Που πήγες μπαμπά;

Ανέβηκε την σκάλα αργά , χτυπώντας τα πόδια του σε κάθε σκαλοπάτι που πατούσε. ;’Εφτασε στο διάδρομο πριν την πόρτα και άρχισε να βγάζει τα λερωμένα ρούχα ,ακούστηκε μια φωνούλα, “ήρθε ο μπαμπαααας”…

Άνοιξε την πόρτα και βγήκε ένα 3χρονο αγοράκι μ ένα χαμόγελο που τελείωνε σε δυο παχουλά μαγουλάκια.
– “Ήρθες μπαμπά;”

Εκείνος βγάζοντας τα λερωμένα παπούτσια του και χαμογελώντας απάντησε με μια φωνή γεμάτη χαμόγελο
– “Ήρθα Χρήστο κάθε μέρα θα έρχομαι” . Ο μικρός κοιτώντας τα παπούτσια του ρώτησε με την φωνούλα του γεμάτη απορία και γλύκα “που πήγες μπαμπά”.

Εκείνος προσπαθώντας να απαλλαγεί από τις βρεγμένες κάλτσες του, σταμάτησε. Ακούμπησε τα χέρια του στα γόνατα και κοιτώντας το μικρό χαριτωμένο ανθρωπάκο απάντησε ,φουσκώνοντας τα χείλη και ανοίγοντας τα μάτια του όσο μπορούσε πιο πολύ αναφώνησε :

– “Πήγα σ ένα δάσος με το μεγάλο άσπρο άλογο και την γυαλιστερή μου πανοπλία. Εκεί βρήκα την κακιά μάγισσα και έδωσε ένα μήλο στο άσπρο άλογο και εκείνο έπεσε και κοιμήθηκε…’Έπρεπε να βρω την Χιονάτη και την Κοκινοσκουφίτσα να μου δώσουν το μαγικό λουλούδι για να το δώσω στο άλογο να το φάει! Μόνο έτσι θα ξυπνούσε ,περπάτησα μέσα στο μαγεμένο δάσος κόβοντας κλαδιά με το σπαθί μου και βρήκα τα δυο κορίτσια που έλιαζαν τα μαλλιά τους δίπλα στο ποτάμι. Η Κοκινοσκουφίτσα μου έδωσε από το καλαθάκι της ένα μπουκαλάκι νερό και η χιονάτη ένα κόκκινο λουλούδι να τα δώσω στο άσπρο μου άλογο για να φύγει το ξόρκι…Ο μπαμπάς τα κατάφερε και γύρισε να γιατρέψει το άλογο…Ο μπαμπάς όλα τα μπορεί!!!”  Χαμογελώντας του χάιδεψε το κεφάλι.

Εκείνη την ώρα προσπαθώντας να σηκωθεί από το σκαλοπάτι είδε μια φιγούρα στην πόρτα

– “Τι είναι αυτά που λες στο παιδί;” Εκείνος χωρίς να σταματήσει καθόλου στην πόρτα προχώρησε προς το μπάνιο και είπε ,
-“Τι να του πω ρε Κικίτσα? Ότι πρώι πρωί πηγαίνωντας σε δυο γριές παραγγελία ,έμεινα με το αμάξι; Ότι έφαγα τόσες ώρες μπα και καταλάβω τι έχει το σκασμένο και έχοντας και τις παλιόγριες μέσα στα αυτιά μου να γκρινιάζουν; Τι να καταλάβει που ΠΗΓΕ Ο ΜΠΑΜΠΑΣ; ”

Σιγμα Καίει