Ελένη Πριοβόλου : Οι λέξεις είναι το οχυρό μου

Στο Αγρίνιο βρέθηκε πριν λίγες μέρες η Ελένη Πριοβόλου για να μιλήσει για την καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας στο σχολείο σε εκδήλωση που διοργάνωσαν η Β ΕΛΜΕ Αιτωλοακαρνανίας και οι εκδόσεις Καστανιώτη στο βιβλιοπωλείο Βιβλιοτρόπιο, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της “Οι φύλακες των αστεριών”. H συγγραφέας από το Αγγελόκαστρο μίλα στο ΑγρίνιοCulture.gr για τις εμπειρίες της από τις επισκέψεις της στα σχολεία, τα βιβλία της παραλίας, το πως εννοεί τη στρατευμένη της τέχνη. Ακόμη αναφέρεται στην τριτολογία της που ολοκληρώνεται το επόμενο διάστημα με την έκδοση του βιβλίου «Το τέλος του γαλάζιου ρόδου». Και φυσικά σχολιάζει την πολιτική, την μεταπολίτευση και το αν η ίδια θα συμμετείχε ποτέ σε εκλογές ως υποψήφια.

Αναλυτικά η συνένετυξη :

Ώστε πήγες σε ένα σχολείο και είδες ένα μαθητή μ’ένα στιλέτο στα χέρια. Πως σου φάνηκε αυτό, πως αντέδρασες;
-Δεν τον είπα σε κανέναν ούτε στο σχολείο. Εννοείται, το κρατήσαμε μυστικό μεταξύ μας. Εκείνο που είδα, αργότερα έγινε η αφορμή να γράψουμε ολόκληρο βιβλίο. Γιατί, στα μάτια του παιδιού έβλεπες ότι υπάρχει η ειρωνία προς εμένα, η αμφισβήτηση προς το σχολικό σύστημα και γενικά μια μαγκιά. Η αλήθεια είναι ότι με αυτό το αιχμηρό αντικείμενο που κρατούσε στα χέρια, προσποιούνταν ότι καθαρίζει τα νύχια, όμως έδειχνε ότι ήθελε να «ψαρώσει» εμένα. Ήτανε πάρα πολύ δύσκολο σχολείο, ΕΠΑΛ. Όμως εκεί μέσα έγινε με τους άλλους μαθητές η καλύτερη συζήτηση που έχω κάνει σε σχολείο. Τα παιδιά ήτανε πολύ προβληματισμένα. Υπήρχε βία, δηλαδή, ομάδες που ερχόταν να υποτάξουν τις ομάδες που ήτανε πιο ήπιες, για να επιβάλλουν την ηγεμονία τους μέσα στο χώρο του σχολείου. Αυτό όμως γίνεται σε πάρα πολλά δημόσια σχολεία. Η βία, δηλαδή το bullying, δεν είναι τωρινό φαινόμενο.Τώρα είναι της μόδας, διότι η ανακάλυψη του bullying, φέρνει οργανισμούς, θέσεις εργασίας σε ψυχολόγους και «ανακάτεμα» ενός ολόκληρου συστήματος. Όμως όταν εγώ ήμουνα μικρό παιδάκι στο δημοτικό σχολείο και φόρεσα για πρώτη φορά γυαλιά και τα γυαλιά τότε -με τη μυωπία που είχα- δεν ήταν τα λεπτοκαμωμένα γυαλιά που φοράμε σήμερα, αλλά οι μεγάλοι φακοί, υπέστην την ψυχολογική βία των συμμαθητών μου, γιατί με κοιτάγανε σαν να ήμουνα κάτι διαφορετικό. Όταν ήσουνα τελευταία σειρά στην παρέλαση και ερχόντουσαν οι μαντραχαλάδες του Γυμνασίου και πετάγανε δεκάρες δεν ήταν ψυχολογική βία αυτό; Στην κλασική λογοτεχνία, ας πάρουμε παράδειγμα από τον Dickens, πόσα μικρά παιδιά είχαν υποστεί τη βία των μεγαλυτέρων; Άρα λοιπόν η ψυχολογική και η σωματική βία υπήρχε ανέκαθεν. Η βία των «δυνατών» σε εισαγωγικά, γιατί ουσιαστικά αυτοί είναι οι αδύνατοι. Όταν, δηλαδή, πάνε να υποτάξουν τους άλλους, υπάρχει κάποιο πρόβλημα και θέλουν να επιβληθούν στο χώρο, κάποιο σύμπλεγμα, κάποιο οικογενειακό υπόστρωμα, που πρέπει να ανακαλυφθεί. Αυτό, πιστεύω ότι υπήρχε πάντα, απλώς τώρα αναδύθηκε και λένε ότι πήρε πολύ μεγάλες διαστάσεις. Οι διαστάσεις, πιστεύω, στα σχολεία δεν είναι ίδιες, όμως ήταν τόσο αυστηρά τα ήθη, οι παιδονόμοι, ο έλεγχος της μαθητικής κοινότητας. Τώρα είναι απλώς ανεξέλεγκτο, όχι ότι δεν υπήρχε. Το θέμα για μένα στο bullying είναι, τι γίνεται με την παραβατικότητα. Όπως εγώ, ας πούμε, είδα ένα μαθητή που είχε αυτό το αιχμηρό αντικείμενο στο χέρι και ήθελε να με “ψαρώσει” και καθάριζε τα νύχια τάχα μου και με κοίταζε με μια μαγκιά σαν τον έναν από τους Ντάλτον…

