Επιστροφή στην παραδοξότητα

Του Δημήτρη Παπαδάκη

Την προηγούμενη εβδομάδα το αρμόδιο Υπουργείο Εργασίας έδωσε στη δημόσια διαβούλευση το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Στα κύρια σημεία του το νομοσχέδιο φέρνει αυξήσεις σε κύριες και επικουρικές συντάξεις αναδρομικά από τον Οκτώβριο του 2019 -όπως μάλιστα τόνισε ο ίδιος ο κ. Βρούτσης περί το 1 εκατ. συνταξιούχοι θα λάβουν αύξηση έως 252 ευρώ τον μήνα- ένα νέο σύστημα ελεύθερης επιλογής εισφορών για τους επαγγελματίες και τους αγρότες από το τρέχοντα μήνα, αλλά και μείωση εισφορών των μισθωτών κατά 0,9% τον ερχόμενο Ιούνιο… Όλα αυτά συμβαίνουν την στιγμή που στον ΟΑΕΔ υπάρχουν εγγραμμένοι ένα εκατομμύριο άνεργοι και τη στιγμή που οι εργαζόμενοι με ημιαπασχόληση είναι περισσότεροι από τους εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση. Συνεπακόλουθα έχουν τα τελευταία χρόνια καταβληθεί λιγότερες εισφορές στον κουμπαρά του ασφαλιστικού.

Είναι λοιπόν δυνατόν να έρχονται αυξήσεις στις συντάξεις μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον και μάλιστα χωρίς να συνυπολογίσει κανείς την συνεχιζόμενη αύξηση του προσδόκιμου της ζωής και το πρόβλημα της υπογεννητικότητας; Από ότι φαίνεται είναι. Όμως τα δεδομένα είναι συγκεκριμένα και δεν αμφισβητούνται. Σε επίπεδο γενικού πληθυσμού σήμερα εργάζεται μόλις το 35%. Σε επίπεδο ενεργού πληθυσμού, δηλαδή στις παραγωγικές ηλικίες 15 έως 64 ετών, το 55,3%. Πρακτικά ένας Έλληνας παράγει το εισόδημα που καταναλώνουν τρεις! Από αυτό το εισόδημα πληρώνονται η δημόσια υγεία, η παιδεία, οι συντάξεις, η άμυνα, τα δημόσια έργα, όλες οι κρίσιμες λειτουργίες του κράτους και φυσικά η ιδιωτική κατανάλωση κάθε νοικοκυριού. Όλες οι αναλογιστικές μελέτες προϋποθέτουν μια αναλογία 1 προς τουλάχιστον 4 εργαζόμενους για να είναι βιώσιμο το ασφαλιστικό σύστημα, όμως σήμερα η αναλογία συνταξιούχων προς εργαζόμενους είναι: 1 προς 1,5 άτομα περίπου. Με δεδομένη την υπογεννητικότητα και τη γήρανση του πληθυσμού, η χώρα δεν θα αντέξει για πολύ να δαπανά τόσα χρήματα για το συνταξιοδοτικό.

Το ασφαλιστικό σύστημα είναι ξοφλημένο. Ποιος δεν θα ήθελε να άνοιγε το «πουγγί» των αυξήσεων; Και ποιος θα ήθελε να βρέξει λεφτά; Και ποιος δεν συμπονά ένα 70άρη συνταξιούχο που προσπαθεί να ζήσει με αξιοπρέπεια με σύνταξη 600 ευρώ ή 500 ευρώ; Όμως οι συντάξεις αυτές (οι κουτσουρεμένες) προέρχονται ένα σύστημα μη βιώσιμο. Όσοι τάζουν από ένα μοντέλο που δεν είναι βιώσιμο αναδρομικά στον 70άρη τον οδηγούν αργά ή γρήγορα στην απόλυτη εξαθλίωση και αυτόν και τους αμέσως επόμενους που θα βγουν στη σύνταξη.

Ας λάβουμε δε υπόψη ότι το ασφαλιστικό μας σύστημα που είναι διανεμητικό, δηλαδή η τωρινή γενιά εργαζομένων «διανέμει» το εισόδημά της προς τις παλιότερες γενιές για τις συντάξεις τους, είναι το λάθος σύστημα. Γιατί η ιδιαιτερότητα είναι ότι τα διανεμητικά συστήματα δουλεύουν καλά όταν υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι και λίγοι συνταξιούχοι. Όταν όμως αυτό αντιστρέφεται και παράλληλα υπάρχουν προβλήματα, όπως η γήρανση του πληθυσμού, η αύξηση της μαύρης εργασίας, τότε χρειάζονται προσαρμογές, όπως αύξηση των ορίων ηλικίας, ο περιορισμός των πρόωρων συντάξεων και τελικά οι μειώσεις στις συντάξεις.

Χωρίς λοιπόν να έχει αρθεί κανένα από τα προβλήματα, που αναφέρθηκαν και με την ανεργία να παραμένει σε υψηλά ποσοστά, μιλάμε για αυξήσεις στις συντάξεις… Αυξήσεις που θα έρθουν από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή το φορολογούμενο. Δηλαδή το ΦΠΑ που πληρώνει ένας άνεργος… Αυτή είναι η παραδοξότητα, στην οποία μας οδηγεί το πολιτικό σύστημα της χώρας, το οποίο ολοένα και περισσότερο ενδιαφέρεται για την πληθυσμιακή ομάδα που αυξάνεται συνεχώς, αυτή των συνταξιούχων. Και για την ακρίβεια για τις ψήφους των συνταξιούχων. Κι ας χύνει το πολιτικό σύστημα κροκοδείλια δάκρυα για το braindrain και τους νέους που μεταναστεύουν στο εξωτερικό.