Αγορά εργασίας: Οι λόγοι έλλειψης προσωπικού εκτός από τους μισθούς

Σε μείζον ζήτημα της αγοράς εργασίας αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο η έλλειψη εργατικού δυναμικού.Όχι μόνο ο τουριστικός κλάδος, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες, αλλά και η βιομηχανία –καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους− αναζητά προσωπικό, όμως, όπως λένε οι εκπρόσωποί τους, δεν βρίσκουν όσους και όποιους χρειάζονται.

Κύκλοι της βιομηχανίας αναφέρουν στο Capital.gr πως οι “χαμηλοί μισθοί” δεν είναι ο μόνος λόγος για τη μη προσέλκυση εργαζομένων στις παραγωγικές επιχειρήσεις της χώρας.

Εξάλλου, και το μισθολογικό επίπεδο έχει βελτιωθεί τελευταία χάρη στο μπαράζ των αυξήσεων στον κατώτατο μισθό (2019-2023), αλλά και το ανερχόμενο κύμα των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων καθώς και άλλου τύπου αυξήσεων στις αμοιβές (π.χ. μπόνους, διατακτικές κ.λπ.). Παράλληλα, θετικές είναι οι προβλέψεις για τις μέσες αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα (βλ. έκθεση ΤτΕ), χωρίς μάλιστα να επιβαρύνεται η ανταγωνιστικότητα κόστους (σύμφωνα με την τελευταία έκθεση αξιολόγησης της Κομισιόν για την Ελλάδα).

Δεν φαίνεται, όμως, να υπάρχει αισθητή βελτίωση σε άλλα πεδία τα οποία βοηθούν στην απορρόφηση εργαζομένων, όπως το περιεχόμενο σπουδών ιδίως των τεχνικών σχολών, η άμεση σύνδεση εκπαίδευσης-εργασίας, το καθεστώς αδειοδότησης στους επαγγελματίες τεχνικών κλάδων, η δυνατότητα εργασιακού επαναπατρισμού όσων απασχολούνται στο εξωτερικό, το θεσμικό πλαίσιο απασχόλησης συνταξιούχων ή ακόμα και δημοσίων υπαλλήλων, αλλά και η επιδοματική πολιτική.

Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οι λόγοι που δυσκολεύουν την αύξηση της απασχόλησης −πέρα από τους μισθούς− είναι οι ακόλουθοι:

– Το περιεχόμενο σπουδών στις τεχνικές σχολές (από τις κατώτερες, όπως, π.χ., ΙΕΚ, μέχρι τις ανώτερες) βρίσκεται πολύ πίσω σε σχέση τις εξελίξεις της παραγωγής.

– Η “ανωτατοποίηση” των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ), δηλαδή η μετατροπή τους σε ΑΕΙ από το 2019 (σ.σ. από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ) έχει εντείνει τις τάσεις “απο-τεχνολογικοποίησης” της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, γεγονός που δυσκολεύει την απορρόφηση των αποφοίτων της σε θέσεις ειδικευμένης απασχόλησης.

– Οι σπουδαστές των τεχνικών σχολών έχουν πρακτική εμπειρία σε απαρχαιωμένα εργαστήρια (τα οποία βρίσκονται πίσω από τη σύγχρονη τεχνολογία) και, επίσης, πολλοί από αυτούς δεν έχουν καμία εμπειρία σε πραγματικές επιχειρήσεις.

– Το σύστημα αδειοδότησης για επαγγελματίες τεχνικών ειδικοτήτων, αλλά και αναγνώρισης ειδικότητας σε επαγγελματίες που έλαβαν άδεια ακόμα και σε χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), είναι εξαιρετικά χρονοβόρο και γραφειοκρατικό, εμποδίζοντας την απορρόφησή τους σε θέσεις απασχόλησης.

Για παράδειγμα, ένας Έλληνας τεχνίτης ο οποίος έλαβε άδεια άσκησης επαγγέλματος στη Γερμανία και έχει εργαστεί εκεί θα πρέπει να περάσει από έναν “Γολγοθά” προκειμένου να του αναγνωριστεί η άδεια άσκησης επαγγέλματος στην Ελλάδα.

– Μεγάλη μερίδα όσων έχουν άδεια άσκησης επαγγέλματος προτιμά να δραστηριοποιείται ως ελεύθερος επαγγελματίας (με στόχο τη μεγιστοποίηση των αμοιβών του). Το γεγονός αυτό δημιουργεί στην αγορά ένα “κενό” στην απορρόφηση εργατικού δυναμικού, λόγω της συνεχούς και πολλές φορές ατελέσφορης διαπραγμάτευσης μεταξύ των επιχειρήσεων που ζητούν εργατικό δυναμικό και των ελεύθερων επαγγελματιών, οι οποίοι ζητούν αμοιβές πολύ πάνω από εκείνες που θα εισέπρατταν αν ήταν μισθωτοί των προαναφερθεισών επιχειρήσεων.

