«Σχέδιο Εύρυτος»: Η πηγή… του κακού που τροφοδοτεί τα σχέδια ιδιωτικοποίησης

Το σχέδιο 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, με αιχμή το έργο «Εύρυτος», η δημιουργία δύο «πυλώνων» διαχείρισης, της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ, και οι φουσκωμένοι λογαριασμοί καθ’ οδόν

Τι κρύβεται πίσω από το κυβερνητικό «σχέδιο κατά της λειψυδρίας ‘’Εύρυτος’’» και πώς φτάσαμε σήμερα να μιλάμε για τη λειψυδρία και την ανάγκη ενός γιγαντιαίου έργου κόστους 2,5 δισ. ευρώ που αφορά την εκτροπή δύο ποταμών από την Ευρυτανία και, όπως εντέχνως και ωραιοποιημένα γράφτηκε, «φιλοδοξεί να φέρει νερό στις αθηναϊκές βρύσες από τον Τυμφρηστό και τα Αγραφα»; Ανικανότητα στη διαχείριση του νερού, fast track απευθείας αναθέσεις έργων και στο βάθος ιδιωτικοποίηση. Αυτά επισήμαναν οι ομιλητές οι οποίοι συμμετείχαν στη σχετική συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε η Πρωτοβουλία για τη Διασφάλιση της Δημόσιας Διαχείρισης του Νερού.

«Στην Αττική εφαρμόζεται ένα μοντέλο διαβίωσης και ανάπτυξης που είναι δομικά υδροβόρο: εκτεταμένες πολεοδομικές επεκτάσεις, μεγάλης κλίμακας real estate projects, συγκέντρωση δραστηριοτήτων υψηλής κατανάλωσης νερού και ενέργειας, όπως datacenters, καθώς και ένα πρότυπο υπερτουρισμού (πισίνες, γκαζόν κ.λπ.) που αυξάνει απότομα τη ζήτηση χωρίς αντίστοιχο σχεδιασμό υποδομών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περαιτέρω επιβάρυνση του υδατικού ισοζυγίου από εμβληματικές επενδύσεις αστικής ανάπτυξης, όπως το Ελληνικό, οι οποίες σχεδιάζονται και υλοποιούνται χωρίς να εντάσσονται σε έναν συνολικό υδατικό σχεδιασμό για το λεκανοπέδιο. Την ίδια στιγμή η κατανάλωση νερού για χρήσεις που δεν απαιτούν πόσιμο νερό συνεχίζει να καλύπτεται από το ίδιο υδροδοτικό σύστημα επιβαρύνοντας περαιτέρω τους ταμιευτήρες» ανέφερε ο Πέτρος Μπαστέας, συνδικαλιστής ΕΥΔΑΠ και μέλος Γραμματείας ΣΕΚΕΣ για Δημόσια ΕΥΔΑΠ στην Υπηρεσία της Κοινωνίας.

«Στην Αττική, αλλά και πανελλαδικά, σημαντικό ποσοστό του νερού χάνεται πριν φτάσει στον καταναλωτή λόγω παλαιών δικτύων, ανεπαρκούς συντήρησης και ελλείψεων προσωπικού. Την ίδια στιγμή τεράστιες ποσότητες βρόχινου νερού χάνονται ανεξέλεγκτα αντί να συγκρατούνται-απορροφούνται, ενώ επεξεργασμένα λύματα καταλήγουν στη θάλασσα αντί να επαναχρησιμοποιούνται».

«Η αγροτική χρήση απορροφά περίπου το 85% των υδατικών πόρων της χώρας, ενώ η οικιακή κατανάλωση αντιστοιχεί μόλις στο 15%. Παρά ταύτα η δημόσια συζήτηση εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στον οικιακό καταναλωτή, καλλιεργώντας την εντύπωση ότι η λειψυδρία είναι αποτέλεσμα ατομικής συμπεριφοράς και όχι δομικής δυσλειτουργίας. Στο αγροτικό δίκτυο καταγράφονται απώλειες που σε πολλές περιοχές υπερβαίνουν το 40%».

