Νέα όπλα και κατευνασμός;

Του Δημήτρη Παπαδάκη

Η ελληνογαλλική συμφωνία όσο κακοπροαίρετος κι αν είναι κανείς, δεν μπορεί να μην δεχθεί ότι συνιστά κάτι πολύ σπάνιο, κάτι εξαιρετικό για τα δεδομένα της Ελλάδας.

Συνιστά τη στρατιωτική και όχι μόνο υποστήριξη από μια πολύ μεγάλη δύναμη. Μια δύναμη που είναι στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναβαθμισμένη μετά το Brexit, τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια πυρηνική δύναμη και μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Αυτά και μόνο αρκούν.

Το ερώτημα, αν η Γαλλία θα συνδράμει την Ελλάδα σε περίπτωση που η Τουρκία στείλει ένα γεωτρύπανο 100 ναυτικά μίλια νοτίως του Καστελόριζου, ίσως περιττεύει όταν η Τουρκία θέτει θέμα για τη “στενή” κυριαρχία. Όταν δηλαδή η Τουρκία θέτει θέμα αποστρατικοποίησης νησιών του Αιγαίου και συνδέει την αποστρατικοποίησή τους με το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, όταν κάνει υπερπτήσεις πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά, είναι πραγματικά κρίμα που στη Βουλή δεν υπήρχε σύμπνοια -κυρίως από το ΣΥΡΙΖΑ- στην υπερψήφιση αυτής της συμφωνίας, που ενισχύει την αποτροπή στα δικαιώματα κυριαρχίας της χώρας.

Βεβαίως κανείς δεν πρέπει να έχει αυταπάτες. Οι διεθνείς σχέσεις ήταν, είναι και θα είναι ένα δούναι και λαβείν. Φυσικά και οι Γάλλοι θα πάρουν αρκετά χρήματα για τα όπλα που μας πουλάνε, φυσικά και η συμφωνία αυτή κατέστη δυνατή ως αντιστάθμισμα των Αμερικανών στους Γάλλους, για τη ανατροπή της συμφωνίας τους για τα υποβρύχια των Αυστραλών. Φυσικά και η Ελλάδα δεν είχε το σθένος να υπογράψει αυτή τη συμφωνία τον Ιούλιο του 2020, χωρίς το αμερικανικό “ok”. Φυσικά και η Ελλάδα θα μπορεί να έχει πολλά περισσότερά οφέλη σε περίπτωση που επιλέξει να εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις στο Σαχέλ ή σε άλλους τόπους γαλλικών συμφερόντων. Όπως, αν είχε συμμετάσχει σε πολεμικές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ τα προηγούμενα χρόνια, στο βαθμό που το έκανε π.χ. η Τουρκία, η ουδετερότητα του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών δεν θα διατυπώνονταν με το “βρείτε τα”, που συνιστούσε μια ευμενή ουδετερότητα υπέρ της Τουρκίας.

Το βασικότερο όμως ζητούμενο για την Ελλάδα δεν είναι τι θα κάνουν οι Γάλλοι ή οι Αμερικανοί. Το βασικό ζητούμενο είναι τι θα κάνει η Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα δείχνει διατεθειμένη να εγκαταλείψει την πολιτική του κατευνασμού. Όμως δεν τον έχει εγκαταλείψει ακόμη, όταν οι υπερπτήσεις των τούρκων συνεχίζονται, όταν τα τουρκικά αλιευτικά έχουν κάνει λιμάνι του τα Κύθηρα, όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν καταφέραμε να βάλουμε θέσουμε όρους και προϋποθέσεις για την τελωνιακή ένωση Ε.Ε – Τουρκίας.

Το μεγάλο ερώτημα είναι σε πια περίπτωση η Ελλάδα θα επιλέξει την στρατιωτική απάντηση. Το Oruc Reis έκανε έρευνες στην περιοχή που διεκδικούμε ως ΑΟΖ, έκανε έρευνες και στην περιοχή 6 με 12 ναυτικών μιλίων, που ακόμη και αν δεν έχουμε επεκτείνει τα χωρικά μας ύδατα στα 12 μίλια είναι μια περιοχή, που δεν δικαιούται η Τουρκία να κάνει έρευνες. Οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων είναι στην καθημερινή ατζέντα. Η Τουρκία κατέρριψε ρωσικό μαχητικό επειδή παραβίασε τον εναέριο χώρο της για 18 δευτερόλεπτα, η Ελλάδα σε περίπτωση θα αποφασίσει να καταρρίψει όχι ένα μαχητικό, που θα συνοδευτεί και από ανθρώπινη απώλεια, αλλά ένα μη επανδρωμένο (UAV) τουρκικό αεροσκάφος; Απάντηση σε αυτό δεν έχει το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Το παράδοξο των νέων όπλων, που υποτίθεται ότι θα προσφέρουν υπεροχή και της υποχωρητικότητας «χτυπάει» πολύ. “Κόκκινη γραμμή” δυστυχώς δεν υπάρχει. Όταν υπάρξει, τότε ολοκληρωτικά η Ελλάδα θα εγκαταλείψει τον κατευνασμό.

Και η καλύτερη πράξη για να εγκαταλείψουμε τον κατευνασμό είναι μετάθεση της “κόκκινης γραμμής” προς τα μπρος, με την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Τώρα, αν πράγματι υπάρχουν οι γαλλικές πλάτες, ανοίγει ένα ρεαλιστικό παράθυρο η Ελλάδα να αναντήσει στο παράνομο casus belli.