Σε μια από τις πάμπολλες συζητήσεις με μαθητές στα σχολεία
Σε μια από τις πάμπολλες συζητήσεις με μαθητές στα σχολεία
Λοιπόν, είναι παραβατικότητα που θα πάει στο αναμορφωτήριο; στον ψυχολόγο; ή στην ένταξη; Και ποιος είναι ο ρόλος του δασκάλου; Έχω βρει έναν άλλο τρόπο. Μέσα στο βιβλίο «Μαζί» που έγραψα για το bullying και την ενδοσχολική βία έχω βρει έναν άλλο τρόπο. Μια σοφή δασκάλα, η οποία κάνει και τις θεατρικές ομάδες μέσα στο σχολείο της, «παγιδεύει» τον αρχηγό των «σκαθαριών» της συμμορίας, γιατί πήγαινε μαζί με τη συμμορία του να καταστρέψει το σχολείο τη νύχτα.Τ α βράδια όμως τα άλλα παιδιά κάνουν πρόβες μέσα στο σχολείο και με αυτόν τον τρόπο τον «παγίδευσε» και τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω. Αυτό το επ’ αυτοφώρω γι’αυτόν έγινε ένα δίλημμα : ή θα παραδοθείς στις αρχές ή θα έρθεις μαζί μας. Διάλεξε να μπει μέσα στην κοινότητα, γιατί σε κανένα παιδί δεν του αρέσει να πάει σε ένα ίδρυμα ή να είναι στα χέρια ενός ψυχολόγου. Δεν απορρίφθηκε το παιδί. Αν το απορρίψεις, τον κάνεις εχθρό. Αν προσπαθήσεις να μπεις μεσα στην ψυχούλα του σιγά-σιγά γιατί είναι λαβύρινθος Αλλά ποιος θα το κανει αυτό,ποιος εχει το χρόνο από τους εκπαιδευτικούς να το κάνει, όταν τους στραγγαλίζουνε με το πρόγραμμα των μαθημάτων,έτσι δεν είναι;Ποιος έχει το χρόνο και τη διάθεση; Το πιο εύκολο είναι να πεις αλήτη. Δεν είναι έτσι όμως!Δεν είναι καθόλου αλήτης, είναι ένας άνθρωπος που θέλει προσοχή!

Από τις επισκέψεις σου κατά καιρούς στα σχολεία τι είναι αυτό που σε ευχαρίστησε περισσότερο, σε ξάφνιασε ευχάριστα;
-Το κυριότερο απ’όλα, είναι ότι τα παιδιά έχουν πάρα πολύ ώριμη σκέψη, πολύ πιο ώριμη απ’ότι είχαμε εμείς. Είναι ατρόμητα, δεν διστάζουν να συζητήσουν για θέματα, τα οποία στην εποχή μας τα θεωρούσαμε ταμπού, από τις σχέσεις τους μεταξύ τους, την τρομοκρατία, τη Χρυσή Αυγή, το φασισμό. Είναι ενημερωμένα, γιατί είναι παιδιά των πολυμέσων.Τα πολυμέσα από τη μια μεριά τους δίνουν γνώση, από την άλλη τα παγιδεύουν βέβαια, γιατί είναι πολυσύνθετη η εποχή, δεν είναι απλή. Δεν υπάρχει σχολείο στην επαρχία -σε εμάς ίσως είναι λιγότερο, είμαστε η πιο αδικημένη περιοχή απ’αυτό και στεναχωριέμαι πάρα πολύ- στη βόρεια Ελλάδα από Κατερίνη και πάνω μέχρι τα σύνορα μέχρι τις Καστανιές του Έβρου υπάρχει πάντα κάποιος πυρήνας, αναγνωστικός, μέσα στα σχολεία, τον οποίο δημιουργεί μια φωτισμένη δασκάλα,ένας φωτισμένος φιλόλογος. 10 ,15 παιδάκια αρχίζουνε, γίνονται 25, γιατί το ένα ζηλεύει το άλλο, ειδικά αν πάει συγγραφέας να μιλήσει με την αναγνωστική λέσχη, την άλλη μέρα έχουν μαζευτεί τουλάχιστον 2-3 παιδιά. Και αν ο συγγραφέας έχει την ευφυΐα, πρώτον να προσεγγίσει τα θέματά τους, και δεύτερον να είναι επικοινωνιακός μαζί τους, ακόμα καλύτερα.Γι’αυτό εμείς οι συγγραφείς -καμιά φορά λέμε ότι είναι ένα περίπλοκο φαινόμενο η έννοια του συγγραφέα- είμαστε εθελοντές πολιτισμού. Γιατί ούτε και ζούμε από τα βιβλία, οι πιο πολλοί, δεν μιλάμε για τα Άρλεκιν που κάνουν 100.000 πωλήσεις, μιλάμε για τους συγγραφείς που είναι στρατευμένοι στο όραμα της λογοτεχνίας. Αυτοί οι συγγραφείς δεν ζουν από τα βιβλία, γι’αυτό και έκανα 2-3 δουλειές στη ζωή μου και πήρα από το δημόσιο σύνταξη. Άρα, αφού δεν ζουν από τα βιβλία, οι πωλήσεις είναι το τελευταίο που τους ενδιαφέρει.Όμως η επικοινωνία με τους νέους, αφού ασχολείσαι και με αυτή τη λογοτεχνία (παιδική – εφηβική) είναι το πρώτο. Είμαστε λοιπόν και εθελοντές πολιτισμού. Βέβαια για τους «Φύλακες των αστεριών» -για να έρθουμε τώρα στο βιβλίο που παρουσιάσαμε στο «Βιβλιοτρόπιο»- όταν βλέπω δασκάλους να κάνουν αναγνωστικές λέσχες σε τόσο ετερόκλητους πληθυσμούς, όπως είναι οι μουσουλμάνοι που είναι στα ίδια σχολεία με τους χριστιανούς… Δεν μιλάμε στα μειονοτικά σχολεία, το μειονοτικό σχολείο είναι ένα διαφορετικό σχολείο,είναι ένα οχυρωμένο σχολείο, όπου εκεί πια ξέρεις ότι η πολιτική η τουρκική παίζει καθοριστικό ρόλο.Εκείνα τα παιδιά είναι Έλληνες πολίτες, αλλά τούρκοι ουσιαστικά, όπου η Κωνσταντινούπολη τους παίρνει, τους κάνει ιεροδασκάλους, τους σπουδάζει, είναι άλλη ιστορία. Λέμε για τα μεικτά σχολεία,όπου οι μουσουλμάνοι Έλληνες έχουν αποφασίσει να πάνε τα παιδιά τους μαζί με τους χριστιανούς, μαζί με τους ρομά, μαζί με όλους. Το να κάνεις εκεί αναγνωστική λέσχη είναι βασικό. Είναι ένας πυρήνας, όπου οι δάσκαλοι πραγματικά είναι αγωνιστές. Όταν ακούω συλλήβδην κάθε κατηγορία επαγγελματική να διασύρεται, χωρίς να παίρνουμε την εξαίρεση που κάνει τον κανόνα, εξοργίζομαι. Γιατί την κοινωνία μπροστά την πάει η εξαίρεση, όχι ο κανόνας, ο κανόνας την πάει πίσω, γιατί πείθεται στις κυβερνητικές υποδείξεις. Αυτοί οι άνθρωποι αποφασίζουν να κάνουν μια αναγνωστική λέσχη σε ένα σχολείο όπου έχει μουσουλμάνους, ρομά, όπου ξέρουν ότι 14 ετών τα κορίτσια δεν θα ξαναπάνε σχολείο, θα παντρευτούν υποχρεωτικά, γιατί έτσι το λέει ο νόμος της κοινότητας. Και όμως προσπαθούν μέσα από την αναγνωστική λέσχη να βάλουν και αυτά τα παιδιά μέσα,αυτό δεν είναι υπέρβαση;Αυτά είναι τα θετικά.

