Νοσοκομείο Αγρινίου: Αποζημίωση για τη λάθος διάγνωση και την καθυστέρηση να εξεταστεί από ειδικευμένο γιατρό

198.000 ευρώ επιδίκασε ως ψυχική οδύνη το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αγρινίου στην οικογένεια ενός 57χρονου  για τη λάθος διάγνωση που του έγινε το 2017 στο Νοσοκομείο Αγρινίου, με αποτέλεσμα να καταλήξει μερικές μέρες αργότερα στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Πάτρας. Την καταγγελία της οικογένειάς του είχε παρουσιάσει αναλυτικά τότε το ΑγρίνιοCulture.gr

Εκείνη την περίοδο στο Νοσοκομείο Αγρινίου είχαν προκύψει μέσα σε διάστημα λίγων μηνών αρκετές καταγγελίες περί ιατρικής αμέλειας ή τέλος πάντων πλημμελούς ιατρικής περίθαλψης. Τότε αυτές οι καταγγελίες είχαν αποτελέσει αντικείμενο ευρείας συζήτησης και προβληματισμού στην τοπική κοινωνία της Αιτωλοακαρνανίας. Ο τότε διοικητής του Νοσοκομείου Αγρινίου τον Οκτώβριο του 2017, σε συνέντευξη τύπου που είχε παραχωρήσει και σχολιάζοντας το θέμα των καταγγελιών, είχε κάνει γνωστό ότι είχαν διαταχθεί ΕΔΕ για τη διερεύνηση των καταγγελιών, ενώ παράλληλα είχε ανακοινώσει πως εν είδει διοικητικού μέτρου έθεσε τρεις γιατρούς που εμπλέκονται σε δύο περιστατικά για τα οποία καταγγέλλεται ιατρική αμέλεια εκτός του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών.

Μια από αυτές τις περιπτώσεις που ήταν και αυτή του 57χρονου, όπου το πόρισμα της ΕΔΕ, που διενεργήθηκε από ιατρό του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου των Ιωαννίνων, κατέγραψε την προβληματική διαχείριση του περιστατικού στο χώρο του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών του Νοσοκομείου Αγρινίου, επιβεβαιώνοντας ουσιαστικά σε μεγάλο βαθμό την καταγγελία της οικογένειας του θανόντα. Βάσει του πορίσματος και το Δικαστήριο επιδίκασε την προαναφερθείσα αποζημίωση στην οικογένεια του 57χρονου. Διευκρινίζεται ότι το Νοσοκομείο Αγρινίου διατηρεί το δικαίωμα της έφεσης στην πρωτόδικη απόφαση. Μεταξύ των άλλων συμπερασμάτων του πορίσματος ήταν ότι ο ασθενής έχοντας αρχικά προσέλθει στο Νοσοκομείο με έντονους πόνους στη μέση εκτός από τη λάθος διάγνωση που έλαβε, με αποτέλεσμα να επιστρέψει σπίτι του, παρέμεινε στο χώρο της βραχείας νοσηλείας χωρίς να εξεταστεί από τον υπεύθυνο ιατρό των Επειγόντων Περιστατικών της Παθολογική Κλινικής. Και αυτό μάλιστα έχοντας υποστεί νωρίτερα λιποθυμικό επεισόδιο που τον ανάγκασε να επισκεφθεί εκ νέου το Νοσοκομείο Αγρινίου.

Τι «έδειξε» η ΕΔΕ

Το πόρισμα της ΕΔΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε καθυστέρηση στη διάγνωση και στη διακομιδή του περιστατικού και αυτή αποδόθηκε σε ειδικευόμενο γιατρό που εφημέρευε στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών και εξέτασε πρώτος τον ασθενή καθώς επίσης και σε ιατρό της Παθολογικής Κλινικής που παρότι είχε ενημερωθεί για το περιστατικό δεν εξέτασε τον ασθενή για διάστημα περίπου δυόμισι ωρών. Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια του πορίσματος που έλαβε υπ’ όψιν του το Δικαστήριο ότι ναι μεν η θνητότητα σε ρήξεις κοιλιακού ανευρύσματος ανέρχεται σε ποσοστό της τάξης του 65 με 70%, ωστόσο τονίζεται ότι ο ασθενής προσήλθε στο Νοσοκομείο με άλγος και διατεινόμενο κοιλιακό ανεύρυσμα με επαπειλούμενη ρήξη και όχι ρήξη του κοιλιακού ανευρύσματος. Πράγμα που σημαίνει εν πολλοίς ότι μια λάθος διάγνωση ή μια καθυστέρηση στην αντιμετώπισή του θα μείωνε δραματικά την ούτως ή άλλως μικρότερη πιθανότητα επιβίωσης.

