικής ή του φωτισμού.
“Θέατρο σημαίνει παραγωγή ζωντανών απεικονίσεων”.

“Στον κύκλο με την κιμωλία”, σε σκηνοθεσία Κ. Μαρκουλάκη, στο Παλλάς, το κείμενο φαίνεται να μην φέρει βαρύτητα για τους ηθοποιούς, από τους οποίους βέβαια ευτυχώς διαφοροποιούνται ο αφηγητής -Δημήτρης Λιγνάδης-, ο δικαστής Αζντάκ -Αιμίλιος Χειλάκης- και ο δικηγόρος της Νατέλα Αμπασβίλι – Άγγελος Μπούρας-. Στις ερμηνείες των τελευταίων, εν μέρει διακρινόταν η αντίθεση ανάμεσα στο “παίζω” -επιδεικνύω- και στο “ζω” -ταυτίζομαι-, συνηγορώντας στη σημασία της διπλής φιγούρας του ηθοποιού. Η εκφορά του λόγου τους είχε στοιχεία που αφορούσαν το θεατή. Αντίθετα, στην περίπτωση άλλων ρόλων, με αποκορύφωμα αυτόν της Αμπασβίλι-Ελισάβετ Μουτάφη-, αίσθησή μου ήταν ότι άκουγα και έβλεπα κακής ποιότητας stand up comedy. Γενικά, αποκόμισα ότι υπήρχαν ελλείψεις και ασάφειες που στοίχισαν στην ομαλή εξέλιξη της ιστορίας. Για παράδειγμα, όταν η Γρούσα -Μαρία Πρωτόπαππα- φεύγει με το μωρό-αρκουδάκι, δεν καταλαβαίνω γιατί, αφού το παίρνει, το παιδί αποχωρεί από την αντίθετη κατεύθυνση. Ούτε είναι σαφές γιατί ο αφηγητής είναι σε αναπηρική καρέκλα, παρόλο που αυτό δεν ενοχλεί. Η εποχή και η αίσθηση της ήττας, συνυφασμένες με την ανάγκη επιβίωσης και πάλης, συμβαδίζουν με αυτήν την επιλογή.

“Ο δείχνων να δείχνεται”
“Ο δείχνων να δείχνεται”, ήταν μία από τις θέσεις του Μπρεχτ. Διότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, πέφτει φως στην ταυτότητα του θεατή. Εν προκειμένω, όταν στη σκηνή οι θεατές βλέπουν τη γυναίκα-πατρίδα, που συμβολίζει πένθος, απώλεια καθώς και αντοχή και κύρος, στο άκουσμα της απόφανσης “είσαι η πατρίδα μας”, τα φώτα στην πλατεία θα έδειχναν αισθητικά την αξία της συλλογικότητας. Αντ’ αυτού, μείναμε στα σκοτάδια. Συνολικά, η συγκεκριμένη σκηνοθεσία δεν όξυνε το παρατηρητικό πνεύμα ελευθερίας, στο θεατή, ενώ μέριμνά της ήταν η απόλαυση του τελευταίου, σε αντίθεση με την μπρεχτική θέση, ότι, στο θέατρο η απόλαυσή μας πρέπει να λιγοστεύει, ενόσω αυξάνεται η εγρήγορση. Και στη συνθήκη της εγρήγορσης εμπεριέχεται η έγνοια του άλλου, ώστε να επαληθεύεται η ουσία της μικρότερης κοινωνικής μονάδας. Πίστη του Μπρεχτ ήταν ότι “η μικρότερη κοινωνική μονάδα δεν είναι ο άνθρωπος αλλά δυό άνθρωποι. Και στη ζωή χτίζουμε αμοιβαία”. Αυτό που με λυπεί, είναι ότι αυτές οι ιδέες έμειναν στη θεωρία και στα βιβλία, ενώ φαίνεται πως υπήρξε μια ματαιοδοξία να έρθει ο Μπρεχτ στα μέτρα μας, μια Κυριακή που βγαίνουμε για να ευθυμήσουμε, από φόβο μήπως γίνουμε πιο σκεπτικοί.

Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική Διδασκαλία: Λευτέρης Μιχαλόπουλος
Δραματουργική επεξεργασία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Μανώλης Δούνιας
Βοηθοί σκηνοθέτη: Μανώλης Δούνιας, Έλενα Σκουλά
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγοι: Αλεξάνδρα Καψή
Φωτογραφίες: Τάκης Διαμαντόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Αιμίλιος Χειλάκης, Μαρία Πρωτόπαππα, Ελισάβετ Μουτάφη, Αποστόλης Τότσικας

Αφηγητής ο Δημήτρης Λιγνάδης

Πρωταγωνιστούν επίσης (αλφαβητικά): Δέσποινα Γιαννοπούλου, Παναγιώτης Εξαρχέας, Σταύρος Καραγιάννης, Κώστας Κορωναίος, Ελένη Κούστα, Χριστιάννα Μαντζουράνη, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Άγγελος Μπούρας, Γιώργος Παπανδρέου, Γρηγόρης Ποιμενίδης, Σπύρος Τσεκούρας, Βαγγέλης Ψωμάς.

Συμμετέχουν
οι μικροί Εμίλ Γκριγκόροβ, Γιώργος Γουδής
και η κυρία Βιβή Πετραλίδου

Παλλάς, Βουκουρεστίου 5 (City Link), Κέντρο Τηλ.: 2103213100