Μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ για τον τουρισμό στη Δυτική Ελλάδα
Σχέδιο από το Σύνδεσμο Τουριστικών Επιχειρήσεων με 85 δράσεις για την τουριστική ανάπτυξη και φιλόδοξο στόχο για υπερδιπλασιασμό των εισπράξεων
Κατά 24,2% αύξησε το 2024 η Δυτική Ελλάδα τις τουριστικές της εισπράξεις, καταφέρνοντας με εισπράξεις 261 εκατ. €. μετά από δύο χρόνια να φτάσει στα επίπεδα προ πανδημίας των τουριστικών εισπράξεων (257 εκατ. ήταν οι εισπράξεις το 2019). Ωστόσο η νέα μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων εκτιμά ότι μέχρι το 2030 τα έσοδα μπορούν να υπερδιπλασιαστούν ξεπερνώντας τα 550 εκατ. ευρώ υπό την προϋπόθεση να υλοποιηθεί το στρατηγικό σχέδιο, που υποδεικνύει η μελέτη της «DELOITTE».
Το ΙΝΣΕΤΕ προτείνει μέσω της μελέτης του 85 παρεμβάσεις, ποιοτικούς στόχους και νέα εργαλεία branding και διαχείρισης προορισμού, για να αλλάξει επίπεδο η Δυτική Ελλάδα και να μην αρκείται στο ρόλο του «ενδιάμεσου σταθμού».
Κατά τη μελέτη, η Δυτική Ελλάδα έχει πλέον εδραιώσει τη θέση της στον τουριστικό χάρτη, προσελκύοντας σημαντικό αριθμό επισκεπτών κυρίως από τέσσερις βασικές αγορές: τη Γερμανία, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αλβανία. Αυτά είναι τα κύρια ευρήματα της μελέτης του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), η οποία χαρτογραφεί το προφίλ των επισκεπτών και των προϊόντων της περιοχής, θέτοντας τις βάσεις για μια στοχευμένη στρατηγική επέκτασης.
Σύμφωνα με τη μελέτη, βασικός στόχος για την επόμενη φάση ανάπτυξης της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας πρέπει να είναι η διεύρυνση των αγορών-στόχων. Συγκεκριμένα, ενδείκνυται η προσέλκυση τουριστών από την Ολλανδία, την Ιταλία, την Πολωνία, την Αυστρία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα, τη Νότια Κορέα και χώρες της Μέσης Ανατολής. Η στόχευση αυτών των αγορών θεωρείται στρατηγικής σημασίας, καθώς διαθέτουν αυξανόμενο δυναμισμό και διαφορετικά προφίλ τουριστών που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τόσο την εποχική κατανομή όσο και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του τουριστικού ρεύματος.
Σχέδιο για +115% στις εισπράξεις
Σημαντικούς στόχους για την αναγέννηση του τουρισμού στη Δυτική Ελλάδα θέτει η μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ, εφόσον εφαρμοστούν οι στρατηγικές δράσεις που προτείνει. Το σχέδιο, που ενσωματώνει παρεμβάσεις του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, φιλοδοξεί να μεταμορφώσει την περιοχή σε προορισμό υψηλής αξίας, διευρυμένης διάρκειας και βιώσιμης επισκεψιμότητας.
Βασικός στόχος είναι η αύξηση των επισκέψεων κατά 65,9% σε σχέση με το 2019, με παράλληλη μείωση της εποχικότητας. Συγκεκριμένα, επιδιώκεται η συμμετοχή του καλοκαιρινού τριμήνου (Ιούλιος-Σεπτέμβριος) να περιοριστεί κατά 8,5 ποσοστιαίες μονάδες στο σύνολο των ετήσιων επισκέψεων, ώστε ο τουρισμός να καταστεί πολυδιάστατος και λιγότερο συγκεντρωμένος χρονικά.
Παράλληλα, το σχέδιο αποσκοπεί στην αύξηση της Μέσης Δαπάνης ανά Επίσκεψη κατά 29,7%, με κύριο μοχλό την ενίσχυση της δαπάνης ανά διανυκτέρευση (+22,7%) και δευτερευόντως την επιμήκυνση της διάρκειας παραμονής (+5,7%). Οι θετικές αυτές μεταβολές αναμένεται να οδηγήσουν σε εντυπωσιακή αύξηση των διανυκτερεύσεων κατά 75,3% και –το σημαντικότερο– των συνολικών εισπράξεων κατά 115,2%. Το τελευταίο σημαίνει ότι από τα 257.350.917€ που είχαν εισπραχθεί το 2019, ο πήχης θα μπορούσε να μπει στα 553.754.134€ το 2030!
