Μήπως η καλύτερη ενίσχυση θα ήταν η δραστική μείωση των φόρων;

Του Δημήτρη Παπαδάκη
«Με τα σημερινά δεδομένα η εκτίμηση είναι ότι η ύφεση θα είναι κοντά στο 4%» είπε ο Υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκουρας τις προάλλες. Φυσικά η ύφεση, που δημιουργεί στην οικονομία ο κορονοϊός, είναι –εκτίμησε ο Υπουργός Οικονομικών- συνάρτηση της έκτασης του προβλήματος και της πιθανής επανάληψης του προβλήματος μέσα στη χρονιά.

Οι εκτιμήσεις του Υπουργού Οικονομικών δεν διαφέρουν και πολύ από τις εκτιμήσεις διαφόρων οικονομικών αναλυτών παγκοσμίως, με μόνη διαφορά το «βάθος» της ύφεσης στην Ελλάδα. Ας θυμηθούμε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκτιμά ύφεση στην Ευρωζώνη που μπορεί να φτάσει ακόμη και στο 9% ή και 10%. Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι ολοένα και περισσότερο πληθαίνουν οι εκτιμήσεις, από τη στιγμή, που δεν πρόκειται να υπάρξει εμβόλιο για τον κορονοϊό πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, η κρίση φαίνεται ότι σε κάποιο βαθμό θα επανέλθει τον επόμενο χειμώνα 2020-2021. Τούτο σημαίνει ότι η κρίση αυτή θα έχει μεγαλύτερη διάρκεια και σκαμπανεβάσματα και αυτό συνεπάγεται ότι οι όποιες εκτιμήσεις είναι κάπως παρακινδυνευμένες.

Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο χρειάζεται μια αντιμετώπιση της κρίσης με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Αντιθέτως επί του παρόντος η απάντηση στο σοκ τoυ lock-down της οικονομίας είναι ένα σοκ ρευστότητας χωρίς όμως σαφή χρονικό ορίζοντα. Πόσο αποτελεσματική όμως μπορεί να είναι η ρευστότητα; Και ιδίως στην Ελλάδα, που έχει και άλλα προβλήματα, που δυστυχώς δεν μπόρεσε να λύσει στη διάρκεια της κρίσης που προηγήθηκε;

Αυτή τη στιγμή το πρώτο βήμα που γίνεται και καλώς γίνεται για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης είναι η αύξηση δαπανών. Το είδαμε και στην Ελλάδα αυτό με το συμπληρωματικό προϋπολογισμό την προηγούμενη εβδομάδα. Η επίπτωση της κρίσης στα δημόσια οικονομικά είναι δεδομένη και αναπόφευκτη, αφού αφ’ ενός αυξάνονται δαπάνες του κράτους για την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας και την ενίσχυση κοινωνίας και επιχειρήσεων με ρευστότητα, αφ’ ετέρου το lockdown της οικονομίας θα φέρει καθίζηση στα έσοδα του κράτους. Η ψαλίδα λοιπόν εσόδων – δαπανών θα ανοίξει αναπόφευκτα. Ίσως όμως είναι στο χέρι μας το πώς ακριβώς θα ανοίξει…

Θα ανοίξει με δαπάνες για επιδόματα, φορολογικές και ασφαλιστικές διευκολύνσεις, που απλώς θα απαλύνουν τον «πόνο» της κοινωνίας και των επιχειρήσεων, ή μήπως με κάποιο άλλο τρόπο που θα δώσει προοπτική στην οικονομία να επανέλθει; Αυτός ο τρόπος επαναφέρει την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης είναι ένας: η δραστική και μεγάλη μείωση των φόρων.

Κάτι τέτοιο θα μείωνε προσωρινά για ένα με δύο χρόνια τα έσοδα του κράτους, αλλά θα έδινε προοπτική στην οικονομία. Ένα άτοκο δάνειο π.χ. που είναι ένα από τα μέτρα που σχεδιάζονται τώρα θα μπορούσε να βοηθήσει προσωρινά, όμως οι επιχειρήσεις θα είχαν πολύ μεγαλύτερη ωφέλεια από μια μεγάλη μείωση των φόρων που σήμερα βρίσκονται σε δυσθεώρητα επίπεδα. Κάτι τέτοιο δυστυχώς δεν υπάρχει στον ορίζοντα. «Το πρόγραμμα μείωσης φόρων και εισφορών μετατίθεται αλλά θα εφαρμοστεί σταδιακά μόλις καταφέρουμε να βγούμε από την υγειονομική κρίση» δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών.

Είναι προτιμότερο όμως σε αυτό που έρχεται να υπάρχουν περισσότερα έσοδα – κέρδη στην ιδιωτική οικονομία παρά στο κράτος. Περισσότερα κέρδη στην ιδιωτική οικονομία θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη και μετά από μια διετία τα έσοδα του κράτους θα μπορέσουν να επανακάμψουν. Επομένως, η Ελλάδα δεν χρειάζεται τόσο ένα ευρωομόλογο, όσο ένα μορατόριουμ των δεσμεύσεων της στα δημοσιονομικά της και την εξυπηρέτηση του χρέους της. Η κυβέρνηση αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθεί. Το φαύλο κύκλο με την υψηλή φορολογία που ανατροφοδοτούσε την ύφεση και έκλεινε επιχειρήσεις το ζήσαμε. Αυτή τη φορά πρέπει να πράξουμε αλλιώς.