Τι δέχθηκε το Δικαστήριο

Το Δικαστήριο με την απόφασή του δέχθηκε ότι ο ειδικευόμενος γιατρός που εξέτασε πρώτο στον ασθενή έλλειψει εμπειρίας παρέλειψε να υποβάλει τον ασθενή σε διαγνωστικές εξετάσεις -ούτε καν κατέγραψε τη συμπτωματολογία του, την κλινική του εικόνα ή τα ζωτικά του σημεία- ενώ επιπλέον προέβη σε λανθασμένη διάγνωση. Επίσης ο ειδικευόμενος γιατρός παρέλειψε να ενημερώσει για τη διάγνωση του και το περιστατικό εν γένει τον ειδικευμένο και εφημερεύοντα εκείνη τη μέρα γιατρό της Ορθοπεδικής Κλινικής ή άλλο γιατρό ειδικότητας κατά παράβαση της υποχρέωσης του να πληροφορεί ιατρού ειδικότητας για κάθε ιατρική πράξη, στην οποία προβαίνει. «Εάν κάποιος από τους ειδικευμένους και εφημερεύοντες γιατρούς είχε ενημερωθεί και εξέταζε τον ασθενή πριν αυτός αποχωρούσε από το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών θα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι το πρόβλημα δεν σχετίζονταν με μυϊκή πάθηση και ότι η διάγνωση του ειδικευόμενου γιατρού ήταν λανθασμένη» αναφέρεται μεταξύ άλλων στο σκεπτικό της δικαστικής απόφασης. Τη δεύτερη φορά που ο ασθενής επισκέφθηκε το Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του νοσοκομείο Αγρινίου και πάλι κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας, σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν τον υποδέχθηκε ιατρός ειδικότητας, αντιθέτως τον υποδέχθηκε η ιατρός υπηρεσίας υπαίθρου. «Εάν ο ασθενής είχε εξεταστεί νωρίτερα από τον ειδικευμένο γιατρό θα είχε αποκλειστεί η λανθασμένη διάγνωση της μυαλγία και θα ήταν δυνατόν να εντοπιστεί νωρίτερα η πηγή του οξέως πόνου που αυτός παρουσίαζε. Εξάλλου παρά το γεγονός ότι γιατρός είχε δώσει παραπεμπτικό για εξέταση του ασθενή από χειρουργό ο ασθενής παρέμεινε στην Παθολογική Κλινική για περίπου δυόμισι ώρες δίχως να μεταφερθεί στη Χειρουργική Κλινική και δίχως να εξεταστεί από χειρουργό» αναφέρεται σε άλλο σημείο της δικαστικής απόφασης.

Το ΤΕΠ ήταν και παραμένει ζητούμενο

Ανεξάρτητα από την συγκεκριμένη υπόθεση που ούτως ή άλλως κρίθηκε μέσα από το πόρισμα της ΕΔΕ και την απόφαση του Δικαστηρίου. Το μείζον ερώτημα που ανακύπτει και μέσα από το πόρισμα της ΕΔΕ, αλλά και μέσα από όσα γίνονται δεκτά στις δικαστικές αίθουσες, είναι αν οι δυσλειτουργίες που κατά καιρούς καταγράφονται και καταγγέλλονται στα Επείγοντα του Νοσοκομείου Αγρινίου, έχουν σε κάποιο βαθμό επιλυθεί. Στην θεωρία η αυτόνομη λειτουργία των ΤΕΠ όχι μόνο για το Νοσοκομείο Αγρινίου, αλλά για όλα τα Νοσοκομεία της χώρας προτάχθηκε ως ένας τρόπος να επιλυθούν όλα τα προβλήματα και κυρίως να γίνεται μια σωστή διαλογή των ασθενών. Προς τούτο το 2018 είχε προχωρήσει το Υπουργείο Υγείας σε προκήρυξη νέων θέσεων γιατρών για την αυτόνομη λειτουργία των ΤΕΠ και του Νοσοκομείου Αγρινίου. Η διαδικασία της κρίσης των γιατρών ήταν ως συνήθως χρονοβόρα, ωστόσο με εξαίρεση τη θέση του Διευθυντή, όπου απέβη άγονη, η προκήρυξη τελεσφόρησε στα μέσα του 2020. Εν μέσω πανδημίας όμως με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αναδιοργάνωση ενός τόσο κρίσιμου Τμήματος για τη λειτουργία ενός Νοσοκομείου. Ζητούμενο λοιπόν ήταν και ίσως είναι ακόμη και σήμερα η αναδιοργάνωση και βελτίωση της λειτουργίας των ΤΕΠ.