Είδα μια λίστα στο διαδίκτυο με τα βιβλία σου και δίπλα τη χρονολογία έκδοσης και παρατήρησα ότι από το 2008 μέχρι σήμερα,βγάζεις κάθε χρόνο τουλάχιστον 1 βιβλίο. Πως γίνεται αυτό;
-Όχι, αυτά είναι επανεκδόσεις. «Ο δρόμος του μπλε φεγγαριού» δεν βγήκε την ίδια χρονιά με «Το κόκκινο πουλί που το λέγαν φλόγα». Το ένα βγήκε το 1997, το άλλο το 2000. Τώρα όμως, επειδή επανατυπώνονται, τυπώνονται στην ίδια χρονιά με άλλα βιβλία. Τα βιβλία μου είναι κάθε 2 χρόνια τα εφηβικά και κάθε 4 χρόνια για μεγάλους.Το «Όπως ήθελα να ζήσω» κατετέθη στον εκδότη μου το 2008, βγήκε το 2009, πήρε το βραβείο των Αναγνωστών το 2010. Στο μεσοδιάστημα, από το 2008 που παρέδωσα το «Όπως ήθελα να ζήσω», έγραφα το «Για το όνειρο πώς να μιλήσω» που είναι το δεύτερο της τριλογίας. Αυτό στην κυκλοφορία βγήκε τέλος του 2011 και τώρα το τρίτο της τριλογίας είναι το 2014. Τα άλλα είναι επανεκδόσεις τα βιβλία. Είναι από τα «Ελληνικά Γράμματα» που κλείσανε. «Η Καπετάν ζωή» και «Το σύνθημα» είναι δύο βιβλία που ήτανε στα «Ελληνικά Γράμματα» ,τα έβγαλε ο Καστανιώτης την ίδια χρονιά και δεν το ήθελα να φαίνεται αυτό.Γιατί εγώ γράφω εφηβικό κάθε δύο χρόνια.

Ήθελα να το ρωτήσω αυτό, γιατί παρατηρούμε ότι τα τελευταία χρόνια πολλοί συγγραφείς δίνουν τουλάχιστον ένα βιβλίο το χρόνο.
-Όχι δεν δίνω ένα βιβλίο το χρόνο,με τίποτα !

…και αναρωτιέται κανείς αυτός ο ρυθμός συγγραφής πως προκύπτει;
-Εγώ το «Όπως ήθελα να ζήσω» είχα αρχίσει να το γράφω, επειδή θέλει μια πολύχρονη έρευνα -γιατί έχει όλη την ιστορία του 19ου αιώνα- από το 2001 και βγήκε το 2009.Όταν δουλεύεται ένα βιβλίο κάνεις και την έρευνα μαζί. Κουράζεσαι. Εγώ που ασχολούμαι και με τα παιδιά, αναπαύομαι γράφοντας στο μεσοδιάστημα ένα ωραίο παιδικό βιβλίο. Γιατί, κοίταξε, η επαφή με το σχολεία σου φέρνει και θέματα. Αν δεν είχα δει με τα μάτια μου, ας πούμε, παραβατικότητες μέσα σε μεγάλα σχολεία, δύσκολα σχολεία με παραβατικότητες… Τι καθηγητές είναι αυτοί, οι οποίοι πραγματικά φέρνουν έναν συγγραφέα στο σχολείο, κάνουν μια βιβλιοθήκη μόνοι τους χωρίς τη βοήθεια του κράτους; Αυτά θέλω να τονίζουμε,τις εξαιρέσεις,τον κανόνα.Είχα γράψει ένα άλλο βιβλίο για την ψυχολογική βία που είναι «ο Τρυφεράκανθος».Ο «Τρυφεράκανθος» είναι για το bullying, το ψυχικό αντίστοιχο για μικρά παιδάκια. Στο λιβάδι με τα στάχια, τις όμορφες παπαρούνες και τα τρίφυλλα ζούσε ένα πλασματάκι το οποίο δεν ήτανε ακριβώς ακανθόχοιρος, γιατί είχε πούπουλα αντί για αγκάθια. Όλα τα σκαθάρια του λιβαδιού λοιπόν πέσανε απάνω του. Αυτός ήτανε ποιητής ο καημένος. Που να καταλάβεις την ποιητική ψυχή; Τι ζώο είναι αυτό; Σε μια συνομοταξία ανήκει; Και ξαφνικά πάει στο ξωτικό του δάσους και του λέει “θέλω να με κάνεις ακανθόχοιρο, να έχω σουβλερά αγκάθια για να είμαι πολεμιστής”.Και του λέει το ξωτικό “αυτά τα αγκάθια που ζητάς δεν θα είσαι εσύ και θα γυρίσουν να ματώσουν πρώτα εσένα”. Αλλά δεν τον ένοιαξε και ντύθηκε με αγκάθια και μόλις γύρισε στο λιβάδι εξαφανίστηκαν όλοι και ο ήλιος και το φεγγάρι και τα χρώματα. Αυτό το πράγμα θέλει τριβή. Δεν είναι γράφω, έχω μια έμπνευση…. Όμως είναι σωστό αυτό που λες, γιατί οι συγγραφείς ειδικά παιδικής λογοτεχνίας νομίζουν ότι είναι εύκολο είδος. Ο καθένας πηγαίνει σε έναν εκδοτικό οίκο και δίνει ένα μπούσουλα παιδαγωγικό, που νομίζει ότι είναι λογοτεχνία και πραγματικά μπορεί να γράφουν και τρία το εξάμηνο. Αν μπεις μέσα σε εκδόσεις συγκεκριμένες που ασχολούνται πολύ με το παιδικό βιβλίο κάνε έρευνα να δεις συγγραφείς. Μπορεί μέσα στο χρόνο να έχουν και τρία βιβλία, τα οποία είναι τόσο μικρούλικα, αν τα ανοίξεις δεν λένε τίποτα. Δηλαδή «γιατί φοβάσαι να κοιμηθείς αρκουδάκι μου»… αλλά χάνεται η λογοτεχνία έτσι. Τι έχει γίνει όμως με το παιδικό βιβλίο. Εμείς οι συγγραφείς νομίζουμε ότι είμαστε αρωγοί της εκπαιδευτικής κοινότητας και αν γράψουμε ένα βιβλίο που είναι στα χέρια του δασκάλου βοηθός, αφήνουμε τη λογοτεχνία και κάνουμε ένα δημιούργημα τεχνικό για να λύσουμε ένα θέμα. Αλλά η λογοτεχνία έχει φύγει. Αλίμονο τώρα γράφοντας τον Όλιβερ Τουίστ ο Ντίκενς να σκεφτόνταν ότι θα είναι στα χέρια του δασκάλου εργαλείο. Γι’αυτό και η παιδική λογοτεχνία με την λογοτεχνία για ενήλικες έχει βάλει ένα χάσμα ανάμεσα. Οι μεν ενήλικες δεν τους αγαπούν τους συγγραφείς που είναι για την παιδική λογοτεχνία και οι δε άλλοι θέλουν να γίνουν συγγραφείς για μεγάλους.Τώρα, εγώ σε όλη μου την πορεία ακολουθώ μια ένωση όλων αυτών. Γιατί για μένα δεν ξεχωρίζει η λογοτεχνία. Εμένα ο «τρυφεράκανθος»είναι το ίδιο λογοτεχνία όπως είναι και «το όπως ήθελα να ζήσω».Και μην σου πω ότι επειδή έχει την ποιητική διάσταση ο «τρυφεράκανθος» είναι ανώτερο λογοτέχνημα, σαν παραμύθι.Γιατί το παραμύθι είναι υψηλή λογοτεχνία,δεν το έχουμε καταλάβει…

Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια πολλοί εκδότες ποντάρουνε περισσότερο στα βιβλία του καλοκαιριού, της παραλίας…
-Δεν είναι πολλοί εκδότες που βγάζουν βιβλία παραλίας, δυο – τρεις είναι. Θα σκεφτόσασταν ότι ο Καστανιώτης θα βγάλει βιβλία παραλίας; Όχι. Η Άγρα; Όχι. Η Πόλις; Όχι. Η Ίνδικτος, το Ροδακιό; Μιλάμε για τους ψαγμένους εκδοτικούς οίκους. Υπάρχουν όμως εκδότες που βγάζουν βιβλία παραλίας, αλλά βγάζουν και μερικά καλά βιβλία για να κρατήσουν και λίγο την εικόνα τους προς τα έξω. “Μην το ξευτιλίσουμε τελείως”… Δεν είναι πολλοί εκδοτικοί οίκοι που βγάζουν βιβλία παραλίας. Βέβαια στην εποχή που ξεκίνησα εγώ πριν 30 χρόνια να πηγαίνω στους εκδότες για να δώσω τα παραμύθια μου, δεν τολμούσες να πας ένα βιβλίο παραλίας να το δώσεις στην Καλλιανέση στον «Κέδρο» το 1980. Δεν υπήρχε. Θα σου έλεγε «αυτό το σκουπίδι τι το έφερες εδώ πέρα;» Θα σε έκανε ρεζίλι. Τώρα όλα έχουν κατεβάσει την ποιότητα τους, όλα τα προϊόντα και βέβαια έχουν και τεράστια τιράζ .Δηλαδή οι συγγραφείς που δεν γράφουν εύκολες ιστορίες λένε ότι δεν έχουν δει αυτή την τεράστια ποσότητα βιβλίων που βγαίνει στα βιβλία παραλίας.

Πως εξηγείς το γεγονός ενώ οι αναγνώστες μειώνονται, οι τίτλοι που εκδίδονται είναι όλο και περισσότεροι;
-Αυτό νομίζω πρέπει να το ρωτήσουμε σ’ έναν εκδότη γιατί βγάζει τόσους τίτλους. Δεν μειώνονται, μικρό ποσοστό μειώθηκε. Μικρό ποσοστό στη λογοτεχνία, η οποία θεωρείται λίγο πιο δύσκολη, που θέλει να βάλεις μυαλό, θέλει να βάλει όλο σου το είναι να το διαβάσεις. Μια χαλαρή ιστορία ερωτική που τη διαβάζεις για να βρεις λίγο τον εαυτό σου, λίγο τις σχέσεις σου με τον άντρα σου, με τον αγαπημένο σου, με τα παιδιά σου, με την οικογένεια σου, αυτή δεν θα πέσει ποτέ νομίζω. Κοιτάξτε απέναντι σας εδώ, βιβλιοπωλείο είναι, να δείτε τι βγαίνει. Βγαίνουν πάρα πολλά βιβλία, άρα θα βρίσκουνε τον τρόπο τους, γιατί δεν είδα αυτή τη στιγμή κανέναν εκδότη να φαλιρίσει, όπως φαλίρισε μια μικρή βιοτεχνία. Άρα, για να στηρίζεται όλο αυτό… Και τα βιβλιοπωλεία καλά πάνε, επειδή είναι ένα φτηνό είδος διασκέδασης, το βιβλίο το παίρνουνε. Είχε μια μικρή πτώση, δεν μπορώ να πω, αλλά όχι πάρα πολύ μεγάλη. Αυτοί οι αναγνώστες δε, που αγαπάνε πραγματικά το βιβλίο δεν θα το στερηθούν. Θα κόψουν από αλλού είναι σίγουρο, γιατί αυτοί που αγαπάνε το καλό βιβλίο είναι και άνθρωποι που έχουν ένα επίπεδο σκέψης. Εγώ που γυρίζω και σε γυναικείες λέσχες ανάγνωσης ξέρετε τι μου λένε οι γυναίκες; «αν δεν είχαμε τα βιβλία θα είχαμε παραφρονήσει». Άρα λοιπόν το βιβλίο είναι -για αυτούς τους ανθρώπους και για αυτούς παλεύουμε- αγαθό. Εντάξει αφήσανε το χαβιάρι και τον καπνιστό σολωμό. Εντάξει, ας το αφήσουμε, το ’50 η χώρα έζησε με μπομπότα. Επειδή από το 80’ και σήμερα φάγαμε και λίγο χαβιάρι, κάτι έγινε;Τις πολιτισμικές αξίες πως θα κρατήσουμε; Νομίζω πως θα τις κρατήσουμε, δεν είμαι απαισιόδοξη σε αυτό.