«Χωρίς μαζικές δημόσιες επενδύσεις σε κλειστά και ελεγχόμενα αρδευτικά δίκτυα και στρατηγικές επιλογές για το είδος και τον τρόπο της αγροτικής παραγωγής (μη υδροβόρες καλλιέργειες, τρόπος ποτίσματος, νέες τεχνολογίες κ.λπ.) οποιαδήποτε συζήτηση για τιμολόγηση είναι άδικη και αναποτελεσματική. Η λύση δεν είναι να πληρώνει περισσότερο ο αγρότης ή ο οικιακός καταναλωτής, αλλά να αξιοποιούνται ορθά και με φειδώ τα υδατικά διαθέσιμα, να “χάνεται” άρα λιγότερο νερό».

Σκοπιμότητα

«Μέσα σε αυτό το πλαίσιο παρουσιάζεται ένα σχέδιο 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, με αιχμή το έργο “Εύρυτος” και τη δημιουργία δύο “πυλώνων” διαχείρισης, της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ. Πρόκειται για μια προσέγγιση παλιά, υψηλού κόστους, με αμφίβολη μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα. Ταυτόχρονα δεν υπάρχει μελέτη σκοπιμότητας ούτε τεχνικός σχεδιασμός για να αξιολογηθεί. Εχει ζητηθεί η γνώμη επιστημονικών ιδρυμάτων όπως το ΕΜΠ; Η ΕΥΔΑΠ επιδιώκουν να παρουσιαστεί και ως “εθνικός πυλώνας” διαχείρισης. Ομως κανένας δημόσιος φορέας δεν μπορεί να σηκώσει περισσότερες αρμοδιότητες αν πρώτα δεν ενισχυθεί ουσιαστικά. Η ΕΥΔΑΠ το 1999, πριν μπει στο χρηματιστήριο, διέθετε περίπου 5.000 εργαζόμενους. Σήμερα ο αριθμός αυτός έχει μειωθεί σε περίπου 2.000. Η μείωση του προσωπικού έχει οδηγήσει σε εργολαβοποίηση των υπηρεσιών της. Η επέκταση της ΕΥΔΑΠ χωρίς μόνιμες προσλήψεις του αναγκαίου προσωπικού επιδιώκει τη δημιουργία μιας ΕΥΔΑΠ-κέλυφος ιδιωτικών συμφερόντων με στόχο τη διανομή κερδών στους μετόχους» κατέληξε ο Π. Μπαστέας.

«Αν και οι ΔΕΥΑ κατάφεραν να ανταποκριθούν σε συνθήκες υγειονομικής κρίσης, έστω και αν πιέστηκαν σημαντικά από την οικονομική κρίση και τα μνημόνια, αλλά και από τη συρρίκνωση του προσωπικού τους που προκλήθηκε από την υπαγωγή τους στον νόμο περί απαγόρευσης προσλήψεων, τελευταία ήρθαν αντιμέτωπες και με την ενεργειακή κρίση. Πριν από το 2021 το ενεργειακό κόστος στις ΔΕΥΑ ήταν το 19% του συνολικού κόστους λειτουργίας τους, ενώ τώρα ξεπερνά σε πολλές περιπτώσεις το 40%. Ομως οι περισσότερες ΔΕΥΑ κατάφεραν να διαχειριστούν την κατάσταση και να μην αυξήσουν τα τιμολόγιά για τους καταναλωτές τους» ανέφερε η Πόπη Σηφακάκη, αντιπρόεδρος Δ.Σ. της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων ΔΕΥΑ.