Η μείωση της εποχικότητας θα αποτυπωθεί και στα οικονομικά μεγέθη, με τις τουριστικές εισπράξεις να κατανέμονται πιο ομοιόμορφα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Η μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ επιβεβαιώνει ότι η ανάπτυξη δεν θα έρθει μόνο μέσα από περισσότερους επισκέπτες, αλλά κυρίως από ποιοτικότερη εμπειρία, μεγαλύτερη παραμονή και μεγαλύτερη δαπάνη, ενισχύοντας τη βιώσιμη τουριστική οικονομία της Δυτικής Ελλάδας.
85 στρατηγικές δράσεις
Στη μελέτη περιλαμβάνεται ένα ευρύ, ολοκληρωμένο σχέδιο τουριστικής ανάταξης και ανάπτυξης για τη Δυτική Ελλάδα, εστιάζοντας σε 85 στρατηγικές δράσεις δημοσίου και συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ). Στόχος της μελέτης είναι η αναβάθμιση των τουριστικών υποδομών, η βελτίωση της εμπειρίας του επισκέπτη, η προστασία του περιβάλλοντος και η δημιουργία ανταγωνιστικών τουριστικών προϊόντων.
Στο πεδίο των δημόσιων παρεμβάσεων, η μελέτη προτείνει, μεταξύ άλλων, την αναβάθμιση κρίσιμων υποδομών όπως τα λιμάνια Πάτρας και Κατακόλου, το χιονοδρομικό κέντρο Καλαβρύτων, το αεροδρόμιο Αράξου και το σιδηροδρομικό δίκτυο. Προβλέπονται έργα οδικής σύνδεσης, συντήρησης πολιτιστικών και φυσικών μνημείων, ανάπλασης αστικού ιστού, αλλά και δράσεις βιώσιμης αστικής κινητικότητας και προστασίας περιοχών Natura.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ενίσχυση της εμπειρίας των επισκεπτών μέσω της δημιουργίας ψηφιακών πλατφορμών για το City Break, τον πολιτιστικό, οικοτουριστικό, ναυτικό, θρησκευτικό και αγροτουρισμό. Παράλληλα, προβλέπονται δράσεις για την ανάπτυξη και προβολή του brand “Δυτική Ελλάδα” από τον Περιφερειακό Οργανισμό Διαχείρισης Προορισμού (DMO), αλλά και δράσεις κατάρτισης, εκπαίδευσης και πιστοποίησης για επαγγελματίες του τουρισμού.
Στον τομέα των ΣΔΙΤ και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, το ΙΝΣΕΤΕ δίνει έμφαση στην αξιοποίηση και λειτουργία των υδατοδρομίων Πάτρας και Κυλλήνης, καθώς και στην αναβάθμιση των ξενοδοχειακών μονάδων και των τουριστικών υποδομών ώστε να καταστούν ελκυστικές για μαζικές αφίξεις. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην ανάπτυξη του παραλιακού μετώπου και την αύξηση των οργανωμένων δραστηριοτήτων σε παραλίες με στόχο την απόκτηση περισσότερων Γαλάζιων Σημαιών.
Επιπλέον, προτείνεται η ανάδειξη της Πάτρας και της Ναυπάκτου ως City Break προορισμών σε συνεργασία με αεροπορικές εταιρείες και φορείς, καθώς και η διασύνδεση της κρουαζιέρας με τοπικά τουριστικά προϊόντα. Η σύμπραξη με τον Σύνδεσμο Επαγγελματιών Οργανωτών Συνεδρίων (HAPCO) εκτιμάται ως καθοριστική για την ανάπτυξη του MICE τουρισμού.
Η μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ επιχειρεί να μετατρέψει τη Δυτική Ελλάδα από ενδιάμεσο προορισμό σε ολοκληρωμένο τουριστικό προϊόν υψηλής αξίας, συνδυάζοντας πολιτισμό, φύση, προσβασιμότητα και τεχνολογία.