Διαβάζω στην ιστοσελίδα σου “Έχει η τέχνη στόχο; Για την Ελένη Πριοβόλου η απάντηση είναι καταφατική. Η τέχνη είναι μέσο ευρυθμίας, πράξη πολιτική, συνειδητή προσπάθεια συμμετοχής στην κοινωνική αλλαγή. Αν μπορώ να το μεταφράσω αυτό είναι ένα “ναι” στη στρατευμένη τέχνη;
-Η τέχνη είναι στρατευμένη έτσι και αλλιώς.Όταν λέμε στρατευμένη τέχνη δεν εννοούμε σφυροδρέπανο, μπουνιά, γροθιά και αυτό το πράγμα που έκανε ο υπαρκτός σοσιαλισμός και κατέστρεψε την τέχνη. Γιατί, υπήρχε ο Andrei Tarkovsky, ας πούμε, ο οποίος ήταν ένας μεγάλος ποιητής και τελικά κατέληξαν οι ποιητές να τον διαβάζουν κρυφά από τα χαρτομάντηλα και από τις εφημερίδες γιατί ήτανε καταδιωκόμενος. Αλίμονο! H τέχνη η οποία έχει στόχο την αισθητική, πρώτον. Tι θέλει ο πολίτης; Αρμονία, ευρυθμία, αισθητική και πολιτική σκέψη, όχι κομματική. Γι΄αυτό εγώ αν και μεγάλωσα μέσα στην αριστερή σκέψη, τολμάω και γράφω ένα βιβλίο, το «Για το όνειρο πώς να μιλήσω», που είναι η δολοφονία ενός νεαρού ποιητή, όχι από τους ταγματασφαλίτες και τους γερμανοτσολιάδες, αλλά από την αστυνομία την κομμουνιστική, την «Όπλα». Άρα λοιπόν, κριτική σκέψη ως προς όλα τα κομματικά συστήματα για την αναζήτηση της Δημοκρατίας που για μένα η δημοκρατία είναι η άμεση δημοκρατία, η δημοκρατία του πολίτη. Αν αυτό λέγεται στρατευμένη τέχνη, γιατί και ένα βιβλίο για παιδιά να γράψω πάλι την πολιτική μου σκέψη περνάω. Όταν μιλάω για αντιρατσισμό , όταν μιλάω για την ένταξη ενός ανθρώπου που είναι αρχηγός σε ένα bullying, έτσι αυτό δεν είναι πολιτική σκέψη; Όταν στο «Σύνθημα», ας πούμε, ένα μικρό Ουκρανάκι σηκώνεται από την Ουκρανία από το Κίεβο και έρχεται με τον παππού στην Ελλάδα να βρει την μητέρα του που είχε πέσει θύμα εκμετάλλευσης γυναικών από τη συμμορία του Χρυσοδόντη, αυτά είναι τολμηρά θέματα και το παιδαγωγικό σύστημα δεν είναι έτοιμο να τα δεχτεί. Δηλαδή ένα σχολείο ιδιωτικό, το οποίο στρουθοκαμηλίζει δεν θα έβαζε στην ύλη του να φέρει συγγραφέα που γράφει για trafficking μέσα στο σχολείο. Όμως εγώ τολμάω να το κάνω. Αυτό είναι πολιτική σκέψη και αυτό είναι στρατευμένο για μένα, αυτό είναι στράτευση. Δεν είναι στράτευση να γράψεις για την εργατική τάξη, τώρα πίσω-πίσω, με τον τρόπο που γραφότανε, πως δενόταν το ατσάλι, αυτό ήτανε μιας άλλης εποχής, την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, τώρα έχουν διαμορφωθεί αλλιώς οι συνθήκες. Άρα λοιπόν αλλάζει και ο τρόπος που στρατεύεται ο συγγραφέας σε αυτό. Αν αυτό είναι στρατευμένη τέχνη είμαι στρατευμένη, γιατί όχι;

Από την απονομή του βραβείου αναγνωστών το 2010 για το «Όπως ήθελα να ζήσω»
Από την απονομή του βραβείου αναγνωστών το 2010 για το «Όπως ήθελα να ζήσω»

