Η ζυγαριά γέρνει ακόμη υπέρ των επιδοματικών πολιτικών μέσω της υπερφολόγησης

Του Δημήτρη Παπαδάκη
Στο τέλος της εβδομάδας από το υπουργείο Οικονομικών θα οι σχετικές ανακοινώσεις για τη διανομή του φετινού μερίσματος. Όπως τόνισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα του συνεδρίου της ΝΔ το κοινωνικό μέρισμα θα κατευθυνθεί «σε 200.000 νοικοκυριά των πιο αδύναμων Ελλήνων» προσδιορίζοντας τους μακροχρόνια άνεργους, τις πολύτεκνες οικογένειες και τις οικογένειες με εξαρτώμενα τέκνα ΑΜΕΑ.

Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι υπάρχουν αρκετές κατηγορίες αδύναμων πολιτών που χρήζουν ενίσχυσης. Εξάλλου τα μνημόνια μπορεί να έφυγαν όμως οι επιπτώσεις της κρίσης είναι ακόμη εδώ. Όμως δεν θα πρέπει να ξεχνά κανείς πρώτον ότι το μέρισμα προέρχεται από ένα αχρείαστο υπερπλεόνασμα -στη ΝΔ προεκλογικά το χαρακτήριζαν αιματοβαμμένο πλεόνασμα από την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης- και δεύτερο ότι οι κατηγορίες των πιο αδύναμων χρειάζονται ένα συνολικό πλέγμα μέτρων κοινωνικής προστασίας και όχι ένα πρωτοχρονιάτικο μποναμά. Και η κυβέρνηση της ΝΔ, παρόλο που φαίνεται ότι κατευθύνει πιο στοχεύμενα το μέρισμα, υπέπεσε στον πειρασμό να παραστήσει τον Άη Βασίλη….

Όμως η μεγάλη εικόνα για την κοινωνία είναι άλλη και όχι η επιδοματική πολιτική. Η μεγάλη εικόνα είναι η οικονομία και η ανάπτυξη. Η ανάπτυξη και η παραγωγή πλούτου στη χώρα είναι αυτή που προσφέρει τα καλύτερα μέτρα κοινωνικής προστασίας για τους αδύναμους. Είναι αυτή που εν τέλει θα μειώσει τον αριθμό των αδυνάμων, των όσων έχουν ανάγκη τα κρατικά επιδόματα. «Η νέα κυβέρνηση έχει κάνει μια πολλά υποσχόμενη αρχή, αλλά η αποκατάσταση της ελληνικής οικονομίας θα είναι ένας μαραθώνιος και όχι ένα σπριντ», σημειώνει σε έκθεσή της η Capital Economics, προσθέτοντας πως εξακολουθεί να εκτιμά ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα αυξηθεί μόνο κατά 1,5% ετησίως τα επόμενα χρόνια, ενώ ακόμα και με ανάπτυξη 2% ετησίως από το 2021 και μετά, θα χρειαστεί μία δεκαετία προτού η οικονομία επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα.

Και η αυτονόητη ερώτηση είναι η εξής: Θα ακολουθήσουν δέκα «ήρεμα» χρόνια, ώστε να έχει τη δυνατότητα η ελληνική οικονομία να ξαναβρεί το βηματισμό της; Δυστυχώς τα μηνύματα δεν είναι καθόλου αισιόδοξα… Όλα τα μηνύματα συγκλίνουν στο γεγονός ότι αργά ή γρήγορα θα ολοκληρωθεί ο ανοδικός κύκλος για την παγκόσμια οικονομία, που ξεκίνησε μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Δυστυχώς η Ελλάδα ακολούθησε μια διαφορετική – αντίθετη πορεία καθώς χρειάστηκε τρία μνημόνια και οκτώ χρόνια με ύφεση και στάσιμη ανάπτυξη. Τώρα για να προλάβουμε την επόμενη κρίση θα πρέπει να κινηθούμε με ρυθμούς ανάπτυξη του 3% και άνω… Επομένως αυτό είναι το μείζον. Διαφορετικά στην επόμενη κρίση δεν θα υπάρχει μεσαία τάξη και επιχειρήσεις για να υπερφορολογηθούν και να δώσουν μερίσματα για τους αδύναμους.

Το πρόβλημα, που δημιουργείται καθώς φαίνεται ότι το υπερπλεόνασμα και οι «πρωτοχρονιάτικοι μποναμάδες» παγιώνονται, είναι ότι μετά από τρία μνημόνια και δέκα περίπου χρόνια κρίσης, η πραγματικά μεσαία τάξη στη χώρα τείνει να χαρακτηριστεί πλουτοκρατία… Η Ελλάδα έχει γίνει πλέον μια χώρα που αν έχεις εισοδήματα από 500 ευρώ καθαρά το μήνα και πάνω θεωρείσαι μεσαία τάξη. Αν έχεις μισθό της τάξης των 1.000 ευρώ και κάτι ψιλά, είσαι ένα βήμα πριν χαρακτηριστείς πλούσιος και αν έχεις εισόδημα από 20.000 ευρώ το χρόνο και πάνω τότε βρίσκεσαι στην όχθη της πλουτοκρατίας…

Αυτός ο παραλογισμός είναι αποτέλεσμα της πτώσης του ΑΕΠ και της έμφασης που δίνεται στην επιδοματική πολιτική. Πρέπει ο πήχης να ανέβει ξανά! Και αυτό δεν μπορεί να συμβεί όσο οι επιδοματικές πολιτικές συνεχίζονται μέσα από φοροεπιδρομές.