«Ομως με την εφαρμογή του νόμου για την ένταξή τους στην εποπτεία της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων αναπροσαρμόζεται το πλαίσιο λειτουργίας μιας μονοπωλιακής ουσιαστικά “αγοράς” ανάλογα με τα πρότυπα της αγοράς ενέργειας. Παράλληλα, με τη νέα ΚΥΑ τιμολόγησης, ο τρόπος διαμόρφωσης της τιμολογιακής πολιτικής των ΔΕΥΑ αλλάζει. Γίνεται πλέον με καθαρά οικονομικά κριτήρια κάτω από το πρίσμα αναλύσεων κόστους-οφέλους. Με την εφαρμογή της αρχής “ο ρυπαίνων πληρώνει” και την επιβολή της επίτευξης πλήρους ανάκτησης κόστους, διαμορφώνεται μια οριζόντια πολιτική όπου ο πολίτης θα κληθεί να επωμιστεί μεγάλες αυξήσεις στην τιμή του νερού. Ειδικά σε περιοχές όπως τα νησιά μας και περιοχές που ο πόρος είναι σε έλλειψη».

«Επιπλέον έχει εκτιμηθεί ότι ο νέος σχεδιασμός για το πόσιμο νερό έχει κόστος που ξεπερνά τα 9 δισ. ευρώ, από τα οποία η κρατική συμμετοχή για νέες υποδομές και επέκταση των υφιστάμενων θα είναι πολύ μικρή. Οι ΔΕΥΑ θα αναγκαστούν να αντλήσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια είτε από δάνεια, το κόστος των οποίων θα πρέπει να περάσει στους δημότες, είτε μέσω της εκχώρησης διαχείρισης των υποδομών τους σε ιδιώτες. Η πρόσβαση λοιπόν των πολιτών στο καθαρό πόσιμο νερό θα εξαρτάται από μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, οι οποίοι δεν θα διστάζουν σε καμία περίπτωση να κόβουν το νερό σε φτωχά νοικοκυριά με χρέη» τόνισε η ίδια.

«Σήμερα δεν έχει σχεδόν καμία σημασία αν βρέχει στην Αθήνα ή και σε όλη την Αττική. Ολα τα επιφανειακά νερά της Αθήνας ρίχνονται στη θάλασσα, ενώ την ίδια στιγμή πλένουμε τα αμάξια μας, τους δρόμους, τις αυλές, ποτίζουμε τους κήπους και τα πάρκα μας με διυλισμένο νερό που κουβαλάμε από τον Εύηνο και τον Μόρνο. Αν υλοποιηθεί ο ‘’Εύρυτος’’ αύριο, θα προέρχεται και από τον Καρπενησιώτη και τον Κρικελοπόταμο ή, εξίσου καταστροφικό, από αφαλάτωση της θάλασσας» ανέφερε η Δέσποινα Σπανούδη, χημικός μηχανικός, από την Πρωτοβουλία για τη Διασφάλιση της Δημόσιας Διαχείρισης του Νερού. Και ανέφερε προτάσεις από επιστημονικούς φορείς και από τη διεθνή εμπειρία που μπορούν να εφαρμοστούν τόσο στην Αττική όσο και στις περιοχές της χώρας που έχουν αυξημένες ανάγκες:

● Την ανακύκλωση του νερού από τις μονάδες επεξεργασίας λυμάτων σε βιομηχανικές χρήσεις, στην άρδευση και την καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων.
● Την εξοικονόμηση με κλειστά και αυτοματοποιημένα δίκτυα άρδευσης που ειδικά για την Αττική αλλά και τη Βοιωτία από όπου αντλεί η ΕΥΔΑΠ θα εξοικονομούσαν τεράστιες ποσότητες νερού. Συστήματα άρδευσης υψηλής απόδοσης, αισθητήρες εδάφους, μετεωρολογικοί σταθμοί και δορυφορικά δεδομένα καθώς και στροφή σε καλλιέργειες με χαμηλότερες απαιτήσεις σε νερό.
● Τη δημιουργία συστημάτων συλλογής βρόχινου νερού στα κτίρια και επεξεργασία του «γκρίζου» νερού (απόνερα πλυντηρίων, νιπτήρων, ντους) για χρήσεις που δεν απαιτούν πόσιμο νερό, όπως το πότισμα, η καθαριότητα κ.λπ.
● Την ενημέρωση του κοινού για καλές πρακτικές εξοικονόμησης νερού.
● Τον εμπλουτισμό και την αξιοποίηση των υπόγειων υδάτων μέσα από την προστασία ή και την επανασύσταση ποταμών και την αύξηση των διαπερατών επιφανειών στις πόλεις.

