Εθνικό brand για το αλάτι μετά το ΠΟΠ της αφρίνας Μεσολογγίου

Ο ρόλος της Deloitte στο ελληνικό αλάτι και τις Ελληνικές Αλυκές 

Ισχυρή προοπτική ανάπτυξης παρουσιάζει ο τομέας που ονομάζεται ελληνικό αλάτι, υπό την προοπτική δημιουργίας μίας ισχυρής εθνικής ετικέτας για τις 12 εγκαταστάσεις των Ελληνικών Αλυκών, οι οποίες ανήκουν στο χαρτοφυλάκιο του Υπερταμείου. Βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση αποτέλεσε η πρόσφατη αναγνώριση της αφρίνας Μεσολογγίου ως προϊόντος ΠΟΠ, κάτι που δείχνει τις προθέσεις των στελεχών του Υπερταμείου για την απόδοση προστιθέμενης αξίας στο συγκεκριμένο προϊόν, το οποίο ταξιδεύει σε χύδην μορφή και πωλείται σε βιομηχανίες στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, οι οποίες έχουν ως βασικό αντικείμενο δραστηριότητας το αλάτι.

Αυτήν τη στιγμή, όμως, σύμφωνα με τα όσα ανέφεραν στο Capital.gr πηγές του Υπερταμείου, έχει διοριστεί ως σύμβουλος η Deloitte, προκειμένου να καταρτίσει στρατηγικό σχέδιο που θα οδηγήσει την εταιρεία Ελληνικές Αλυκές Α.Ε. στην επόμενη μέρα. Σε αυτό το κάδρο, ενεργό παραμένει το ενδιαφέρον της εταιρείας Καλαμαράκης Α.Ε. που παράγει το αλάτι Κάλας και διατηρεί το 25% των μετοχών της εταιρείας, προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερο ποσοστό, κάτι που αποτελεί δεδηλωμένη πρόθεση και της επιχείρησης κατά το παρελθόν.

Την ίδια στιγμή το Υπερταμείο διατηρεί το 55% των μετοχών στις Ελληνικές Αλυκές και είναι αυτό που διαχειρίζεται την τύχη του, ενώ προχωράει στον στρατηγικό σχεδιασμό με τη δημιουργία ενός χρηματοοικονομικού μοντέλου που κινείται στα πρότυπα του ιδιωτικού τομέα. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε όρισε διευθύνοντα σύμβουλο της επιχείρησης τον Λεωνίδα Βρεττάκο, πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της ΑΒ Βασιλόπουλος με εκτεταμένη εμπειρία στις επιχειρήσεις και στον ιδιωτικό τομέα, αποτελώντας κατά το κοινώς λεγόμενο ένα πρόσωπο της αγοράς.

Δημιουργώντας εθνικό brand για το ελληνικό αλάτι

Επιδίωξη του Υπερταμείου είναι να δημιουργήσει σταδιακά ένα εθνικό brand γύρω από το ελληνικό αλάτι, κάνοντας την αρχή και συσκευάζοντας αρχικά σε μεγάλες συσκευασίες –επί παραδείγματι σε τσουβάλια των 25 κιλών-, οι οποίες θα κατευθύνονται στην αγορά με επώνυμη ετικέτα και όχι χύμα όπως συμβαίνει σήμερα. Ωστόσο, η κίνηση αυτή δεν θα επεκταθεί προς το παρόν σε μικρότερες συσκευασίες, ούτως ώστε να μην υπάρξει σύγκρουση με πιθανούς πελάτες της εταιρείας, που συσκευάζουν αλάτι.
Η αξιολόγηση της Deloitte που έχει διορίσει το Υπερταμείο για την κατάρτιση του στρατηγικού σχεδίου στις Ελληνικές Αλυκές, αναμένεται να ολοκληρωθεί το προσεχές φθινόπωρο. Όπως αναφέρουν στελέχη του φορέα, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά, από την αξιοποίηση – πώληση μετοχών και την παραχώρηση ποσοστού πλειοψηφίας σε ιδιώτη, έως και τη διεύρυνση του ποσοστού συμμετοχής του Υπερταμείου στο υπάρχον σχήμα.

“Οποιαδήποτε κίνηση και εάν κάνουμε σε σχέση με τις αλυκές, θα τη συζητήσουμε στο διοικητικό μας συμβούλιο. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι η εταιρεία έχει σουλουπωθεί, το μάνατζμεντ έχει μπει σε μία θετική διαδρομή. Ωστόσο, η εταιρεία συνεχίζει να δραστηριοποιείται στη χονδρική πώληση του αλατιού, ενώ υπάρχει ένα brand προϊόντος που αφορά στο ελληνικό αλάτι και την αφρίνα Μεσολογγίου. Εξετάζουμε όλα τα ενδεχόμενα. Έχουμε μία συνάντηση και με την εταιρεία Καλαμαράκης για το ενδεχόμενο πώλησης ποσοστού σε αυτήν. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα προχωρήσουμε προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Είναι στο πεδίο δράσης μας να αυξήσουμε το ποσοστό μας, αρκεί να δημιουργηθεί μία αξία συνολικά. Αντίστοιχα και στον ΟΚΑΑ θέλουμε να δούμε τις αγορές πιο προσεκτικά και να διερευνήσουμε κάποια στοιχεία, γιατί έχουμε δύο κεντρικές αγορές σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και εξετάζουμε τον μεγαλύτερο δυνατό εξορθολογισμό στη λειτουργία τους”, σχολίασε σχετικά με το θέμα ο διευθύνων σύμβουλος του Υπερταμείου, Γρηγόρης Δημητριάδης.

Ενδεικτικό πάντως της εικόνας που παρουσιάζει αυτήν τη στιγμή η εταιρεία Ελληνικές Αλυκές Α.Ε. είναι ότι όταν εντάχθηκε στο χαρτοφυλάκιο θυγατρικών εταιρειών του Υπερταμείου, ο κύκλος εργασιών της ήταν μόλις 3,5 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας ζημίες, ενώ πλέον βρίσκεται στα 8 εκατ. ευρώ με κερδοφόρα αποτελέσματα.

Θυμίζουμε ότι οι πωλήσεις στη χρήση 2021 για τις Ελληνικές Αλυκές ανήλθαν σε 8,02 εκατ. ευρώ και αυξήθηκαν κατά 1,9 εκατ. ευρώ ποσοστό 31,61%. Η αύξηση οφείλεται στις ευνοϊκές για την εταιρεία καιρικές συνθήκες (χιονοπτώσεις – παγετός) και στην πώληση των αποθεμάτων προηγουμένων ετών από τις αλυκές Λέσβου. Τα καθαρά αποτελέσματα μετά από φόρους ήταν κερδοφόρα στις 362 χιλ. ευρώ, έναντι ζημιών 547 χιλ. ευρώ το 2020.

πηγή: capital.gr