– Το “κούρεμα” 30% στη σύνταξη όποιου συνταξιούχου απασχολείται (μετά τη συνταξιοδότηση) αποτρέπει σημαντική μερίδα τους, ειδικά τους πιο εξειδικευμένους και έμπειρους, από το να απορροφηθεί σε κάποια επιχείρηση. Αν και το “κούρεμα” αυτό μειώθηκε από την κυβέρνηση της Ν.Δ. στο μισό (δηλαδή στο 30% έναντι 60% που ήταν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ), κύκλοι της αγοράς θεωρούν πως παραμένει υψηλό και άδικο, καθώς αφορά οριζόντια όλους τους εργαζόμενους συνταξιούχους, ανεξαρτήτως αμοιβής απασχόλησης και σύμβασης εργασίας.

– Το καθεστώς απαγόρευσης της παράλληλης εργασίας στους δημοσίους υπαλλήλους φαίνεται πως στερεί από την αγορά εργασίας ένα σημαντικό δυναμικό. Ως παράδειγμα οι ίδιοι κύκλοι αναφέρουν τους καθηγητές της δημόσιας εκπαίδευσης, που, αν και δεν εργάζονται κατά τη διάρκεια των θερινών σχολικών διακοπών (επί 3 μήνες), τους απαγορεύεται να απασχοληθούν στον ιδιωτικό τομέα.

– Μεγάλο ποσοστό των νέων εργαζομένων φαίνεται να προτιμά την απασχόληση σε κλάδους χαμηλής ειδίκευσης, καθώς αυτοί κατά την πρώτη φάση της απασχόλησης παρέχουν αμοιβές εφάμιλλες με εκείνους της υψηλότερης ειδίκευσης.

Με άλλα λόγια, με κίνητρο την άμεση πρόσληψη με σύντομη ή ακόμα και μηδαμινή εκπαίδευση, οι περισσότεροι νέοι κατευθύνονται σε κλάδους όπως η εστίαση. Ωστόσο οι ίδιες πηγές επισημαίνουν τον εξής κίνδυνο: Πάρα πολλές θέσεις απασχόλησης στον κλάδο της εστίασης έχουν μια άτυπη ηλικιακή “ρήτρα”, δηλαδή ολοένα και πιο δύσκολα μπορεί κανείς να τις ασκεί όσο μεγαλώνει ηλικιακά, ενώ δεν υπόσχονται καμία σημαντική μισθολογική πρόοδο.

– Η επιδοματική πολιτική σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα πρόσληψης από την πλευρά του ίδιου του εργαζομένου. Το ευρύ φάσμα των επιδομάτων το οποίο έχει δημιουργηθεί κατά την περίοδο των Μνημονίων, αλλά και μετά από αυτό (ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, οικογενειακό επίδομα κ.λπ.), σύμφωνα με εργοδοτικές πηγές, οδηγεί, σε συνδυασμό με τους χαμηλούς μισθούς, πολλούς εργαζομένους προς την αδήλωτη ή υποδηλωμένη εργασία, την οποία πολλές επιχειρήσεις, ιδίως οι μεγάλες, δεν επιθυμούν.

Τι προσωπικό ζητούν οι εξαγωγικές βιομηχανίες

Πρόσφατη έρευνα την οποία δημοσιοποίησε ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδας (ΣΕΒΕ) και το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών και Σπουδών (ΙΕΕΣ) αναδεικνύει ότι:

– Το 90,7% του δείγματος αναζητεί ανθρώπινο δυναμικό.

– Το 49,2% αναζητά ειδικευμένους τεχνίτες, χειριστές εξοπλισμού και μηχανημάτων και οδηγούς, ενώ το 48,3% του δείγματος αναζητεί ανειδίκευτους εργάτες. Το 42,4% αναζητεί επαγγελματίες (μηχανικούς, οικονομολόγους, πληροφορικούς, λογιστές, νομικούς κ.ά.), το 40,7% τεχνικούς και βοηθούς, το 27,1% πωλητές και υπαλλήλους γραφείου (γραμματείς, εξυπηρέτηση πελατών, υπάλληλοι υποδοχής, ταμίες κ.λπ.), αντίστοιχα, και το 21,2% ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη. Το 6,8% αναζητεί άλλες κατηγορίες ανθρώπινου δυναμικού που δεν εντάσσονται στις παραπάνω.

– Το 63,6% αναζητεί αποφοίτους ΑΕΙ. Σε 60,2% ανέρχεται το ποσοστό των επιχειρήσεων που ψάχνει αποφοίτους ΤΕΙ και σε 61,9% το ποσοστό που αφορά αποφοίτους λυκείου, ενώ μικρότερα ποσοστά συγκεντρώνουν οι απόφοιτοι γυμνασίου (22,0%) και οι απόφοιτοι δημοτικού (17,8%). Κατόχους μεταπτυχιακού και διδακτορικού τίτλου σπουδών αναζητεί το 29,7% του δείγματος.

πηγή : capital.gr