Η τριλογία σου με το «Όπως ήθελα να ζήσω», το «Για το όνειρο πώς να μιλήσω» ολοκληρώνεται με «Το τέλος του γαλάζιου ρόδου» που έρχεται…
-Ναι, έτσι ολοκληρώνεται η πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδας μέσα από το μυθιστόρημα. Τρία μυθιστορήματα γιατί σε ένα τόμο δεν χωρούσε. Από το 1871 η εποχή των ουτοπικών ιδεών που στο βιβλίο εκφράζονται με την δημιουργία ενός ροδώνα, γιατί το ρόδο είναι το τέλειο σχήμα, είναι η αναζήτηση της τελειότητας από τον άνθρωπο , δεν ξέρω ποιοι το καταλάβανε από τους αναγνώστες, αλλά άγγιξε πάρα πολλούς αναγνώστες το «Όπως ήθελα να ζήσω» ειδικά μετά το βραβείο Αναγνωστών . Με «το όνειρο πώς να μιλήσω» αρχίζει σιγά-σιγά η ουτοπία να γίνεται δυστοπία μετά την Οκτωβριανή επανάσταση και πια παίρνει συγκεκριμένη επαναστατική διαδικασία, όπου στην Ελλάδα τουλάχιστον καταλήγει στον εμφύλιο. Άρα λοιπόν το γαλάζιο ρόδο σιγά-σιγά απομακρύνεται ως αναζήτηση. Και επανέρχεται στη δεκαετία του 60’ όπου εκεί πια γίνεται η μεγάλη παγκόσμια πολιτισμική επανάσταση με τα κινήματα τα διάφορα του Μάη του 68’ ,των χίπις που επηρεάζουν λίγο την Ελλάδα, αλλά τα πολιτικά γεγονότα και τα μουσικά έχουν μια λάμψη στη δεκαετία του 60’, έχουν αφήσει το στίγμα τους . Όλα αυτά τα ρεύματα και τα αρχικά ρεύματα αυτά που έμειναν στη συνείδηση του λαού και τα underground κινήματα… εμένα αυτά με ενδιαφέρουν περισσότερο σε αυτό το βιβλίο για να μείνει στην ιστορία ότι υπήρχε και underground κίνημα. Για παράδειγμα μια ολόκληρη γενιά οδηγήθηκε στην ψυχεδέλεια, στα ναρκωτικά , στο θάνατο. «Το γαλάζιο ρόδο» ξαναβγαίνει με νέους επιστήμονες , δεν λέω τι έγινε… Όμως υπάρχει μια ολόκληρη ιστορία πίσω από αυτό,  μιας γυναίκας η οποία ξεκινάει να μεγαλώνει μέσα σε αυτό το ροδώνα, παντρεύεται έναν επαναστάτη της εποχής που γίνεται υπουργός των κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης και εκεί έρχεται για την οικογένεια το τέλος του γαλάζιου ρόδου. Όμως κάπου αλλού υπάρχει το ίδιο, που κάποιος άλλος το πετυχαίνει. Δηλαδή, είναι μια ιστορία που αφήνει πάρα πολύ αισιόδοξα μηνύματα στο τέλος για το μέλλον μας.

Ας μην προκαταλάβουμε την έκδοση που έρχεται, να σε ρωτήσω όμως με δεδομένη την τωρινή συγκυρία, με την οικονομική κρίση, την κατάρρευση λίγο-πολύ αυτού που νομίζαμε ότι υπάρχει στην περίοδο της μεταπολίτευσης, τι σημαίνει για σένα μεταπολίτευση; Όλη αυτή την περίοδο πως την έχεις αποκρυσταλλώσει μέσα σου;
-Κοίταξε, εγώ μέσα σε αυτή την εποχή μεγάλωσα ουσιαστικά. Είμαι γεννημένη αρχές δεκαετίας του 60’, που πάει να πει πως στα μέσα στο 80’ ήμουνα 20χρονη φοιτήτρια, γυναίκα, νέα, επαναστατημένη, οργανωμένη μέσα στα αριστερά κινήματα. Μεγάλωσα μέσα σε καθημερινές διαψεύσεις. Κάθε μέρα ήτανε και μια διάψευση, για τις σοσιαλιστικές ιδέες που πήγαν να υλοποιηθούν και τελικά μόνο παρήγαγαν μια τάξη σκληρών αξιωματούχων για το σύστημα. Κάτι που βεβαίως δεν φαίνονταν, γιατί τα επιχειρήματα τα οποία αυτή η τάξη αξιωματούχων είχε δημιουργήσει, ήτανε τόσο πειστικά για όλους μας. Αν ήσουν όμως εμβριθής παρατηρητής και έβλεπες τι γίνεται. Συνέχεια διαψεύσεις, αποσύρσεις στην τέχνη και οχύρωση μέσα στις λέξεις. Αυτή ήταν όλη μου η ζωή. Δρώντας και δουλεύοντας μέσα στο υπουργείο Οικονομικών, εκεί πια έπρεπε να κρατήσω το «γαλάζιο ρόδο» με νύχια και με δόντια, σκληρά τα πράγματα. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, ως ένα σημείο ναι, γιατί δεν διεκδίκησα τίποτα, δεν διεκδίκησα θέσεις, αξιώματα, μια θέση στο σύστημα, απλώς μια δουλειά. Αυτό το οποίο δικαιούμουν σαν πολίτης. Μόνο μια δουλειά, τίποτε άλλο δεν διεκδίκησα, γι’αυτό μπόρεσα κάπως να διασωθώ και να γράψω και «Το τέλος του γαλάζιου ρόδου». Γιατί διαφορετικά δεν θα έπρεπε να τολμήσω να το γράψω, γιατί είναι και λίγο καταγγελτικό βιβλίο, αλλά εμένα με διέσωσε αυτό, η τέχνη που την ανακάλυψα μέσα μου νωρίς, από τότε που ήμουνα στο δημοτικό σχολείο και είπα για μένα είναι οι λέξεις το οχυρό μου. Τελείωσε. Αυτό.

