Πρωτογενές κλαίω-νασμα

Δημήτρης Ζακχαίος / unfollow.com.gr

Καμιά φορά σκεφτόταν πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή του, και κυρίως η σχέση με τη σύζυγo, αν ήταν λίγο καλύτερα τα οικονομικά τους. Αλλά και πώς να ήταν καλύτερα; Σαν να μην έφταναν οι δικές του βλακείες και οι κακές επιλογές του, είχε να αντιμετωπίσει τρεις μειώσεις μισθών σε δύο χρόνια, την ανασφάλεια της ενδεχόμενης απόλυσης και φυσικά τις καθυστερήσεις των πληρωμών. Και πού να μιλήσεις; Πώς να στοχοποιηθείς στη δουλειά με δύο κουτσούβελα;

Το πρωί του Σαββάτου τον βρήκε με 60 ευρώ στην τσέπη. Ήταν μόλις 7 του μήνα. Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα πληρωνόταν στις 15, αλλά και πάλι τα κουκιά δεν έβγαιναν… Άσε που 15 έπεφτε Κυριακή. Στις 16 λοιπόν και αν… Είχε κάνει κι αυτός πολλά λάθη, κανείς δεν μπορούσε να το αρνηθεί.

Βγήκε από το σπίτι για να πάει για ψώνια. Δεν θα πήγαινε στο σούπερ μάρκετ σήμερα, εκεί υπήρχαν πολλοί υπάλληλοι και είχε εκπονήσει ένα πολύ συγκεκριμένο πλάνο στο κεφάλι του. Πήγε στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς και ψώνισε τσιγάρα και γάλατα. Παρακάλεσε την κυρία Μαρία να τα γράψει. Αν δεν το έκανε, ήταν αποφασισμένος ότι θα την απειλούσε πως θα φώναζε την εφορία και θα την κάρφωνε για όλες τις φορές που δεν του έκοψε απόδειξη. Σίγουρα θα έπιανε. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε. Η κυρία Μαρία έγραψε το χρέος, παρότι είχε έφτασε κοντά στο πενηντάρικο. Δεν ήταν δα και κανένας κλέφτης, θα το ξεπλήρωνε. Πάλι καλά.

Στη συνέχεια πήγε στο χασάπη. Πήρε κρέας και διεμήνυσε στον εμβρόντητο υπάλληλο ότι επίσης δεν θα πλήρωνε. Αντί χρημάτων τού έδωσε ένα χαρτάκι με τα πλήρη στοιχεία του. Ο σαστισμένος υπάλληλος το κοίταξε: όντως ήταν τα πραγματικά στοιχεία του. Όνομα, επίθετο και η διεύθυνσή του, λίγο πιο κάτω στον δρόμο, εκεί που έμενε δώδεκα χρόνια τώρα. «Φώναξε την αστυνομία, κάνε μου μήνυση, αγωγή, ό,τι θέλεις. Θα παραδεχθώ ότι δεν σε πλήρωσα», του είπε, κι ο υπάλληλος έμεινε με ανοικτό το στόμα να τον κοιτάζει, καθώς έφευγε απ´το μαγαζί. Δεν θα έπαιζε και ξύλο με τον γείτονα για λίγο κρέας, αλλά ούτε και θα καλούσε την αστυνομία. Και το αφεντικό, φαντάστηκε, ούτε καν αγωγή δεν θα κατέθετε. Να πάρει τι; Και πότε; Ίσα ίσα για να βγουν στα κανάλια; Απλά θα του το έλεγε και προφανώς και δεν θα του ξαναέδιναν κρέας.

Το απόγευμα στο οικογενειακό τραπέζι έφαγαν όλοι καλά, το φρεσκομαγειρεμένο χοιρινό με τις πατάτες στο φούρνο ήταν υπέροχο. Στρίβοντας το τσιγάρο του ένιωθε ικανοποίηση και υπερηφάνεια: είχε καταφέρει να ταϊσει την οικογένεια και να έχει στην τσέπη του 60 ευρώ. Ήξερε πολύ καλά, βέβαια, ότι αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί, αλλά θα δούμε…

Είχε επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα. Αύριο είναι μια άλλη μέρα.