Η ίδια απηύθυνε δημόσια έκκληση σε όλους για τη συμπαράταξη όσο το δυνατόν περισσότερων δυνάμεων για την προστασία του πιο ζωτικού αγαθού, ώστε να μη συμβεί με το νερό αυτό που συνέβη με το ρεύμα.

«Στις έως τώρα παρουσιάσεις των “εθνικών” σχεδίων αντιμετώπισης της λειψυδρίας, που είναι περισσότερο εκδηλώσεις εντυπωσιασμού, η λειψυδρία γίνεται η αφορμή για να παρουσιαστούν έργα που αναφέρονται ως σημαντικά, αλλά με ασαφές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης και προϋπολογισμό και χωρίς εξασφαλισμένη τη χρηματοδότησή τους. Ταυτόχρονα σε όλες τις κυβερνητικές εξαγγελίες αγνοείται το γεγονός ότι η μεγαλύτερη κατανάλωση νερού γίνεται στην άρδευση και οφείλεται σε μεγάλο μέρος στην έλλειψη αρδευτικών έργων και εκσυγχρονισμού των μεθόδων άρδευσης. Επομένως η λειψυδρία συνδέεται πρωταρχικά με την έλλειψη υποδομών και το παραγωγικό μοντέλο της χώρας μας» επισήμανε ο Γιάννης Κρεστενίτης, ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής & Ωκεανογραφίας, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ, και πρώην πρόεδρος της ΕΥΑΘ.

Φαραωνικά έργα

«Με δεδομένη την απουσία προγραμματισμού και έργων όλα τα προηγούμενα χρόνια, τώρα ανακοινώνονται φαραωνικά έργα μεταφοράς υδάτων από άλλες λεκάνες απορροής. Παράλληλα για αυτά τα έργα προκρίνονται διαδικασίες υλοποίησης όχι με ανοιχτούς διεθνείς διαγωνισμούς, αλλά με κλειστές διαδικασίες μεταξύ των μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών της χώρας. Βέβαια αυτό το μοντέλο υλοποίησης έργων έχει εφαρμοστεί για αντιπλημμυρικά έργα στη Θεσσαλία. Η λειψυδρία ως απόρροια μόνο της κλιματικής αλλαγής είναι το άλλοθι για να υλοποιηθεί η κυβερνητική πολιτική για την ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών ύδρευσης, αποχέτευσης και άρδευσης παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις της» κατέληξε ο Γ. Κρεστενίτης.

Τέλος, ο Γιώργος Τσιαντής, εκπρόσωπος του Πολιτιστικού Συλλόγου Χελιδόνας Ευρυτανίας, ανέφερε: «Δεν λέμε όχι στο δικαίωμα της Αττικής στο νερό. Λέμε όχι σε μια λύση που θυσιάζει μια ολόκληρη περιοχή για να καλύψει προβλήματα που δημιουργήθηκαν αλλού από λάθος σχεδιασμό δεκαετιών. Η Ευρυτανία δεν είναι δεξαμενή. Είναι ένας ζωντανός τόπος με ποτάμια, οικοσυστήματα, αγροτική ζωή και προοπτική ανάπτυξης. Λέμε ότι τα δικαιώματα μιας μικρής κοινωνίας δεν είναι λιγότερα από μιας μεγάλης. Αν δεχτούμε ότι οι ορεινές περιοχές μπορούν να αδειάζουν για να συντηρούνται τα αστικά κέντρα, τότε μιλάμε για εσωτερική αποικιοκρατία». Ο ίδιος κατήγγειλε ότι δεν έχει προηγηθεί ουσιαστικός διάλογος με τις τοπικές κοινωνίες, δεν παρουσιάστηκαν εναλλακτικές λύσεις, καθώς και ότι δεν υπάρχει συνολικός εθνικός σχεδιασμός υδάτων.

πηγή: efsyn.gr

Διαβάστε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από το Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία, ακολουθώντας το agrinioculture.gr στο GoogleNews