Είπες ότι ένας προσεκτικός παρατηρητής τα έβλεπε αυτά τα πράγματα… Όταν ας πούμε το 89 ένας πρωθυπουργός αψηφά τόσο εύκολα τη δικαιοσύνη και δεν πηγαίνει στο δικαστήριο και γίνονται όλα εκείνα που γίνονται, δεν το καταλαβαίνει ο λαός ότι εδώ υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Ή μήπως δεν ήθελε να το καταλάβει επειδή περνούσε καλά;
-Όχι, εθελοτυφλούσε. Ο λαός εθελοτυφλούσε πάντα, γιατί το ατομικό έμαθε να το περιφρουρεί περισσότερο από το κοινωνικό. Και νομίζω είμαστε από τις λίγες χώρες που η ατομική δράση είναι πολύ πιο σημαντική και πιο ουσιαστική . Δεν λέμε η ατομική ολοκλήρωση, γιατί εγώ είμαι υπέρ της ατομικής ολοκλήρωσης δηλαδή στο σύστημα αξιών της κοινωνίας, της παιδείας, της οικογένειας, αν τα άτομα-μέλη που είναι τα κύτταρα της κοινωνίας δεν τελειοποιηθούν, δεν μπορεί μέσα από επαναστατικές διαδικασίες να έρθει ένα καθεστώς που θα είναι τέλειο για τον πολίτη. Γιατί τα άτομα θα είναι φθαρμένα. Άρα για μένα, η επανάσταση η δική μου είναι η τελειοποίηση των ατόμων , είναι άλλο αυτό και άλλο περιφρουρώ τον εαυτούλη μου, την οικογένεια μου και χέστηκα. Είναι πολύ διαφορετικό. Αναπτύξαμε ειδικά μετά την δικτατορία και τη δεκαετία του 60’ τον παλαιοκομματισμό, γιατί αν δούμε και τις ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες θα δούμε τον ρόλο -ας πούμε -των οικογενειαρχών και των τοπικών παραγόντων, γιατί κακά τα ψέματα μια μικρή οικονομία σαν τη δική μας έπεσε πάρα πολύ εύκολα θύμα του παλαιοκομματισμού. Αυτό εξέθρεψε μία τάξη ανθρώπων, οι οποίοι περιφρουρούσαν τον εαυτούλη τους, το σπιτάκι τους,το χώρο τους και δεν τους ενδιαφέρε τι γίνεται έξω απ’αυτό. Άρα λοιπόν το ατομικό έπαιξε ρόλο περισσότερο από το κοινωνικό. Ο λαός δεν ξεσηκώνονταν εύκολα, γιατί πραγματικά είχε βρει τη βολή του μέσα σε αυτό. Δεν είναι μόνο το οικονομικό θέμα. Είναι θέμα ότι είμαστε συμμέτοχοι και συνένοχοι του πολιτικού συστήματος. Γιατί ούτε το ανατρέψαμε,ούτε θέλαμε να το ανατρέψουμε. Γιατί είμαστε αναπόσπαστο κομμάτι του. Άρα λοιπόν από τη στιγμή που περιφρουρήσαμε ο καθένας το δικό του δεν μας ένοιαζε. Μετά, έτσι όπως έγιναν τα πράγματα, ο τότε πρωθυπουργός, που θα μείνει και στην ιστορία, θα λέμε Χαρίλαος Τρικούπης, Ελευθέριος Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Πάει έμεινε. Άμα γίνεις μύθος, δεν μπορείς να αποκαθηλώσεις εύκολα έναν μύθο. Εγώ βάζω κριτική σκέψη και λέω : ναι έκανε πράγματα ο Χαρίλαος Τρικούπης ως αστός πολιτικός, όμως που υλοποίησε τη δημοκρατία; Μέσα στη βουλή των Ελλήνων είχε απαγορεύσει να δημοσιοποιούνται στα πρακτικά της Βουλής, οι αγορεύσεις του Ρόκκου Χοϊδά του ανεξάρτητου βουλευτή Αττικοβοιωτίας, ο οποίος ήτανε εναντίον του. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο μεγάλος που πήγε τα σύνορα της χώρας παραπάνω,τα πήγε. Όπου ανακατευόταν με την μικροπολιτική όμως γινόταν τέρας. Γιατί δεν καθόμαστε να διαβάσουμε ιστορία να δούμε τα λάθη μας και μετά ως λαός να πάμε ένα βήμα μπροστά.Όταν ο Γαλλόπουλος, που ήτανε κολλητός του, άνθρωπος του, δεξί του χέρι εμπλέκονταν στο μεγαλύτερο σκάνδαλο κινίνης που είχε δημιουργηθεί πριν το ιδιώνυμο πριν το 29’ και καταγγέλθηκε από τις εφημερίδες, ο Ελευθέριος Βενιζέλος το διέψευσε και είπε ότι ο Γαλόπουλος είναι εντιμότατος. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν ήξερε τι κοπρίτες είχε γύρω του; Βγήκε να τα καταγγείλει στον ελληνικό λαό; Λέμε πως δεν έχουμε μεγάλους ηγέτες και αυτοί που ήταν μεγάλοι ηγέτες μια ζωή δεν ήταν υποταγμένοι; Ο ένας στα συμφέροντα της Αγγλίας, ο άλλος στα συμφέροντα της Γερμανίας . Δηλαδή οι πρεσβείες των ξένων δυνάμεων κάνουν κουμάντο σε αυτή τη χώρα από τότε που έγινε ελληνικό κράτος. Άρα, που είναι οι μεγάλοι ηγέτες; Μεγάλος ηγέτης είναι ο ελληνικός λαός, ο οποίος, αν δεν εφαρμόσει τη δημοκρατία στο χώρο του στο σπίτι του, στο σχολείο του, στη γειτονιά του. Παίρνουμε τα σκουπίδια από το σπίτι μας και πάμε και τα πετάμε στο οικόπεδο του άλλου, αρκεί να φύγουν από μας. Εμείς λοιπόν έχουμε διαπαιδαγωγηθεί ως πολίτες; Όχι βέβαια. Γι’αυτό και μερικές φορές παρεξηγούμαι και όταν μιλάω σε σχολεία μερικοί δάσκαλοι με κοιτάνε με μισό μάτι. Για μένα το να γράφω βιβλία για εφήβους είναι πολιτική πράξη και στρατευμένη πράξη, γιατί έχω συνείδηση ότι αναπτύσσω πολίτες. Αυτός που θα πάρει το βιβλίο το δικό μου στα χέρια του, δεν θα διαβάσει για τα ωραία κοριτσάκια που θα ανεβούν στη σκηνή, “πως θα ξεφύγω από τη μιζέρια του μικρού μου σπιτιού,να γίνω πλούσια και διάσημη”, την ιστορία της σταχτοπούτας. Θα δει τα προβλήματα, από της κατανάλωσης, τα προβλήματα ελλείματος παιδείας ,τα προβλήματα ελλείματος δημοκρατίας, αυτά είναι τα θέματα για μένα. Γιατί διαπαιδαγωγώ με βάση τη λογοτεχνία και τους μελλοντικούς πολίτες.

Είμαστε σε προεκλογική περίοδο και ήθελα να σε ρωτήσω αν ποτέ σκέφτηκες να πολιτευτείς ή αν σου έχουν γίνει προτάσεις.
-Μου έχουν γίνει, ναι, με παίρνουν τις παραμονές των εκλογών πολλοί δήμαρχοι και περιφερειάρχες και από την Ηλιούπολη που ζω και από το Αγρίνιο με έχουν πάρει. Όχι δεν θα πολιτευτώ ποτέ, παρ’όλο που σπούδασα πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία. Με τίποτα! Γιατί δεν θα προσφέρω, θα γίνω διαχειρίστρια. Εγώ σε αυτό το πολιτικό σύστημα δεν μπορώ να συμμετέχω, αν δεν αλλάξει. Προτιμάω να πηγαίνω να κάνω πράγματα που έχουν σχέση με τη γειτονιά μου, με τους ανεξάρτητους ανθρώπους. Θέλει πάρα πολλά χρόνια να αποτοξινωθεί η χώρα από την επιρροή που έχουν τα κόμματα επάνω στο πολιτικό σύστημα. Η κομματοκρατία έχει πωρώσει τόσο πολύ που θέλουμε αποτοξίνωση. Εάν λοιπόν δεν αποτοξινωθεί από τα πολιτικά κόμματα και τη σκέψη τους η κοινωνία σε μια πιο ελεύθερη μετάβαση, δεν μπορώ να συμμετέχω. Γιατί και εγώ τι θα γίνω; Διαχειρίστρια ενός συστήματος. Βλέπεις μικρούς οργανισμούς, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι φορείς δημοκρατίας, όπως είναι η Εταιρεία Συγγραφέων. Και όμως και εκεί μέσα ο τρόπος που λειτουργούν όταν πάνε να ψηφίσουνε, λειτουργούν με πίεση ομάδων. Γι’αυτό δεν έχω γίνει μέλος της Εταιρίας Συγγραφέων. Δεν έκανα αίτηση ποτέ να γίνω μέλος της Εταιρίας Συγγραφέων. Γιατί δεν με ενδιαφέρει ο κομματικός τρόπος με τον οποίο και αυτοί εξελίσσονται. Δηλαδή αν δεν ξεπεραστεί μέσα από αυτήν την Εταιρία Συγγραφέων ή μέσα από την ακαδημία Αθηνών το θέμα της κομματοκρατίας ή «του δικού μας ανθρώπου» ή της πελατειακής σχέσης πως θα πάει ευρύτερα στην κοινωνία; Τώρα αυτό που λέω είναι εκ του ασφαλούς, “κρίνεις αφού δεν μπήκες” αυτό θα σου πει ένας άνθρωπος που ασχολείται. Με συγχωρείς πάρα πολύ προτιμάω να πηγαίνω στα σχολεία και να μιλάω με τα παιδιά και αυτό είναι έργο. Γιατί πρέπει να είναι έργο το να ενταχθώ μέσα σε ένα κομματικό μηχανισμό;

Υπάρχει κάποιο βιβλίο που αν είχες την πολυτέλεια θα το έβαζες σε ένα ράφι μόνο του, ένα βιβλίο, δηλαδή, που σε έχει σημαδέψει;
-Δεν είναι ένα, πιστεύω ότι αν δεν είχα τα βιβλία στο προσκεφάλι μου, δεν θα μπορούσα να ζήσω.Εγώ μεγάλωσα με τον Μπαλζάκ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόϊ, μεγάλωσα με τον Τσέχωφ ,μεγάλωσα με τον Καζαντζάκη, τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη, το Βιζυηνό, το Ροϊδη. Δεν θα τους έβαζα ξεχωριστά, αυτοί είναι όλοι ένα. Γιατί μου μάθανε τα ελληνικά, μου μάθανε τη σκέψη, μου μάθανε την αισθητική. Για μένα Χριστούγεννα δεν ήταν να πάω στο πολυκατάστημα, που δεν υπήρχε στο Αγγελόκαστρο αφού δεν είχα ηλεκτρικό ρεύμα, θα είχα πολυκατάστημα; Για μένα τα Χριστούγεννα ήτανε στο Χριστό στο Κάστρο και της Κοκόνας στο σπίτι. Αυτά ήταν τα Χριστούγεννα της ζωής μου. Και η ψαλμωδία του πατέρα μου, ο οποίος ήταν κορυφαίος ψάλτης. «Χριστός γεννάτε δοξάσατε». Και αν είναι, ας πούμε, αυτή τη στιγμή καταγγελτικό να πηγαίνεις στην εκκλησία ή να καταργήσουν τα θρησκευτικά, κι όμως είναι τόσο ανόητο το σύστημα που δεν καταλαβαίνουν ότι αν διδάσκεις στα παιδιά την ιστορία των θρησκειών, θα ξέρουν στη συνέχεια την πολιτισμική της ανθρωπότητας. Γιατί αρχή της θρησκείας είναι ένας υπερβόρειος Απόλλων με τους κύκνους της Λητούς που ξεκινάει από την Υπερβορέα και κατακτάει την ανθρωπότητα. Άρα, η θρησκεία είναι πολιτισμική παράδοση. Δεν έχει σχέση με τη θεοκρατία του μητροπολίτη ή του πατριάρχη. Εγώ έζησα εκεί και επειδή ο πατέρας μου ήταν ψάλτης του οφείλω και την καλή χρήση της ελληνικής γλώσσας μέσα από τα κείμενα. Βεβαίως  και η ερευνητική μου διάθεση με οδήγησε στο να ξέρω τη συνέχεια μας από τους προσωκρατικούς, από το Διόνυσο,  από τον Ορφέα -γιατί πρέπει να έχεις και κάποια γνώση- και εμένα αυτή ήταν η ζωή μου ολόκληρη. Τι να ξεχωρίσω; Ούτε τα πατερικά κείμενα δεν ξεχωρίζω από τα βιβλία που αγαπάω. Στα πατερικά κείμενα έχω βρει, έχω μάθει να ερευνώ τους προσωκρατικούς τον Αναξίμανδρο και τον Αναξιμένη. Και να βρίσκω κομμάτια που τώρα λένε στη λατρεία, στη λειτουργία της Κυριακής, κομμάτια από τον Αναξίμανδρο και τον Αναξιμένη. Αυτά γιατί να μην διδαχθούν στα παιδιά; Γιατί κανένα πολιτικό σύστημα δεν θέλει να βγάλει μορφωμένους ανθρώπους.